Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα.
Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά
αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν
φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις».
Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε
μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι
προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις.
Δεν είναι.
Θα ήταν.
Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη
πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι,
παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι.
Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται
απόλυτα με το έχω όλα τα καλά. Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς
να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν και
τελικά γίνεσαι ένας μαραθωνοδρόμος της απόκτησης που δεν είναι καν σταθερή και
μόνιμη, είναι επίπλαστη όσο ο στολισμός μιας βιτρίνας και το λαμπερό αυτοκόλλητο
Black Friday – προσφορές 50%.
Ευτυχώς που το Black Friday καθιερώθηκε την τελευταία Κυριακή του
Νοέμβρη και δεν συμπίπτει με την επέτειο του Πολυτεχνείου. Φαντάζεστε να ήταν η
Black Friday στη μέση του μήνα; Θα ξεχνιόταν και
το Πολυτεχνείο, αφού θα επικρατούσε η αγωνία για τα παπούτσια, την τηλεόραση,
το μπουφάν, την καφετιέρα που είναι η καλύτερη στην καλύτερη τιμή και να τα
προλάβουμε όλα πριν περάσει αυτή η μαύρη Παρασκευή…
~ . ~ . ~ .~
Είναι πάντα το σούρουπο που τα μαλακώνει όλα, τα χαϊδεύει με τα χρώματά του, τις αποχρώσεις της σκουριάς και του θάμπους της μέρας που καμπουριάζει στο δέος της νύχτας που έρχεται.
Το σούρουπο μαλάκωσε και τη δική μου απελπιστική μέρα.
Οδηγούσα προς το κέντρο, και πίσω από τα φώτα την είδα λαμπρή, πορφυρή, θαρραλέα.
Σκαρφάλωσε τα βουνά της Ηπείρου και ώσπου να παρκάρω
με τα αλάρμ στην άκρη να την φωτογραφίσω είχε ποζάρει ολόκληρη στις κορυφές τους.
Η πανσέληνος .
Του Νοέμβρη.
Του 2024.
Αυτουνού που αναζητά τον εαυτό του ανάμεσα στο Πολυτεχνείο της
επανάστασης και της Black Friday της κατανάλωσης.
Παρκάρισα στις παρυφές της ήσυχης πόλης, απόγευμα Σαββάτου,
παραμονή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Έφτασα στην ώρα μου.
Χώθηκα στη ζεστή αίθουσα της Ιατροχειρουργικής Εταιρίας
Κέρκυρας, ενός ιδρύματος με μεγάλη προσφορά στην πόλη, ή καλύτερα στους κατοίκους
της.
Εμβόλια, ενέσεις, μέτρηση της πίεσης, καθαρισμός τραυμάτων,
αλλαγές για όλους, από πάρα πολύ παλιά, από τότε που η ανάγκη γονάτιζε τον
άνθρωπο. Και εκτός από αυτά, εκδηλώσεις, παρουσιάσεις βιβλίων, διαλέξεις, συνέδρια.
Αυτά και άλλα πολλά προσφέρει η Ιατροχειρουργική.
Σήμερα φιλοξενούσε την παρουσίαση του βιβλίου «Οι μέρες που
δακρύζουν» της Αλεξάνδρας Μητσιάλη.
Κάθισα δίπλα σε δυο δασκάλους. Μα τι νόημα η λέξη δάσκαλος!
Παραπέρα καθόταν άλλος ένας. Κι οι τρεις εξαιρετικοί, γνωστοί για την καθημερινή
τους προσφορά στους μαθητές. Αν ήταν τραγουδιστές ή ποδοσφαιριστές θα λέγαμε
πρώτα ονόματα. Δεν είναι. Και δεν αμείβονται όπως οι τραγουδιστές.
Αλλά είναι πιο σημαντικοί από τους τραγουδιστές για τα παιδιά
μας. Για το αύριο. Για τα μηνύματα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Για την
ισορροπία. Για την ουσία της ζωής μας. Για τη χαρά κάθε Friday και κάθε μέρας που δεν είναι Black.
~.~.~.~.~
Η απελπιστική μέρα πέρασε.
Κοντεύουν μεσάνυχτα.
Ξημερώνει η επέτειος του Πολυτεχνείου.
Ξεκίνησα το βιβλίο της Μητσιάλη.
Ω, ναι. Αγαπώ τα εφηβικά βιβλία. Σαν τις φιλόξενες αίθουσες
που ζεσταίνουν την καρδιά και το μυαλό και τα όνειρά μας. Βελούδινες σελίδες στο ημερολόγιο της ζωής, να ακουμπάς και να
γιατρεύεις την απελπισία.