Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΣΑΡΔΕΛΕΣ ΣΤΟ ΦΟΥΡΝΟ [ Σπύρος Γκόγκος ]



Έχω επιστρέψει από τη δουλειά, να τέτοιες μέρες σαν και τώρα, είναι Σάββατο μεσημέρι, της είχα υποσχεθεί ότι δεν θα πάω εκείνη την ημέρα στο γραφείο, τελικά προέκυψε πρόβλημα, πήγα νωρίς, με την ανατολή του ήλιου, ξύπνησε, δε με βρήκε δίπλα της, είχα αφήσει μόνον τ’ άρωμα μου στα σεντόνια, όπως γίνεται στις ταινίες, δεν της είχα αφήσει σημείωμα όπως παλιά, ξέρετε, από εκείνα που τελειώνουν πάντοτε με μια καρδούλα και τ’ αρχικά των ονομάτων μας και εμπεριέχουν μιαν υπόσχεση, μια δέσμευση, μιαν ευχή έστω.

Μου έχει γυρίσει την πλάτη και φιλετάρει σαρδέλες για να τις ψήσει στο φούρνο, ο οποίος προθερμαίνεται ήδη στους εκατόν ογδόντα βαθμούς. Χρησιμοποιεί λάθος μαχαίρι, όπως πάντα, γιατί με τούτο μπορεί καλύτερα, ισχυρίζεται, της έχω πει να προσέχει μην κοπεί, παλιά δηλαδή της το έλεγα, τώρα όχι πια, έχουμε ως ζευγάρι περάσει στη φάση που δεν έχουμε πια το κουράγιο ούτε παρατηρήσεις, συστάσεις, παραινέσεις και άλλα τέτοια να κάνουμε μεταξύ μας.

Τις τελευταίες τρεις φορές στο κρεβάτι δεν είπαμε κουβέντα. Βρεθήκαμε, συντονιστήκαμε με την τεχνική έννοια του όρου, δεν ήταν άσχημα, δε λέω, ποτέ δεν ήταν άσχημα, αλλά η σιωπή μας, αυτή η παντελής έλλειψη της ανάγκης να εκφράσουμε κάτι,  σαν σύννεφο βαρύ και γκρίζο στεφάνωνε το κρεβάτι μας κι έριχνε τη θερμοκρασία. Χάλια. Οργασμός με την αίσθηση ότι βάζεις γκολ σε φιλικό παιχνίδι με ομάδα τέταρτης εθνικής κατηγορίας, ενώ είσαι ο Λιονέλ Μέσι.

Κρατώ ένα ποτήρι με λευκό κρασί, πάντα πίνω λιγάκι όταν τελειώνει η εργάσιμη εβδομάδα, έχει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό για μένα τούτη η πράξη, σαν φάρος ελευθερίας, σαν προπομπός του Σαββατοκύριακου, της χαλάρωσης, της ξεκούρασης. Εκείνη κόβει κεφάλια από σαρδέλες, με μαθηματική ακρίβεια (αν και με παράταιρο μαχαίρι), με αρτιότητα, το κάνει με φυσικότητα, λες και στην προηγούμενη ζωή της ήταν δήμιος. Σύριζα τα κεφάλια.

Είναι τούτη η άνεση που χειρίζεται το μαχαίρι που μου θυμίζει ότι με τόσα ψυχολογικά θρίλερ που είδαμε νεότεροι, με τρόμαζε εύλογα η ιδέα να υπάρχει πάνω στον πάγκο της κουζίνας μας μια θήκη με προτεταμένα και πρόσφορα κοφτερά μαχαίρια για κάθε χρήση. Πού ξέρεις, σκεφτόμουν, αν σε έναν καβγά, μια κρίση, θολώσει ο νους μου ή ο δικός της νους, καλύτερα να μην είναι τόσο εύκολο να φτάσει το χέρι στο μαχαίρι. Με το ίδιο σκεπτικό που στην κατάθλιψή μου φοβάμαι που μένουμε στον πέμπτο όροφο, διότι αν η κακιά η ώρα μου φέρει την ανάγκη να πηδήξω στο κενό (και τις δύσκολες ημέρες, αυτό το κενό νιώθω να με ρουφάει καμιά φορά, να με έλκει, να με τραβάει αμετάκλητα κοντά του), είναι ευχερέστατο να το πράξω (επιτυχώς) από τον πέμπτο. Στον πρώτο και στον δεύτερο όροφο, ενδεχομένως η έλξη να ήταν λιγότερο έντονη. Ο ίδιος ο νόμος της βαρύτητας το λέει, διάβολε.


Δεκατέσσερις σαρδέλες στο νεροχύτη της κουζίνας, με κομμένα τα κεφάλια, ανοιγμένες με μαεστρία (και λάθος μαχαίρι) στη μέση. Βγάζει με ταχύτατες κινήσεις τα κόκαλα, είναι εξαιρετική σε αυτό, ποτέ δε βρήκα κόκαλο σε ψάρι που καθάρισε εκείνη. Είναι καλύτερη και από τη μάνα μου, που από νέα δεν έβλεπε καλά αλλά αρνιόταν να το παραδεχτεί και να φορέσει διορθωτικά γυαλιά – κι ενίοτε της ξέφευγε κανένα. 

Η σύζυγός μου εκνευρίζεται που ακόμη και σήμερα, ύστερα από είκοσι χρόνια γάμου, ξεψαχνίζω τα ψάρια μου στο πιάτο μου, εκατοστό εκατοστό, λόγω της παλιάς συνήθειας ή ανάγκης να το πράττω. Στην αρχή το έβρισκε τρυφερό, σαν παιδική ανασφάλεια. Μεγαλώνοντας το έβρισκε ενοχλητικό, ύστερα κουραστικό, μετά προσβλητικό. Πλέον δεν το σχολιάζει καν – όχι γιατί το έχει πάρει απόφαση αλλά γιατί της είναι παντελώς αδιάφορο. Μια φορά μάλιστα μου άφησε επίτηδες ένα τεράστιο κόκαλο, αστειευόμενη, που αν το είχα καταπιεί θα πέθαινα βασανιστικά, με φριχτό επιθανάτιο ρόγχο. Υποκρίθηκα ότι το κατάπια, ενώ το έκρυψα κάτω από το πιάτο και έπεσα ανάσκελα στο πάτωμα, ήρθε από πάνω μου παραξενεμένη, την άρπαξα, τη φίλησα και τα ψάρια κρύωσαν.

Πετάει στα σκουπίδια τα κεφάλια και τα κόκαλα για να με αναγκάσει να τα ξεχωρίσω στη συνέχεια, ενώ ξέρει ότι συμπαθώ τις αδέσποτες γάτες της γειτονιάς και θα τους τα πάω. Χα χα. Πόλεμος νεύρων. Είναι τρομερά εκνευρισμένη για το σημερινό. Εγώ υπέβαλα 40 φορολογικές δηλώσεις εισοδήματος πελατών μου σε έξι ώρες, όχι να το παινευτώ, είμαι ο κορυφαίος λογιστής σε τούτο τον τόπο, βγάλαμε πολλά χρήματα σήμερα – κι εκείνη δε μπορεί να καταλάβει.

Κάποτε μου έλεγε ότι έπρεπε να έχω περισσότερο προσωπικό κι ας μειωνόταν το εισόδημά μας. Να μην είμαι τόσο συγκεντρωτικός, να μην περνάνε όλα από τα χέρια μου. Να διαμοιράσω τη δουλειά. Ναι, σύμφωνοι, κάπου έσφαλα κι εγώ. Κι εκείνη, όμως, μαθηματικός που δε διορίστηκε ποτέ στη δημόσια εκπαίδευση, που δεν ήθελε να εργαστεί πουθενά, που ήθελε να είναι στο σπίτι, που αρνήθηκε κι έδιωξε όλες τις οικιακές βοηθούς που κατά καιρούς της προσέφερα. Που ήθελε πάντοτε να τα κάνει όλα μόνη της στο σπίτι. Που μου έχει σιδερώσει με τα χέρια της περίπου έξι χιλιάδες πουκάμισα τούτη την εικοσαετία. Επί πέντε λεπτά κατά μέσο όρο το καθένα μας κάνει τριάντα χιλιάδες λεπτά. Δια εξήντα λεπτά ανά ώρα μας κάνει πεντακόσιες ώρες. Δια είκοσι τέσσερις ώρες μας κάνει 20,83 μερόνυχτα. Δηλαδή, η μίζερη, σε είκοσι χρόνια γάμου έχει περάσει είκοσι ένα εικοσιτετράωρα σιδερώνοντας τα πουκάμισά μου. Κατ’ επιλογή της. Δεν της φταίει κανείς. 
Περίπου όσο χρόνο απολαύσαμε ερωτοτροπώντας.
Άλλο τόσο σιδέρωνε πουκάμισα.
Νεώτεροι, όταν δεν είχε πεθάνει κανείς μας και ο γάμος μας μεσουρανούσε, είχαμε συνδυάσει πάνω στην φλόγα του πάθους μας τις δυο δραστηριότητες. Ακόμη και τότε, τα κατάφερνε και δεν μου έκαιγε καν τα πουκάμισα.  Τελειώναμε, και εκτός από την ευφορία του έρωτα, προέκυπτε και ένα καλοσιδερωμένο, κολλαριστό, λευκό πουκάμισο.

Από τον έρωτα μας δεν προέκυψε παιδί. Αρχικά δεν ήθελε εκείνη, για να δει τι θα κάνει με την καριέρα της. Στη συνέχεια δεν ήθελα εγώ, διότι πνιγόμουν στη δουλειά. Στο τέλος δεν ήθελε κανείς. Αν είχαμε κάνει παιδί, δεν θα το ήθελε ούτε κι εκείνο.

Δεκατέσσερις σαρδέλες ανοιγμένες, σαν φιλέτα. Τις τοποθετεί με απόλυτη συμμετρία στο ταψί – με το δέρμα κάτω. Τις πασπαλίζει με χονδρό αλάτι. Πολύ αλάτι. Παίρνω χάπι για να ρυθμίσω την αρτηριακή μου πίεση από τα σαράντα δύο. Έκοψα το τσιγάρο τότε. Το αλάτι εκείνη δεν το έκοψε ποτέ. Δεν το μείωσε καν. Σταμάτησα να της το ζητώ στα σαράντα πέντε. Κάποιες στιγμές ευχόμουν να πάθω έμφραγμα για να την εκδικηθώ. Μάλλον τη γλιτώνω, ο καρδιολόγος μου λέει ότι είμαι περδίκι. Ίσως μόνον από έρωτα να σταματούν οι καρδιές. Στην περίπτωσή μας, δεν κινδυνεύει κανείς απ’ τους δυο.

Με την πλάτη γυρισμένη σε μένα ρίχνει ρίγανη στις σαρδέλες, φρεσκοτριμμένη – η κουζίνα μυρίζει για λίγο σαν πλαγιά βουνού. Μια πρόσκαιρη οικειότητα – σαν να μην είμαστε ξένοι. Μια φορά πριν χρόνια μαζέψαμε μαζί ρίγανη σε μια πλαγιά και ύστερα μέρα μεσημέρι, εκτεθειμένοι σε περαστικούς πλαγιάσαμε πάνω στα δεμάτια της ρίγανης, το θυμάμαι και γελώ.
Αλείφει με πινέλο τις σαρδέλες με ελαιόλαδο, αγνό και παρθένο σαν εκείνη όταν τη γνώρισα.
Με αυτοματοποιημένες κινήσεις βάζει το ταψί στο φούρνο. 

Έχει φτιάξει και σαλάτα. Έχει στρώσει το τραπέζι. Φρέσκο ψωμί. Πολτός ελιάς. Παντζάρια. Κολοκυθάκια βραστά. Είμαστε της υγιεινής διατροφής.

Και μόλις περνούν τα τρία λεπτά, βγάζει τις σαρδέλες με εκείνα τα πάνινα γάντια, αποθέτει το ταψί σ’ ένα προστατευτικό για να μην κάψει τον πάγκο της ιταλικού σχεδιασμού κουζίνας μας. Κοντοστέκεται. Βγάζει τα γάντια. Τα πετά στο πάτωμα. Γυρνά. Είναι δακρυσμένη, όχι δακρυσμένη, έχει κλάψει. Βουβά, προφανώς, δεν το πήρα χαμπάρι καθώς έπινα το κρασί μου.
Μου ρίχνει ένα βλέμμα σαν να είμαι σκουλήκι. Με μισεί. Και μαζί πονάει.

Φεύγει.
Μένω στη θέση μου με το ποτήρι στο χέρι.
Ακούω την πόρτα του διαμερίσματος να κλείνει.
Κλακ. Βαθύ κλακ. Είναι θωρακισμένη, η ακριβότερη της αγοράς.
Κλακ.

……

Έριξε μαύρη πέτρα πίσω της.
Στο δικαστήριο εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Με πληρεξούσιο. Δεν προσήλθε αυτοπροσώπως. 

Βασικά, δεν την έχω ξαναδεί από τότε.
Και νομίζω ότι δεν θα την ξαναδώ.

Εκείνο το μεσημέρι έφαγα μόνος μου τις ψητές σαρδέλες. Οκτώ. Όπως πάντα.
Τις έξι δικές της τις έδωσα στις γάτες της γειτονιάς.
Με κοίταζαν καχύποπτα. Ακόμη και γι’ αυτές ξένος ήμουν.

Μετακόμισα από το διαμέρισμα. Δεν την αναζήτησα ποτέ. Δε ρώτησα το δικηγόρο της που βρίσκεται. Δε διαπραγματεύτηκα τη διατροφή που ζήτησε.

Στην καινούρια μου κουζίνα απέφυγα να βάλω θήκη με μαχαίρια στον πάγκο. Το σπίτι μου είναι ισόγειο.

Γιατί όλο και πιο συχνά με τραβά το κενό. 

Με ρουφάει.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

2023, Ιούλιος, Κέρκυρα.

Έχουμε τη μεγάλη τύχη να διατηρούμε ένα συμπαθητικό σπίτι στην Κέρκυρα, και έναν μεγάλο έρωτα για την ίδια την Κέρκυρα αλλά και για καθετί ωραίο. Όπως η ίδια η Κέρκυρα.  Πέντε καλοκαίρια δεν κατορθώσαμε να πάμε, για λόγους σημαντικούς και ασήμαντους. Φέτος ήταν υπόσχεση. Εγώ λόγω καταγωγής, έχω περάσει στην Κέρκυρα  περισσότερα από τα μισά καλοκαίρια της ζωής μου. Έχω τόσες αναμνήσεις, όσες δεν έχω για κανένα άλλο μέρος ή συμβάν. Θυμάμαι το αυτοκίνητο του παππού και της γιαγιάς που μας πήγαινε στις δημοφιλείς  παραλίες της εποχής, τον Ίψο, το Πέραμα, τον Άη Γιάννη. Μας πήγαινε και στα ξενοδοχεία, όπου ήταν όλοι φιλόξενοι και περιποιητικοί, περισσότερο με μάς που ήμασταν ντόπιοι, παρά με τους ξένους. Θυμάμαι τα θεόρατα κλαμπ σάντουιτς στο Mira Mare, το κοτόπουλο στο καλαθάκι στο K erkyra Golf και την ταβέρνα στο Πυργί όπου με τσίμπησε μια μέλισσα. Από την πόλη θυμάμαι τα αστραφτερά πεζοδρόμια και τους άδειους δρόμους τα απομεσήμερα, τα ψητά καλαμπόκια, τις άμαξες και τα τρίκλυκλα, ακό

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρας. Η Μαίρη ε

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη