Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το ‘λεγε κι ο Χατζιδάκις, ειδικά όταν θύμωνε [Αλίκη Κατσαρού]



Το διαζύγιο του πρώην αυτοκράτορα του περιοδικού τύπου και κατ’ επέκταση γκουρού του lifestyle της Ψωροκώσταινας, πέρασε τις τελευταίες μέρες στα ψιλά των ΜΜΕ, ως προαναγγελθείσα εξέλιξη. Ο λόγος που τέτοιες ειδήσεις – σε αντίθεση με μια πενταετία νωρίτερα - λίγο μας ενδιαφέρουν δεν έγκειται στο ότι δεν υπάρχουν χολιγουντιανά εκατομμύρια δολάρια ως διατροφή, αλλά στο ότι, ευτυχώς, καθάρισαν τα θολά μας τζάμια.
Είχαν θαμπώσει τόσο, ώστε να θεωρούμε βασικό άξονα στη ζωή μας τι είπε, τι έκανε και πού πήγε ο κάθε Έλληνας celebrity, μισο-celebrity ή αυλοκόλακας του celebrity. Η διευκρίνιση ότι στην Ελλάδα η λέξη celebrity ήταν πάντα φαιδρή, περιττεύει. Το γνωρίζουμε  όλοι πια. Άλλωστε οι άνθρωποι με αληθινά ειδικό βάρος, όπως σοβαροί επιστήμονες, επιχειρηματίες,  καλλιτέχνες και διανοούμενοι, ποτέ δεν πόζαραν σε εξώφυλλα, ούτε απασχόλησαν τις κοσμικές στήλες.
Η τωρινή χλιαρή αντιμετώπιση των πρώην αυτοκρατόρων της ζωής μας, έχει πανεύκολη εξήγηση. Κοιτώντας  2-3 δεκαετίες πίσω, οι ερμηνείες είναι πιο εύκολες κι απ’ την προπαίδεια του 2.
Σαν έφηβη θυμάμαι στα τέλη του ’80 και τις αρχές του ‘90, να αλλάζει κάτι γύρω μου, που δεν μπορούσα τότε ακριβώς να ερμηνεύσω. Πολλές συμμαθήτριες, που μέχρι πρότινος, έμοιαζαν παιδιά μικρομεσαίων οικονομικά οικογενειών, καταδέχονταν να φορούν μόνον επώνυμα τζην, παπούτσια και γυαλιά ηλίου. Πολλοί γονείς, που μέχρι πρότινος οδηγούσαν ένα μεσαίο οικογενειακό αυτοκίνητο, έρχονταν να σχολάσουν τα παιδιά από το λύκειο ή το φροντιστήριο με πολυτελή καινούργια αυτοκίνητα. Πολλά πάρτυ, που μέχρι πρότινος γίνονταν σε στενά διαμερισματάκια με μωσαϊκό πάτωμα, λάβαιναν χώρα σε μεγάλες βίλες στα προάστια της πόλης μου. Όλο αυτό μάλιστα,  σήμερα το επαναφέρω  πακέτο με μαμάδες που φορούσαν λαμέ μπλούζες με πελώριες βάτες και είχαν μαλλιά με ‘μες’. Και με μπαμπάδες μουστακαλήδες, καπνιστές με το τελευταίο νύχι μεγάλο, παραπαίοντες μεταξύ του ρόλου του λαϊκού πάτερ-φαμίλια και του φτασμένου επιχειρηματία.
Το παραπάνω σκηνικό, γυαλίστηκε έγκαιρα, στα ‘00, εξαμερικανίστηκε ας πούμε, με τη συμβολή των πολύτιμων εγχειριδίων, όπως του Κλικ, και άλλων παρόμοιων. Οι υποδείξεις του κάθε Κλικ μας καθιέρωναν. Μόνον έτσι γινόμασταν κάποιοι, ακολουθώντας συγκεκριμένα στάνταρντς. Η Ψαρού, η Αράχοβα, το Κολωνάκι, η Κηφισιά, τα σούσι μπαρ, τα τάδε πούρα και τα τάδε ρούχα, οριοθετούσαν περίπου ποιοι είμαστε. Αν δεν μπορούσαμε να ανταποκριθούμε σε αυτά, ούτε με καταναλωτικό δάνειο, τα παρακολουθούσαμε από τα περιοδικά και ό, τι ήταν δυνατόν, έστω στις παρυφές αυτού του τρόπου ζωής, το υιοθετούσαμε. Τα επώνυμα ρούχα, εισαγωγή έτερου αυτοκράτορα στη μικρή μας χώρα, ο οποίος παρότι ευφυής και συμπαθέστατος, γνώρισε για ένα διάστημα τον Κορυδαλλό, οπωσδήποτε έπρεπε να αποκτηθούν, ακόμη και με ξενιστικωμάρα. Άλλωστε το φαίνεσθαι, συρρίκνωσε το είναι τόσο πολύ, που το είναι σχεδόν χάθηκε.  Η ετικέτα του ρούχου αντικατέστησε την ταυτότητα του ανθρώπου. Και για να μην τσουβαλιάζουμε, ας πούμε πως η ετικέτα πλήρωσε το κενό, όσων δεν είχαν ταυτότητα, οι οποίοι δυστυχώς, δεν ήταν η μειονότητα.
Σε αντίθεση με τους μανδύες των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι κάλυπταν τα ελάχιστα, ο μανδύας της νεοελληνικής βλαχογκλαμουριάς κάλυψε τα πάντα. Και πάνω απ’ όλα το έλλειμμα. Κάλυψε την αμορφωσιά, την έλλειψη παιδείας, την απουσία της άποψης, τη λαϊκή καταγωγή, ακόμα και τη φυσική ασχήμια. Οι πλαστικοί χειρουργοί έγιναν πιο απαραίτητοι κι απ’ τους οδοντίατρους. Περισσότερο όμως απ’ όλα, δυστυχώς, κάλυψε την απουσία αξιών. Τα πάντα επιτρέπονταν προκειμένου για την άνοδο. Έτσι, οι κισσοί, τα αναρριχητικά πνιγερά φυτά, έγιναν συχνό κι αγαπημένο κοινωνικό φαινόμενο. Μόνο φαινόμενο σαφώς, αφού από κάτω μαύριζε ο τοίχος, ενίοτε και σάπιζε εντελώς.
Ξέφρενη πορεία. Χωρίς φρένο δηλαδή. Στο περιθώριο αυτής της πραγματικότητας, ευτυχώς υπήρχαν πάντα άνθρωποι, που δεν πάτησαν φρένο, γιατί δε χρειάστηκε, αφού χρησιμοποιούσαν το γκάζι ως εκεί που χρειαζόταν. Άνθρωποι που δεν ξέχασαν τον έρωτα, την αλήθεια, τη φρεσκάδα του αυθεντικού και τη σημασία του βάθους και του ύψους. Τα έτοιμα κουστούμια, δεν τους χώρεσαν. Για δυο δεκαετίες και βάλε, τούτοι οι αρνητές του φαίνεσθαι, θεωρήθηκαν έως και γραφικοί.


Τώρα που το πάρτι τελείωσε, οι πιο φανατικοί τέως  party animals  ζουν με πρόζακ, άλλοι έγιναν πιο σοφοί, κάποιοι παριστάνουν τους σοφούς από ανάγκη, ποστάροντας στο facebook αντι-υλιστικά αποφθέγματα, ενώ εκείνοι, οι ας πούμε γραφικοί, οι απέχοντες από την εθνική παλιγγενεσία του νεοπλουτισμού, παραμένουν ήσυχοι, σταθεροί εραστές της ποιότητας και της ουσίας. Είτε παρακολουθούν υπομειδιώντας τα απόνερα, είτε δεν ασχολούνται, σαν το πάρτι να μη συνέβη καν, άλλωστε ποτέ δεν συμμετείχαν.
Οι αληθινοί άνθρωποι, οι αντίποδες των προτύπων του ψευτο- lifestyle της εποχής, οπωσδήποτε δεν είναι ήρωες ή γίγαντες, κι ας κινδυνεύουμε να τους αγιοποιήσουμε τώρα. Είναι οι απολύτως φυσιολογικοί άνθρωποι – παραδείγματα της κανονικής ζωής.
Η διαφορά τους από τα χειραγωγημένα θύματα του κάθε ‘Κλικ’ είναι μία και μόνη αξία: η παιδεία, στην ευρεία της έννοια, όπου νους, ψυχή, ήθος χορεύουν σε αρμονία το χορό της ζωής.
Το ‘λεγε κι ο Χατζιδάκις, ειδικά όταν θύμωνε: Παιδεία και πάλι παιδεία.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρα...

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται...

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνε...