Αν με πιάσει η μαμά μου χάθηκα.
Δεν έχω καταλάβει τί ακριβώς κάνουν ο κύριος
και η κυρία.
Ενώ όμως στην αρχή νόμιζα ότι είναι κακό, η
κυρία τουλάχιστον φαινόταν να υποφέρει, τελικά για να το επαναλαμβάνουν κάθε
Τρίτη και Πέμπτη απόγευμα τις ίδιες ώρες, μάλλον δεν θα είναι και τόσο κακό ή
στο κάτω κάτω θα είναι κάτι που π ρ έ π ε ι να το κάνουν, υποχρεωτικό δηλαδή,
όπως εγώ πρέπει να πλένω τα δόντια μου κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ.
Ο κύριος είναι ο γείτονας μας. Τα σπίτια μας
βλέπουν στον ίδιο κήπο. Αντί για χώρισμα εκείνος και ο μπαμπάς έβαλαν
ζαρντινιέρες με λουλούδια, τα οποία ποτίζω κι εγώ καμιά φορά. Μερικές φορές κάνω
πιπί μου κιόλας εκεί (με προτίμηση στις κόκκινες γαρυφαλλιές), αφού σιγουρευτώ
ότι δε με βλέπει κανείς. Έχει πλάκα.
Εκείνο το απόγευμα, πριν τρεις μήνες, μου πέφτει
η μπάλα του μπάσκετ ακριβώς κάτω από το παράθυρο του γείτονα. Το σπίτι του
είναι πιο ωραίο από το δικό μας, η μαμά γκρινιάζει στο μπαμπά συχνά γιατί
εκείνος το έχει βάψει γαλάζιο με τα πλαϊνά σε ώχρα και ο ακαμάτης (έτσι τον
λέει) το έχει άσπρο σαν να είμαστε νοσοκομείο (αν και το νοσοκομείο στην πόλη
μας είναι γαλάζιο). Καμιά φορά δεν την καταλαβαίνω τη μαμά αλλά κάτι θα ξέρει
παραπάνω για να μην αντιδρά ο μπαμπάς.
Είδα σαν σκιές τα σώματα τους να κουνιούνται,
ο γείτονας π ά ν ω στην κυρία, η κυρία
πάνω στον καναπέ, ο καναπές τουλάχιστον στην κανονική του θέση. Αν με έβλεπε
κάποιος θα νόμιζε ότι έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου, τα φρύδια μου σίγουρα
σούφρωσαν, τα μάτια μου γούρλωσαν και το στόμα μου σίγουρα έγινε σαν όμικρον κεφαλαίο
- που η μαμά μου λέει ότι ειδικά το δικό μου στόμα όταν μένει ανοιχτό μοιάζει
περισσότερο με ωμέγα επειδή έχω στραβά δόντια, και αν και τα καινούρια μου
βγουν στραβά θα πρέπει να βάλω σιδεράκια και εκτός από το ότι πονάει αυτό θα
πληρώσουν κι ένα σωρό λεφτά, που τα βγάζουν με αίμα και ιδρώτα εκείνη και ο
μπαμπάς.
Ιδρώτα πολύ είχε η πλάτη του γείτονα, εκείνο
το απόγευμα, πρέπει να είχε κοπιάσει περισσότερο και από τη μαμά όταν δουλεύει.
Πήγαινε πάνω κάτω και ξαφνικά είδα και τον ποπό του και είχε πολύ πλάκα αυτό
που έβλεπα σαν να προσπαθεί να κάνει κάτι και δεν μπορεί και να προσπαθεί
συνέχεια αλλά η κυρία με τυλιγμένα τα πόδια της γύρω από τη μέση του και με
νύχια βαμμένα ροζ πονούσε αλλά δεν τον έδιωχνε από πάνω της – ίσως δε μπορούσε,
εκείνος είναι πολύ μεγαλόσωμος – είναι και φοβερός στο μπάσκετ, έχουμε παίξει
στην αυλή, έπαιζε και σε ομάδα παλιά, μου είπε, με κανονική στολή σε αληθινούς
αγώνες.
Το θέαμα ήταν κάπως αηδιαστικό, πρέπει να σας
πω, γιατί μεταξύ άλλων ο γείτονας ήταν γεμάτος τρίχες στην πλάτη του, κι έτσι
τεράστιος έμοιαζε λίγο με τον Κινγκ Κονγκ που έχω στο δωμάτιο μου απ’ όταν
ήμουν μικρός, τουλάχιστον τρία χρόνια θα ‘ναι, που τον πατάς στην κοιλιά και
βρυχάται «αργκκκκκκ».
Με έπιασε όμως και κάτι στην κοιλιά καθώς
τους έβλεπα και μετά από λίγα λεπτά που μου φάνηκαν αιώνες ο γείτονας σηκώθηκε
και η κυρία έμεινε ξαπλωμένη στον καναπέ με ανοιχτά πόδια και διαπίστωσα ότι
ενώ εκείνος ήταν γεμάτος τρίχες εκείνη δεν είχε ούτε μία ανάμεσα στα πόδια της
και δεν είμαι σίγουρος, προφανώς δεν είναι μαμά, γιατί η μαμά μου έχει εκεί
τρίχες ή ίσως να είναι μικρή σαν κι εμένα αλλά είναι πολύ ψηλή, πιο ψηλή από τη
μαμά μου, ίσως πιο ψηλή και από το μπαμπά μου.
Έφυγα τρέχοντας, με τη βεβαιότητα ότι με
είχαν καταλάβει που τους είδα μέσα από το τζάμι, αλλά η εξώπορτά τους δεν
άνοιξε. Ήμουν μόνος στο σπίτι εκείνο το απόγευμα, η μαμά και ο μπαμπάς στη
δουλειά τους, μένω αρκετά μόνος, μου έχουν εμπιστοσύνη, τους ακούω γενικά,
είμαι προσεκτικό παιδί, όλοι το λένε. Σκέφτηκα να πάρω το 100, ο μπαμπάς μου
έχει πει όταν συμβεί κάτι και δεν υπάρχει μεγάλος εκεί κοντά να το πω να πάρω
το 100, έρχεται το περιπολικό της αστυνομίας – το είχα κάνει όμως μια φορά όταν
ήμουν πιο μικρός επειδή ήμουν μόνος στο σπίτι ξανά και δεν άναβαν τα φώτα, είχε
διακοπή και σκοτείνιαζε και φοβόμουν και αργούσαν να γυρίσουν και ήρθε το
περιπολικό και ήταν μια πολύ καλή αστυνομικός με αληθινό όπλο που με φίλησε
κιόλας και μου έκανε παρέα μέχρι να γυρίσει η μαμά αλλά η μαμά φοβήθηκε πολύ
που όταν ήρθε και τη βρήκε στο σπίτι μαζί μου και μου έβαλε τις φωνές (όχι
μπροστά της) και από τότε φοβάμαι να πάρω το εκατό όταν συμβεί κάτι και
φοβάμαι.
Το ίδιο βράδυ, λοιπόν, δεν ήρθε κανείς να παραπονεθεί σπίτι, την
επομένη το ίδιο, οπότε μετά από 24 ώρες η ανησυχία μου είχε καταλαγιάσει,
προφανώς δε με είδαν, την είχα γλιτώσει.
Γιατί αν με πιάσει η μαμά μου χάθηκα.
Ήταν Τρίτη όταν τους είδα πρώτη φορά.
Την επόμενη Πέμπτη δε μου έπεσε η μπάλα του
μπάσκετ, την έριξα μόνος μου.
Κοίταξα μέσα, είχα παρατηρήσει ότι ο γείτονας
είχε γυρίσει από τη δουλειά, εκείνη προφανώς θα μπήκε από την πίσω πόρτα, είδα
ένα μπλε αυτοκίνητο παρκαρισμένο.
Δεν ήταν κανείς στο καθιστικό τους, ο καναπές
άδειος, κάτι ποτήρια πάνω στο τραπεζάκι. Πλησίασα το αυτί μου στο τζάμι και
άκουσα. Πάλι φωνούλες γυναικείες, δεν έχω ακούσει τη μαμά να κάνει έτσι ποτέ,
προφανώς ο μπαμπάς της φέρεται καλύτερα.
Έκανα το γύρο του σπιτιού και κοίταξα από το
τζάμι της κρεβατοκάμαρας. Τα παντζούρια μισόκλειστα, τα τζάμια ανοικτά,
κουρτίνες λευκές που βλέπεις μέσα.
Στο κρεβάτι, πάλι το ίδιο, ο γείτονας πάλι
πάνω στην κυρία, πάλι να προσπαθεί να κάνει το ίδιο, σαν να παιδευόταν τούτη τη
φορά πιο πολύ, διότι μούγκριζε και ο ίδιος λίγο – μοιάζοντας ακόμη περισσότερο
με τον Κινγκ Κονγκ.
Έφυγα ενώ ακόμη ήταν έτσι, δε ρίσκαρα να
σηκωθεί ο κύριος και να με δουν, μιλάμε για απόσταση αναπνοής. Δεν είδα αν στο
μεταξύ η κυρία είχε βγάλει τρίχες εκεί, από την Τρίτη, αν έγινε μαμά ή κάτι
άλλο που σε κάνει να βγάζεις τρίχες.
Ίσως όλα αυτά να τα μαθαίνουμε στο σχολείο
των μεγάλων κι εγώ θα πάω το Σεπτέμβρη, σε λίγες μέρες. Τότε ήταν ακόμη
Ιούνιος, σε μέρες με πολύ ζέστη, τώρα φυσάει λιγάκι.
Μετά πήγαινα κάθε μέρα, αφού μου πέρασε ο
φόβος, μπορούσα να το κάνω, δε με έβλεπαν, τους έβλεπα και παρότι ήταν χάλια το
θέαμα κάτι με τράβαγε τόσο δυνατά προς τα εκεί, ένα κάψιμο στην κοιλιά περίεργο
και μια δίψα που ξεκινούσε μέσα από το κεφάλι μου, τόσο δυνατά όσο με τράβηξε
από το σβέρκο ο μπαμπάς μια μέρα που ξεχάστηκα και πήγα να περάσω το δρόμο και
έφαγα και μια σφαλιάρα ξεγυρισμένη.
Δεν συνέβαινε όμως κάθε μέρα αλλά μόνον την
Τρίτη και την Πέμπτη το απόγευμα.
Και ξαφνικά προχθές, εκεί που ήμουν στο
παράθυρο και τους έβλεπα, σίγουρος από καιρό ότι αυτό που τους συμβαίνει δεν
είναι κακό, σταμάτησε ένα κόκκινο αυτοκίνητο και βγήκε ένας κύριος και είδα ότι
υπήρχαν δύο παιδιά μέσα αλλά βγήκε μόνον ο κύριος, τους φώναξε να μην
κουνηθούν, ήταν κατακόκκινος, κρύφτηκα πίσω από τους θάμνους, παραλίγο να
πατήσω τη χελώνα του γείτονα που γυροφέρνει και ο κύριος κτύπησε το κουδούνι του
γείτονα και επειδή εκείνος ντυνόταν (και η κυρία ντυνόταν) άργησε να ανοίξει
και ο κύριος άρχισε να κοπανάει με τις γροθιές τους την πόρτα και όταν άνοιξε
την πόρτα ο γείτονας του κοπάνησε γροθιές στο κεφάλι και η κυρία έκλαιγε και τα
παιδιά στο αυτοκίνητο έκλαιγαν κι εγώ απόρησα διότι αφού ο γείτονας δεν την
πονούσε τόσο καιρό αλλά προφανώς έπρεπε να κάνουν αυτό που έκαναν γιατί τον
κτύπησε ο κύριος και κυρίως γιατί να κτυπήσει και την κυρία, εάν υπέφερε ή
έπρεπε να το κάνει αυτό που έκαναν.
Εγκλωβισμένος για να μη με δουν έμεινα εκεί
και μετά από λίγο, αφού ο κύριος και η κυρία και τα παιδιά έφυγαν με το κόκκινο
αυτοκίνητο με τον κύριο να φωνάζει, ο γείτονας που είχε γεμίσει αίματα έπιασε
το κεφάλι του και άρχισε να κλαίει και αυτός και τον λυπήθηκα και ήμουν έτοιμος
να του κτυπήσω το τζάμι και να τον ρωτήσω αν πονάει πολύ και εάν θέλει να του
φέρω χανζαπλάστ που έχω σπίτι, έχω με τα Cars
από όταν ήμουν μικρός αλλά και με τρανσφόρμερς και διάφορα άλλα και τα βάζω
όταν γδέρνομαι και πονάει λιγότερο, το ορκίζομαι.
Ντρεπόμουν όμως.
Και πέρασαν δυο μέρες δίχως να γίνει τίποτε.
Δεν ήρθε το περιπολικό, ο γείτονας δεν πήρε το 100, να έρθει εκείνη η γλυκιά
αστυνομικός να τον φιλήσει και να μείνει μαζί του για λίγο. Ίσως φοβόταν κι
εκείνος να τηλεφωνήσει όπως εγώ και ας φοβόταν γενικότερα.
Και πριν λίγο, η κυρία πέρασε ξανά αλλά μπήκε
για λίγο και πήρε μόνον το αυτοκίνητό της και αγκαλιάστηκαν για λίγο έξω στον
κήπο μπροστά σε όλους, και έκλαιγαν και οι δύο για λίγο αγκαλιασμένοι σφιχτά και
τρόμαξα ότι θα κάνουν ότι έκαναν μέσα στο σπίτι εκεί έξω και ο κόσμος που περνά
θα δει πόσες τρίχες έχει ο γείτονας και ότι η κυρία δεν έχει καθόλου αλλά
δεν το έκαναν τελικά αλλά η κυρία έφυγε
με λυγμούς από αυτούς που σε πονούν στο στήθος και ο γείτονας στάθηκε και την
κοίταζε μέχρι που εξαφανίστηκε η κυρία και έκλαιγε χωρίς να τον νοιάζει αν τον
βλέπουν που είναι μεγάλος άντρας και σαν τον Κινγκ Κονγκ και εγώ τον κοίταζα
από τον κήπο μας και είδα τα μάτια του και μοιάζανε με του μπαμπά μου όταν
γύρισε πριν πολύ καιρό (μπορεί και πρόπερσι) από τη δουλειά και η μαμά του είπε
ότι πέθανε ο παππούς, ο μπαμπάς του δηλαδή και ο μπαμπάς μου είχε εκείνο το
βλέμμα σαν να κλαίει πολύ αλλά χωρίς να ακούγεται και έβαλα και εγώ τα κλάματα
επειδή είδα έτσι το μπαμπά μου και τώρα που είδα έτσι το γείτονα σκέφτηκα μήπως
εκτός από την κυρία που έφυγε πέθανε και ο μπαμπάς του και δεν άντεξα και έβαλα
κι εγώ τα κλάματα και πήγα κοντά του και του είπα να μην κλαίει και με κοίταξε
παραξενεμένος και έφυγα και αν κατάλαβε ότι ξέρω μπορεί να το πει στην μαμά μου.
Και νομίζω ότι αν το μάθει η μαμά μου,
χάθηκα.