Μας αρέσουν
πολύ οι συντροφιές, οι φιλοξενίες και οι φίλοι, στο Σπύρο και σ’ εμένα. Εγώ ξέρω
καιρό ένα μυστικό. Ότι μια κοπέλα (μαμά φοιτητή, ωστόσο κοπέλα!), που γνωρίζουμε
και οι δυο, γράφει υπέροχα. Είχα διαβάσει προ καιρού κάτι δικό της, ένα αφήγημα
φτασμένης λογοτεχνικής δεινότητας, ‘Καραγατσικό’ θα το ονόμαζα, το οποίο ελπίζω
κάποια μέρα να γνωρίσει το δρόμο του τυπογραφείου. Από αυτό ορμώμενοι, της ζητήσαμε
να γράψει κάτι για να φιλοξενηθεί στο Spiral μας.
Ο «Ακάλυπτος»
που ακολουθεί, είναι της Τατιάνας Σπίγγου:
Στην Αθήνα, μένω στην Καλλιθέα, στο πατρικό της
μάνας μου. Είναι ένα δυάρι σε μια διώροφη “οικογενειακή” πολυκατοικία που
προέκυψε από διαδοχικά πανωσηκώματα, στη θέση του προπολεμικού σπιτιού των
παππούδων. Κάποια στιγμή, ο κήπος που απέμεινε δόθηκε για αντιπαροχή και
προέκυψε ένα επταόροφο τέρας. Οι δύο πολυκατοικίες έστεψαν τα νώτα τους η μία
στην άλλη, σα να τόνιζαν τη διαφορετική τους ιδεολογική ταυτότητα και καταγωγή.
Η μία ήταν προιόν της συγκρατημένης μεταπολεμικής ελπίδας. Η άλλη της
αχαλίνωτης μεσοαστικής απληστίας της δεκαετίας του '80. Μέχρι τότε, στην αυλή
της δικιάς μας πολυκατοικίας, μαζευόταν τα καλοκαίρια το πολυάριθμο σόι και
δημιουργούσε κινηματογραφικές σκηνές εκτεταμένης ελληνικής οικογένειας. Υπήρχαν
θείοι, θείες, ξαδέλφια όλων των ηλικιών, γείτονες, τραπέζι με μουσαμά και
γαρδένιες σε τενεκέ από φέτα. Με το που φτιάχτηκε το τέρας, η αυλή μας έμοιαζε
με τον πάτο ενός πηγαδιού που ανέβαζε τον ήχο της οικογενειακής μας διάδρασης
προς τα πάνω, ενοχλώντας τους καινούριους γείτονες. Άρχισαν να εμφανίζονται στα
πίσω μπαλκόνια ημίγυμνοι νεοέλληνες με προκοίλι, που απειλούσαν να φέρουν την
αστυνομία. Ήταν θέμα χρόνου πλέον οι οικογενειακές συνάξεις να γίνουν ιστορία
που εμείς τα ξαδέλφια θα διηγούμαστε αργότερα στα παιδιά μας. Ανάμεσα στα νώτα
των δύο πολυκατοικιών, που έμοιαζαν πια με εχθρικά κράτη, απέμεινε μια νεκρή
ζώνη που την αποτελούσε η κουτσουρεμένη μας αυλή απ' τη μια και λίγα μέτρα
στεγνού τσιμέντου απ' την άλλη. Στη μέση, ένας τοίχος- μινιατούρα του τείχους
του Βερολίνου. Όταν η τρύπα του όζοντος μεγάλωσε και το Αθηναϊκό καλοκαίρι
έγινε αφόρητο, το τσιμέντο καρποφόρησε με πλήθος κλιματιστικά. Απ' τη δική μας
μεριά, οι θείες συνέχιζαν να βάζουν τενεκέδες με γαρδένιες και να καταβρέχουν
την αυλή με το λάστιχο για δροσιά το σούρουπο. Οι γάτες της γειτονιάς κράτησαν
ουδέτερη στάση περιφερόμενες αδιακρίτως και στις δύο πλευρές. Έτσι, μπροστά στα
μάτια μας, δημιουργήθηκε η ελληνική πατέντα που ονομάζεται ακάλυπτος. Ο
αθηναϊκός ακάλυπτος είναι σχεδόν πάντα αποκρουστικός. Είναι γκρίζος, σκοτεινός
και βρώμικος. Στα μπαλκόνια, βγαίνει ο σκουπιδοτενεκές, ο κουβάς με τη
σφουγγαρίστρα και μια μεταλλική ντουλάπα με σαβούρα. Καμιά φορά μια γλάστρα με
ένα φυτό καταδικασμένο από την αρχή να μαραθεί. Σπάνια κάποιο δύστυχο καναρίνι
σε κλουβί. Ό,τι λιγότερο όμορφο και αγαπητό βγαίνει απ' τη μεριά του ακάλυπτου.
Το ίδιο ισχύει και για τις ανθρώπινες συμπεριφορές. Οι άνθρωποι στον ακάλυπτο
αποκαλύπτονται. Η συμπεριφορά τους χάνει την στερεοτυπία της μπροστινης
βεράντας. Εμφανίζονται με νυχτικά και σώβρακα. Αναμαλλιασμένοι. Χωρίς
υποχρεωτικό χαμόγελο. Χωρίς καλημέρες. Από τις μισάνοιχτες πίσω πόρτες
δραπετεύουν συναισθήματα. Ακούγονται κλάμματα, γέλια, φωνές, βογγητά,
συνομιλίες στο τηλέφωνο. Κάθε ήχος πολλαπλασιάζεται σε ένταση .Κάθε κουβέντα
αποχτά τη δραματική χροιά διαλόγων σαπουνόπερας. Οι άνθρωποι στον ακάλυπτο
γίνονται θεατές και θέαμα σε ένα ιδιότυπο θέατρο. Ξέρουν ότι βλέπονται κι ότι
ακούγονται κι όμως με μια παράξενη μυστική συμφωνία, αγνοούν ο ένας τον άλλο. Κάνουν
ότι δε βλέπουν και δε βλέπονται, ότι δεν ακούν και δεν ακούγονται. Απλώνοντας
ατέλειωτες φοιτητικές μπουγάδες, ελληνίδα μάνα για λίγο, συμμετέχω αυτό το
καλοκαίρι στη συνομωσία του ακάλυπτου. Έχω μόλις φυτέψει ένα θνησιγενές
γιασεμί, σίγουρη κι εγώ ότι κανένας δε με είδε στα τέσσερα βουτηγμένη στα
χώματα. Ξέρω πλέον πολλά. Ξέρω πόσες ελιές έχει στην πλάτη του ο μεσήλικας στο
ισόγειο, που κυκλοφορεί πάντα ημίγυμνος. Ξέρω την ιστορία ζωής της Βουλγάρας
που φροντίζει κάποιον αόρατο παππού στον πρώτο. Και τη ζωή στη Βουλγαρία
γενικότερα. Μαθαίνω για τα κυνηγετικά μονοπάτια του Ταΰγετου από τον τρίτο.
Ξέρω σε τι σεντόνια κοιμούνται στον τέταρτο. Ξέρω ότι η κοπέλα στον πέμπτο
είναι από την Κρήτη και είναι αρραβωνιασμένη με το Δημήτρη. Από κει και πάνω δε
ξέρω τι γίνεται. Ο ήχος ανεβαίνει προς την ταράτσα και χάνεται στην
αιθαλομίχλη. Όταν χτυπάει το κινητό μου, είναι η σειρά μου να βγω στη σκηνή. Σίγουρη
ότι δεν με ακούει κανένας, μιλάω με τον άντρα μου στο μικρόφωνο του ακάλυπτου.
Πλέον οι γείτονες, εκτός από το χρώμα των εσωρούχων μου, ξέρουν το όνομα του
άντρα μου και της κόρης μου, πότε επιστρέφω στην Κέρκυρα, τι επαγγέλλομαι, πού
σπουδάζει ο γιός μου, αν πέρασε το μάθημα. Οι αδιάφορες λεπτομέρειες της ζωής
μου γίνονται αδιάφορο κοινό μυστικό. Την τελευταία μέρα της παραμονής μου,
μαζεύω τα απλωμένα ρούχα και ρίχνω μια τελευταία ματιά στον ακάλυπτο. Όλες
αυτές τις μέρες ένιωθα ότι υπάρχει ένας συμβολισμός, μια σημειολογία που δε
μπορούσα ακριβώς να εντοπίσω. Και ξαφνικά το βλέπω. Οι πολυκατοικίες που
συναντιώνται στον ακάλυπτο, μοιάζουν με την ανθρώπινη φύση. Στην μπροστινή
πλευρά, είναι οι βεράντες με τις συρόμενες πόρτες αλουμινίου και το τραπέζι από
τικ. Πίσω είναι ο κουβάς και η σφουγγαρίστρα. Μπροστά είναι ό,τι θέλουμε να
δείχνουμε. Πίσω είναι ότι δε θέλουμε να είμαστε. Μπροστά είναι ο κοινωνικός μας
εαυτός, λουστραρισμένος και αποστειρωμένος. Πίσω είμαστε εμείς με τα ανθρώπινα
πάθη μας. Και αν υπάρχει περίπτωση να γνωρίσουμε αληθινά ο ένας τον άλλο, εκεί
θα συναντηθούμε, στο κενό ανάμεσα στα πάθη μας, εκεί που είμαστε ευάλωτοι,
ημίγυμνοι, ακάλυπτοι.