Μόλις είχα προαχθεί σε Διευθυντή στην Τράπεζα, όταν μια μέρα
διάβασα στην εφημερίδα, στα Διεθνή (σε μονόστηλο) την είδηση. Ερευνητές μεγάλου
πανεπιστημιακού ιδρύματος, στη χώρα των θαυμάτων, την Αμερική, κατέληξαν ύστερα
από πολύμηνες ψυχοβιολογικές έρευνες ότι τα σπουργίτια φλερτάρουν μεταξύ τους. Οι επιστημονικές ειδήσεις των μέσων μαζικής ενημέρωσης πρέπει να είναι οι
λιγότερο «ειδήσεις» από όλες τις ειδήσεις – θα φτάναμε εύκολα στο συμπέρασμα
αυτό αν δεν ήταν η οπτική των πολιτικών ειδήσεων τόσο λίγο αντικειμενική, ώστε
να καταντούν εκείνες ακόμη λιγότερο «ειδήσεις»
και από τις επιστημονικές. Βέβαια, τα ανήθικα εξώφυλλα με τους πηχυαίους
τίτλους που επαναλαμβάνονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα σε όλο τον κόσμο με
την «είδηση» ότι δήθεν «βρέθηκε το φάρμακο για τον καρκίνο» (και στο εσωτερικό της
εφημερίδας η είδηση λαμβάνει τις πραγματικές της διαστάσεις, ότι δηλαδή υπάρχει
αισιοδοξία ύστερα από δηλώσεις του τάδε γιατρού ή του τάδε εκπροσώπου
φαρμακευτικής εταιρείας ότι μια συγκεκριμένη ουσία που δοκιμάστηκε σε δείγμα
εκατό ανθρώπων ή εκατό ινδικών χοιριδίων μπορεί να οδηγήσει στην καταπολέμηση
μιας συγκεκριμένης μορφής της ασθένειας υπό οκτακόσιες πενήντα προϋποθέσεις) είναι
σίγουρα χειρότερα με την ελπίδα που πωλούν. Θα έπρεπε οι αρχισυντάκτες τους να
φυλακίζονται. Κι ακόμη περισσότερο ανήθικοι είναι οι τύποι στο διαδίκτυο, που
όχι μόνον βρίσκουν το φάρμακο για τον καρκίνο καθημερινώς αλλά στο φέρνουν και
στην πόρτα σου για 14 δολάρια και ενενήντα εννέα σεντς συν έξοδα αποστολής μαζί
με μια πλαστική κούκλα πραγματικών διαστάσεων και άλλα βοηθήματα.
Έχω διαβάσει κατά καιρούς πολύ αστείες έρευνες που ίσως
αλήθεια γίνονται σε τούτα τα πανεπιστήμια και ακόμη πιο αστεία πορίσματα : τα
ούρα της γάτας φωσφορίζουν στο σκοτάδι. Η μέση καρδιά της γαλάζιας φάλαινας
έχει μέγεθος ενός Ι.Χ. αυτοκινήτου. Ένας κάστορας καταστρέφει διακόσια δέντρα
το χρόνο. Έχουμε παγκοσμίως διακόσιους κεραυνούς ανά δευτερόλεπτο. Πολύ μέτρημα
κι ελάχιστη ουσία.
Και τα σπουργίτια, έλεγε η έρευνα , φλερτάρουν. Όχι όλα τα
σπουργίτια. Τα θηλυκά μόνον. Και όχι με πραγματικά ρομαντικές προθέσεις, όχι
λόγω έρωτος, όχι δυνάμει του προαιώνιου νόμου της φυσικής έλξης και
αναπαραγωγής ούτε επειδή διάβασαν μικρά Σαίξπηρ. Φλερτάρουν τα θηλυκά
σπουργίτια για λόγους τόνωσης της αυτοπεποίθησής τους. Πρόκειται για ψευδές
φλερτ. Προσεγγίζουν τα αρσενικά, τους κάνουν τα γλυκά μάτια, πεταρίζουν ναζιάρικα
τα φτερά τους – τα φαντάζομαι σε καρτούν να έχουν και μεγάλες βλεφαρίδες και να
ανοιγοκλείνουν τα βλέφαρα χαριεντιζόμενα τούτα τα θηλυκά σπουργίτια – δείχνουν διαθέσιμα
στα αρσενικά, ξυπνούν μέσα τους το πάθος και τον πόθο της ερωτικής πρόσκλησης.
Και ύστερα τους γυρνούν την πλάτη (την ουρίτσα τους), όταν
πλέον τα ευεπίφορα στις προκλήσεις αρσενικά έχουν ανταποκριθεί σφόδρα,
νιώθοντας ότι κέρδισαν το λαχείο. Μένουν
μπουκάλα. Τα θηλυκά, την ίδια στιγμή, αντλούν ευχαρίστηση, βαθιά ικανοποίηση,
διότι είδαν ότι η μπογιά τους περνάει. Η ζωή είναι ένα παιχνίδι. Ακόμη και για
τα σπουργίτια.
Γέλασα με την είδηση, η οποία συντεταγμένη από κάποιον δημοσιογράφο
– εργάτη μεγάλου ειδησεογραφικού πρακτορείου - πιθανώς ευρισκόμενο σε κατάσταση
ερωτικής απογοήτευσης παραλλήλιζε ανοιχτά τα θηλυκά σπουργίτια με τα θηλυκά του
είδους μας και έβγαζε χολή και πίκρα ο φτωχός για τις γυναίκες.
Θυμήθηκα το καρτούν του Αρκά με το βασανισμένο σπουργιτάκι
που τυραννά στο μπαμπά σπουργίτη γιατί η μαμά τους εγκατέλειψε. Θυμήθηκα έναν
ιερέα να μου λέει, μικρός, πως τα σπουργίτια είναι τα πιο σιχαμερά πλάσματα της
φύσεως λόγω της λαγνείας που τα χαρακτηρίζει, καθότι ζευγαρώνουν ολημερίς κι
οληνυχτίς. Θυμήθηκα τον Τζέφρι Ευγενίδης, που στην ανθολογία του των εικοσι
πέντε ερωτικών αφηγημάτων συμπεριέλαβε τον Κάτουλλο, εκείνον τον ρωμαίο ποιητή
που αγάπησε την Κλωδία αλλά εκείνη δεν τον ήθελε και έγραψε για τον σπουργίτη της
αγάπης του που πέταξε μακριά.
Και θυμήθηκα και τον παιδικό μου φίλο το Δημήτρη.
Είμαστε αχώριστοι από το νηπιαγωγείο μέχρι και το τέλος του
Λυκείου. Πολύ καλό παιδί. Ζωηρός, με παρέσυρε κι εμένα συχνά σε διάφορες
παιδικές κι εφηβικές στη συνέχεια ατασθαλίες. Μαζί χτυπούσαμε κουδούνια από
θυροτηλέφωνα τ’ αξημέρωτα, σηκώνοντας στο πόδι ολόκληρες γειτονιές. Μαζί
σπάσαμε λάμπες δημοτικού φωτισμού και φανάρια ρύθμισης της κυκλοφορίας. Μαζί παριστάναμε
ένα καλοκαίρι, στα δεκατέσσερα, φορώντας λευκό παντελόνι και πουκάμισο και
καπέλο τους τελωνειακούς και υποβάλαμε σε έλεγχο διαβατηρίων ένα τσούρμο από
τουρίστες μέχρι να καταλάβει κάποιος ότι στην Ελλάδα οι τελωνειακοί δεν φορούν
άσπρα, δεν είναι τόσο νέοι και δεν γελούν τόσο ακατάπαυστα και να μας κυνηγήσει
το τζιπ των λιμενικών φρουρών μέχρι το Φρούριο όπου και μας έχασαν αλλά ο ένας ήξερε
τον πατέρα του και αναγκαστήκαμε στο τέλος να ζητήσουμε συγγνώμη για να
αποφύγουμε το Δικαστήριο Ανηλίκων για αντιποίηση Αρχής και βγαίνοντας από το
λιμεναρχείο να ξεραθούμε στα γέλια από την προσαρμογή μας στις ανάγκες του
σωφρονισμού.
Μαζί κυνηγήσαμε τα πρώτα μας κορίτσια, φιλήσαμε το πρώτο από
αυτά το καλοκαίρι της πέμπτης δημοτικού προς έκτη, το ίδιο φιλήσαμε, όχι συγχρόνως,
με διαφορά δέκα δευτερολέπτων, αφού την πείσαμε ότι δεν είναι κακό πράγμα,
αρχικά να την φιλήσει ο ένας και ύστερα να τη φιλήσει και ο άλλος. Λογικά δεν
θα μας έχει ξεχάσει από τότε.
Εγώ σοβαρεύτηκα μεγαλώνοντας, λιγάκι (λιγάκι σοβαρεύτηκα,
μεγάλωσα αρκετά), έγινα και διευθυντής στην Τράπεζα στα σαράντα δύο μου, έχω
οικογένεια, ζω ήσυχη ζωή. Ο Δημήτρης έμπλεξε λίγο, στα χρόνια της Αθήνας, λίγο
το άστατο οικογενειακό περιβάλλον, λίγο ο χαρακτήρας του, λίγο οι συγκυρίες και
οι ατυχίες, κάπου κόλλησε με την ηρωίνη και ύστερα έμπλεξε πολύ. Τον χάσαμε στα
εικοσι πέντε του. Τον πυροβόλησαν στο κέντρο της πρωτεύουσας. Στο κεφάλι και
στην καρδιά. Από τρεις φορές.
Ο Δημήτρης είχε το σύνδρομο των σπουργιτιών. Μόλις γνώριζε
ένα κορίτσι εστίαζε το βλέμμα του στα μάτια της, έπαιρνε στάση επιθετική με το
σώμα του, το πλησίαζε πολύ σωματικά, έβλεπες το κορίτσι να βρίσκεται αυτομάτως
σε άμυνα, της χαμογελούσε, της έκανε απανωτές ερωτήσεις, σχολίαζε έξυπνα τις απαντήσεις,
τη στρίμωχνε μεταφορικά μα και κυριολεκτικά, την έκανε να αισθάνεται το κέντρο
του κόσμου σε μια επίθεση τόσο σφοδρή, ξαφνική και ορμητική που ήταν αδύνατο να
του αντισταθεί. Ήταν και γεροδεμένος, είχε και γαλάζια μάτια και ωραίο
χαμόγελο, υπέροχα δόντια που στο τέλος είχαν πέσει από τη χρήση αλλά εκείνα τα
χρόνια ήταν λαμπερά σαν χαμόγελο διαφήμισης οδοντόκρεμας.
Το τελευταίο καλοκαίρι που τον είδα, στα δεκαοκτώ μας, είχε
εξελίξει τη στρατηγική της επίθεσης, δεν άφηνε γυναικείο πλάσμα να μην το
φλερτάρει και η αλήθεια είναι ότι είχε τεράστια επιτυχία. Μια φορά, στη
θάλασσα, έπεισε ένα κορίτσι να τον παντρευτεί μέσα σε είκοσι λεπτά.
Λόγω του πάθους του, βεβαίως, μετά το κατακλυσμιαίο ενδιαφέρον
ερχόταν η πλήρης και σκληρή αδιαφορία. Έκανε αμέτρητα κορίτσια χαρούμενα – αλλά
για λίγο. Μετά ερχόντουσαν τα δάκρυα, τα κλάματα, η απογοήτευση, το αίσθημα της
εξαπάτησης. Δεν θέλω να τον αδικήσω ούτε να τον δικαιώσω. Νομίζω ότι την ώρα
που προσέγγιζε ένα κορίτσι το ήθελε πραγματικά, αισθανόταν μιαν αδήριτη ανάγκη,
μιαν ακαταμάχητη έλξη και την εξέφραζε με κάθε τρόπο. Απλώς, πολύ σύντομα του
περνούσε. Μόλις αισθανόταν ότι κατακτούσε το κορίτσι, η μαγεία χανόταν και του
ήταν παντελώς αδιάφορη.
Είχε το σύνδρομο των σπουργιτιών.
Το καλοκαίρι εκείνο όμως, το παράκανε.
Κοντά του είχα διδαχθεί τη μεθοδολογία, αμέτρητες φορές μαζί
με το βασιλικό ποτίστηκε και η γλάστρα – παρότι τις πρώτες φορές που τον
αντέγραψα απέτυχα οικτρά : μια φορά
έφαγα χαστούκι στην αυλή του σχολείου από τη Τζένη, την άλλη ένα κορίτσι άρχισε
να φωνάζει «βοήθεια ! αστυνομία» και μια αθεόφοβη από τη γειτονιά μας πήγε και
βρήκε τη μάνα μου και της είπε να με προσέχει, ότι έχω κάποιο πρόβλημα. Αν είναι δυνατόν.
Το καλοκαίρι των δεκαοκτώ χρόνων μας, φλέρταρε το κορίτσι
μου. Το ήξερε ότι ήμουν τρελά ερωτευμένος, ότι την είχα ρίξει, ότι βγαίναμε,
ότι είχα την αγωνία μου, ότι καιγόμουν ολημερίς να τη βλέπω και ένα βράδυ,
απλά, πολύ απλά, του γυάλισε, τη φλέρταρε και, ξέρετε, τα δεκαοκτώ είναι πολύ
σκληρή ηλικία, εκείνη δεν κατάφερε να αντισταθεί, τη φίλησε και μετά
εξαφανίστηκαν. Μου το είπε ο ίδιος την επόμενη, μου ζήτησε συγγνώμη, ήταν
πραγματικά μετανιωμένος. Του έσπασα τη μύτη με τη γροθιά μου, του έβρισα τη
μάνα του και δεν τον ξαναείδα παρά μόνον στην κηδεία του.
Ο φίλος μου είχε το σύνδρομο των σπουργιτιών.
Συμβαίνουν αυτά.
Το λέει η επιστήμη.