Η αγάπη το
καλοκαίρι μυρίζει άνθη πορτοκαλιάς. Το χειμώνα μυρίζει κόκκινο κρασί και καμένο
ξύλο.
Η μαμάδες
μυρίζουν μαλακτικό ρούχων με πολλά χημικά. Κάποτε μάλλον μύριζαν πράσινο σαπούνι στο λαιμό και κρεμμύδι στα
χέρια.
Τα μωρά
μυρίζουν επιδερμίδα. Σκέτο επιδερμίδα.
Η νοσταλγία
μυρίζει κάτι. Πάντα κάτι.
Από τις
πέντε αισθήσεις, η πιο μαγική, η πιο ταξιδιάρα, η πιο επαναστατική, η βασίλισσα
των συναισθημάτων είναι η όσφρηση. Έχει εποχές, έχει εικόνες, έχει χαρές και
λύπες, έχει την πιο χρωματιστή ζωντάνια, έχει μυαλό.
Μυαλό δικό
της μέσα στον εγκέφαλο. Μονοπάτια που χαράζει χωρίς να ρωτήσει, στιγμές που
ντύνει σαν μουσική υπόκρουση ενός έργου. Και τι θα ήταν το έργο, χωρίς υπόκρουση;
Ωμό. Γυμνό. Ενώ έτσι είναι ντυμένο “sur mesure”, που θα έλεγε κι ένας μόδιστρος.
Ανοίγω μια
παλιά εφημερίδα για να ξεφλουδίσω πατάτες. Έχει μυρωδιά η εφημερίδα; Φυσικά.
Μυρίζει βράδυ στο πατρικό της μάνας μου, που η Νενέ μας τηγάνιζε πατάτες.
Οι τηγανιτές
πατάτες από μόνες τους, όμως, χωρίς εφημερίδα, έχουν άλλη μυρωδιά, χωριού το
καλοκαίρι, από κουζίνες με γιαγιάδες, και καλντερίμια με παιδιά.
Τα χωριά
όμως το χειμώνα έχουν κι αυτά άλλη μυρωδιά, από νοτισμένο χώμα, ξυλόσομπες και
μοναξιά.
Ενώ οι
πόλεις… Αχ οι πόλεις, στη Μεσόγειο, εδώ στο Νότο, οι μικρές πόλεις τα
καλοκαίρια, έχουν πάντα λίγο μυρωδιά από βόθρο, λίγο από ασπρόρουχα, από ψημένο
καλαμπόκι, ανάκατο με μυρωδιά από επιδερμίδα σουηδική αλειμμένη αντηλιακό
καρύδα. Τους χειμώνες, πάλι, μυρίζουν φύλλα βρεγμένα, κάστανα και χαρτί. Χαρτί
σχολικών βιβλίων, ξυσμένο μολύβι και γομολάστιχα. Οι μεγάλες πόλεις, χειμώνα -
καλοκαίρι μυρίζουν καυσαέριο, βενζίνη, αρωματοπωλείο και αποσμητικό χώρου για
μεγάλα εμπορικά καταστήματα. Όλες όμως, μικρές
και μεγάλες, κατά τόπους μοσχοβολάν καφεκοπτείο, ψαραγορά και ταβέρνα,
εσχάτως βέβαια πιο πολύ πιτόγυρο, παρά ταβέρνα. Όταν περπατώ σε γειτονιές,
μακαρίζω όσους έχουν κήπο στην πόλη. Εκεί κυριαρχούν το γιασεμί και η γαζία,
ανάλογα την εποχή. Ψωμί δε μυρίζεις πια στις πόλεις, γιατί τώρα υπάρχουν μόνον
πρατήρια άρτου, οι φούρνοι έκλεισαν. Όπως κι οι παλιοί τσαγκάρηδες, που
πλημμύριζαν το δρόμο μυρωδιά δέρματος και βερνικιού.
Υπάρχουν κι
άλλες μυρωδιές, βεβαίως πιο άγριες. Καφενεία, που βρωμάνε τσιγάρο, και
περίπτερα γέρων που μυρίζουν τασάκι. Μπαρ που μυρίζουν αλκοόλη απ’ το
πεζοδρόμιο και στέκια που μυρίζουν ανθρώπινη βρωμιά –όχι απλησιά, βρωμιά.
Άγρια
μυρωδιά είναι και εκείνη του νοσοκομείου, ενώ του οδοντιάτρου είναι ευωδιαστή,
έχει γαρύφαλλο. Παρά ταύτα, πονάει η μυρωδιά του γαρύφαλλου, πριν καν κάτσεις
στην καρέκλα.
Τα σπίτια
πάλι έχουν καθένα τη μυρωδιά του. Άλλο μούχλα, άλλο καθαριότητα. Άλλο καπνό,
άλλο παστιτσάδα. Άλλο μποντουάρ, άλλο βρεφική κρέμα.
Κι οι
κάτοικοι των σπιτιών, αυτοί κι αν έχουν καθείς τη μυρωδιά του, ενώ οι άστεγοι,
οι καημένοι, μυρίζουν περίπου το ίδιο, φτώχεια. Αν μυρίζει η φτώχεια; Η
εξαθλίωση; Από μακριά. Ακόμη κι αν πλύθηκε σε κοινόχρηστο ντους πριν ένα λεπτό
ο κάτοχος της.
Σε αντίθεση
με τη φτώχεια, τα κλαμπ και τα lounge μυρίζουν Angel του Mugler και Calvin Klein. Επίσης τα στόματα των παρευρισκομένων σε
κοσμικά κοκτέηλς μυρίζουν ψαρίλα, αλλά είναι από καπνιστό σολομό και την
ανέχεσαι καλύτερα.
Ωστόσο η
μύτη -τι φοβερό όργανο, η μύτη, τώρα που το σκέφτομαι, σου ορίζει τη ζωή και τη
φάτσα εδώ που τα λέμε- κορυφώνει τη συνεργασία της με τον εγκέφαλο, σε δυο -
τρεις στιγμές του βίου, εντελώς και απόλυτα ιδιωτικές, ταυτίζοντας τις με τη
δική τους, ακριβή μυρωδιά.
Η μια είναι
η γέννηση. Αίμα, κρούστα αμνιακού υγρού, σάλιο, πρωτόγαλα, βρεφικό κρανίο και
δάκρυ. Της μάνας δάκρυ, γιατί τα νεογέννητα κλαίνε χωρίς δάκρυα. Μυρωδιά μία, μίξη πρωτόπλαστη, της έναρξης,
της κοσμογονίας, της απολυτότητας.
Η άλλη είναι
ο έρωτας. Ιδρώτας, δέρμα, εκκρίσεις, σάλιο, δάκρυ. Αρχή και τέλος, τώρα
γεννήθηκα, τώρα να πεθάνω στον θρίαμβο του πιο ψηλού σκαλιού της ύπαρξης, με τα
ρουθούνια μου στα μαλλιά σου.
Η τρίτη
είναι ο θάνατος. Μύρα, λιβάνια και λουλούδια ψυγείου, και πάλι δάκρυ. Ως εκεί.
Ύστερα, το μάρμαρο παγώνει κάθε μυρωδιά. Η ντουλάπα, το μαξιλάρι, τα
αντικείμενα μυρίζουν για λίγο ακόμα σ’ όποια μύτη τ’ αγγίξει, σαν κοκαϊνομανούς
μπας και πάρει κάτι από τη ζωή που έφυγε. Μα χωρίς ζωή, παγώνει η μυρωδιά πριν
τις σαράντα.
Οι μυρωδιές
υπάρχουν μόνο με τη ζωή, πάντοτε γεννιούνται από κάτι έμβιο, οργανικό, το
ακολουθούν, το χαρακτηρίζουν, διηγούνται την ιστορία του.
Έτσι κι οι
φίλοι μας οι Γάλλοι μόλις ο φιλελευθερισμός στην Ευρώπη ελευθέρωσε το εμπόριο
και η πολυτέλεια επινοήθηκε ως εμπορική δραστηριότητα, δημιούργησαν το άρωμα. Από
καλλιέργειες λουλουδιών, μπαχάρια, έλαια, με πάθος και σπουδή έφτιαξαν μια μαγευτική
αυτοκρατορία. Τα προϊόντα της, βασισμένα στην ταξιδιάρικη, στην πιο ενστικτώδη
μα τόσο εγκεφαλική λειτουργία της μύτης, δέθηκαν άρρηκτα με το σύγχρονο άνθρωπο.
Του έγιναν απαραίτητα, σαν το ρούχο ή περίπου. Φυσικά, αν δεν είναι άστεγος ή περίπου.