Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σ’ ένα σπιράλ, γράφω …για να μην ξεχάσω [Αλίκη Κατσαρού]


Γράφω για να μην ξεχάσω.
Για να μην πω μια μέρα πως όλα τούτα που σήμερα θέλω και νιώθω δεν υπήρξαν.
Γράφω στο εσωτερικό του οπισθόφυλλου ενός σπιράλ, του σπιράλ των λατινικών, που τόσο αφόρητα βαριέμαι.
Ο καθηγητής μας, ο κ. Μανδρέας μιλά ασταμάτητα. Τώρα μιλά για τη Ρώμη. Όσο μιλά, εγώ γράφω για να μην ξεχάσω μια μέρα, πως δεν ήθελα πραγματικά να περάσω στη Φιλοσοφική.
Πως δεν θέλω να γίνω καθηγήτρια του Δημοσίου, ο τάδε αριθμός μιας επετηρίδας, που περιμένει τον επιούσιο, από ένα βλαμμένο εκπαιδευτικό σύστημα. 
Πως δεν θέλω να γίνω δασκάλα σαν τη μάνα μου, που μόλις γυρνά απ’ το σχολείο σερβίρει αγχωμένη, πλένει τα πιάτα, καθαρίζει, καπνίζει και κλαίει τα χαμένα της νιάτα.
Γράφω για να μην ξεχάσω πως δεν θέλω να πάψω ποτέ να πηγαίνω στα Κύθηρα με δυο  καφτάνια απ’ το Μοναστηράκι, ένα ζευγάρι σανδάλια και ένα μοναδικό φουστανάκι για το βράδυ.
Γράφω για να μην ξεχάσω πως μου αρέσουν οι βουτιές.
Πως τις καλύτερες βουτιές τις μαθαίνω εδώ στο μπετόν της Αθήνας.
Πως τις ακόμα καλύτερες μου τις μαθαίνεις εσύ.
Γράφω για να μην ξεχάσω πως δε θέλω να γίνω μια πελάτισσα κομμωτηρίου πριν από τη γιορτή, την όποια γιορτή.
Πως δε θέλω να πάψω να τρώω φρεσκοζυμωμένο ψωμί από το χωριό με λάδι νιό και ντομάτα. Πως δε θέλω να σταματήσω να κοιμάμαι με την άρμη της θάλασσας.
Γράφω για να μην ξεχάσω τη γεύση των φιλιών σου και κυρίως να μην ξεγελαστώ ποτέ ότι η γεύση τους μπορεί κάποτε να αντικατασταθεί από την τραχιά γεύση των  φιλιών ενός ευκατάστατου χαρτογιακά.
Γράφω για να μην ξεχάσω τους χειμώνες, τους χωμένους σ’ εκείνο το μπαράκι στα Εξάρχεια, που βγάζεις τους πύρινους, πολιτικούς  σου λόγους στην παρέα,  κι εγώ δεν βλέπω την ώρα να τελειώσεις για να με πάρεις αγκαλιά στη μικρή σου χαρούμενη γκαρσονιέρα και να μ’ ελευθερώσεις δυο εικοσιτετράωρα μετά. Δεν ξέρεις  όμως πως εγώ, πιο ελεύθερη νιώθω στον ισόγειο σου παράδεισο.  Δε σου επιτρέπω να το ξέρεις.
Γράφω για να μην ξεχάσω ότι, μετά τον παράδεισο, τρέχω να πάρω τηλέφωνο στο σπίτι, στο νησί και να δικαιολογηθώ πως έχει χαλάσει η γραμμή, και να τους φωνάζω δήθεν πως δεν ακούω και πάρτε το μηδέν, και γι’ αυτό δε με βρίσκουν. Και μόλις κατεβάζω το γκρίζο βαρύ ακουστικό , υπόσχομαι στον εαυτό μου πως δε θα παντρευτώ ποτέ κάποιον ελεγκτικό τύπο σαν τον μπαμπά μου, και αυτό το γράφω με πιο έντονα γράμματα και το υπογραμμίζω γιατί αυτό δεν πρέπει να το ξεχάσω πιο πολύ απ’ όλα.
Γράφω για να μην ξεχάσω πως δε θέλω να καλουπωθώ σε κουτάκια. Απεχθάνομαι τις τελετές, τα βαφτίσια, τους γάμους, την Καθαρά Δευτέρα, τα στριμωγμένα παχουλά γυναικεία πόδια σε γυαλιστερά καλσόν και φανταχτερές γόβες. Απεχθάνομαι τα παιδικά καροτσάκια συνοδευόμενα από συζυγική ή οικογενειακή παρέλαση στην κεντρική πλατεία της πόλης. Απεχθάνομαι τους τυπικούς συζύγους που ξελιγώνονται με την άκρη του ματιού τους πάνω σε ξένους κώλους αλλά γυρνούν σπίτι με ανθοδέσμες και κοσμήματα.
Γράφω για να μην ξεχάσω όσα απεχθάνομαι.
Γράφω για να μην ξεχάσω πως τώρα ζω στην ίδια πόλη με τον Ελύτη, τη Μελίνα και τον Χατζιδάκι. Να μην ξεχάσω πως μου είπες ότι είδες τον Ελύτη να κατηφορίζει το πεζοδρόμιο απέναντι από την Ακαδημία και πως αυτό ήταν για σένα το δώρο της χρονιάς.
Να μην ξεχάσω πως φοβάμαι πως όταν αυτοί πεθάνουν και μαζί κάποιοι άλλοι, εγώ μπορεί να ξεχάσω όλα όσα σκέφτομαι τώρα, και να ξεχάσω και τις βουτιές που έχω μάθει να κάνω.
Γράφω για να μην ξεχάσω πως θέλω να έρθω μαζί σου στο Παρίσι όταν πας για μετεκπαίδευση, να γίνεις ορθοδοντικός. Εγώ θα δουλεύω σερβιτόρα. Αλλά να μην το ξεχάσω πόσο το θέλω όταν ο μπαμπάς μου πει όχι, επειδή οι επετηρίδες για το διορισμό θα κλείσουν.
Γράφω για να μην ξεχάσω πως θα έπρεπε να είμαι πολύ χαρούμενη που ενώ έδωσα εισαγωγικές όταν είχαμε δικτατορία, τώρα έχουμε δημοκρατία. Όμως γιατί εγώ δε νιώθω ελεύθερη; Κι αυτό μην το ξεχάσω, μήπως μια μέρα το εξηγήσω.
Γράφω για να μην ξεχάσω πως  πολύ φοβάμαι ότι θα τα ξεχάσω όλα αυτά που  θέλω και δε θέλω, ακριβώς επειδή τα φοβάμαι.
Γράφω επίσης, για να μην ξεχάσω πως επειδή ο μπαμπάς είναι διευθυντής στην τράπεζα και η μαμά δασκάλα, εγώ δεν μπορώ να σε φιλοξενήσω στο νησί, για λόγους φρονημάτων σου, όπως μου εξήγησε η θεία Λίνα, που μπορεί να μας βλάψουν.
Γράφω πως θέλω να αγωνιστώ για να μην υπάρχουν τέτοιες προϋποθέσεις και τέτοιες ανοχές στις ζωές των ανθρώπων. Αυτό το γράφω πιο πολύ απ’ όλα για να μην το ξεχάσω σ’ αυτό το σπιράλ τετράδιο, στο εσωτερικό του οπισθόφυλλου, στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής, στην ίδια πόλη με τον Ελύτη, τη Μελίνα, τον Χατζιδάκι και τους άλλους.
Γράφω κι ένα τελευταίο για να μην το ξεχάσω. Είδα ένα εφιάλτη χθες βράδυ.
Ήμουν λέει ιδρωμένη, χοντρή αλλά καλοχτενισμένη  στο κρεβάτι, αποκαμωμένη από τις δουλειές του σπιτιού και από τις διορθώσεις των γραπτών των μαθητών μου και δίπλα μου ροχάλιζε ένας άντρας, που ήταν μάλλον ο άντρας μου, και είχε φάτσα οικογενειάρχη, επιχειρηματία με ακριβό after-shave. Τότε άνοιξε η πόρτα της κάμαρας δειλά, μπήκες εσύ, έσπρωξες στην άκρη κάτι φανταχτερές γόβες, ταλαιπωρημένες από τα πρησμένα μου πόδια και προσπάθησες να μου φορέσεις τα δερμάτινα σανδάλια που φορούσα στα Κύθηρα, τα καλοκαίρια. Δεν έμπαιναν στα χοντρά μου πόδια. Εσύ προσπαθούσες κι άλλο. Στο τέλος με κοίταξες λυπημένος και μου έδειξες με το βλέμμα τα παπούτσια σου. Φορούσες τα ίδια με τότε.  Με άφησες μέσα στην απελπισία και έφυγες από την ίδια πόρτα που μπήκες, με σταθερά και σίγουρα βήματα, με τα όμορφα πόδια σου στα ίδια όμορφα παπούτσια με τότε. Τότε εγώ θέλησα να βουτήξω, όπως με είχες μάθει. Αλλά αυτή τη φορά από τον παράθυρο του τετάρτου ορόφου, του διαμερίσματος μου. Τα πρόσωπα των παιδιών μου και των μαθητών μου, με κράτησαν, εκεί, στο κρεβάτι. Δεν πλησίασα το παράθυρο. Όμως πείστηκα, πως δεν ξέρω πραγματικά να βουτάω, ούτε έτσι, ούτε αλλιώς.
Φωτό από τη συλλογή Α-ΠΡΟΣΩΠΑ Α-ΛΗΘΗ του ζωγράφου  Νάσου Χαλκίδη
Γράφω, για να μην ξεχάσω τίποτα από εκείνα που θέλω και δε θέλω αλλά και να μην ξεχάσω και αυτόν τον εφιάλτη, που μου υπενθυμίζει τον κανόνα της χρυσής μετριότητας, που οι άλλοι θέλουν να είμαι.
Γράφω από φόβο, ότι όλα θα τα ξεχάσω για να γίνω το όνειρο τους, η χρυσή μετριότητα. Σε τούτο το σπιράλ, τα γράφω και είμαι σίγουρη, πως πάντα θα γράφω σε κάποιο σπιράλ, όχι μόνο αυτά που δε θέλω να ξεχάσω, αλλά και όσα μου ανοίγουν την πόρτα σ’ ένα δρόμο μακριά από τους χρυσούς κανόνες της ψευδαισθησιακά  χρυσής μου μετριότητας. Γιατί, ποια μετριότητα, μπορεί στ΄ αλήθεια να είναι χρυσή;
Α! Μην ξεχάσω:
Μάνια, 1975.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρας. Η Μαίρη ε

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνεσαι ένας μαραθωνοδρ