Πατάω στις μύτες των ποδιών. Σάββατο πρωί. Ο ύπνος της
πριγκιπίσσης είναι ιερός. Κρυφοκοιτάω στην κάμαρα. Έχει αγκαλιασμένο το
μαξιλάρι της και ταξιδεύει.
Τι καράβι το μαξιλάρι, πες το ψέματα! Νομίζω πως αν η μάνα μου
βγάλει από κάποιο πατάρι το μαξιλάρι, που είχα στην ηλικία της κόρης μου, θα
θυμηθώ στιγμή προς στιγμή τις πιο ιδιωτικές στιγμές της ηλικίας εκείνης.
Ποτισμένο από δάκρυα, πλυμένο, απλωμένο και ξανά εκεί, πιστός
θαλαμηπόλος των συναισθημάτων. Πόσα δάκρυα για το παιχνίδι, για το πείσμα, για
τον τσακωμό με την συμμαθήτρια, για την κατάφορη αδικία να μη με αφήσουν να
παίξω με τα γειτονόπουλα. Επίσης, πόσα δάκρυα που η νόνα μου έφυγε πάλι για
ταξίδι. Και μάλιστα στην Τουρκία. Ακούς εκεί, να με αφήσει εμένα μια εβδομάδα
για να πάει στην Τουρκία. Μια μικρή προδοσία. Ευτυχώς είχα το μαξιλάρι μου ν’
αγκαλιάσω γιατί όλοι με είχαν προδώσει, αφού την υποστήριζαν.
Στα χρόνια που ερχόντουσαν, το μαξιλάρι είχε να αντιμετωπίσει
ακόμη πιο δύσκολα ζητήματα. Ας πούμε, τα χείλη του Τάσου. Πάντα είχα αδυναμία
στα ωραία χείλη. Το μαξιλάρι ξέρει τι τράβηξε μέχρι να με φιλήσει ο Τάσος. Αυτό
όμως δεν ήταν τίποτα, μπρος στην απιστία του Τάσου. Τρίτη λυκείου εγώ, 22 ο
Τάσος και τον είδε μια φίλη μου να αγκαλιάζει περιπαθώς μια μαθήτρια, επίσης
τρίτης λυκείου από πενταήμερη εκδρομή σε ντισκοτέκ! Τότε, κυριολεκτικά μούσκεψε
από το σπαραγμό το μαξιλάρι! Όπως τότε με τη νόνα, περίπου. Φυσικά συγχωρέθηκε
– κακώς- ο Τάσος. Ο λυκειάρχης ωστόσο του σχολείου μου, μας στέρησε τη δική μας πενταήμερη γιατί ήταν
η χρονιά των καταλήψεων και έπρεπε να πληρώσουμε ακριβά για την αναρχία μας!
Εκεί, βράχηκε κι άλλο το μαξιλάρι όχι επειδή εγώ σκόπευα να εκδικηθώ τον Τάσο
με το ίδιο νόμισμα στην πενταήμερη, αλλά επειδή ο Τάσος θα ερχόταν με το Fiat του στην πόλη που θα πηγαίναμε
και επιτέλους θα κοιμόμουν για πρώτη φορά όλη τη νύχτα μαζί του. Πράγμα που δεν
συνέβη (προς μεγάλη ανακούφιση των γονιών μου, που το είχαν μυριστεί) χάρη στον
άκαρδο –και εξαιρετικό κατά τον πατέρα
μου- λυκειάρχη.
Το μαξιλάρι μετά ηρέμησε αρκετά γιατί απόλαυσε μαζί μου τα όνειρα
της φοιτητικής ζωής, και μαζί την πραγματικότητα της. Φυσικά, πολύ του έλειπα
του μαξιλαριού τα βράδια, γιατί η φοβερή φοιτητική μου παρέα δε με άφηνε να
επιστρέφω σπίτι τα βράδια από νωρίς. Αναπλήρωνα με πρωινούς ληθάργους τα
ξενύχτια ωστόσο οι λήθαργοι διατάραξαν λίγο τη σχέση με το μαξιλάρι, η οποία
ωστόσο δυνάμωσε αργότερα, που η ζωή, όπως όλων μας άλλωστε, με έριχνε συχνά σε
μοναχικές απελπισίες και απογνώσεις και άρα στη μαλακή παρηγοριά του.
Η σκληρή πραγματικότητα με έκανε στιγμές να αγκαλιάσω κι άλλα
μαξιλάρια, όπως ας πούμε της αγαπημένης μου νόνας, τη μέρα που έφυγε, όχι για
την Τουρκία, αλλά για πάντα, και χρόνια μετά, της αγαπημένης μου νεότατης
εξαδέλφης, που ένα εγκεφαλικό ανεύρυσμα την πήρε ξαφνικά και άγαρμπα. Έτσι για
να νιώσω κάτι από εκείνες, αγκάλιαζα και μύριζα με πόνο τα μαξιλάρια τους.
Οι μεταπτώσεις που αδιάκοπα αντιμετώπιζε το δικό μου μαξιλάρι, το
καθιστούσε κάτι σαν σεισμογράφο της ζωής, αφού από τη μία ξάπλωνα πάνω του σαν
πούπουλο, ερωτευμένη και αποφασισμένη
για το μεγάλο βήμα και την άλλη σαν βαρίδι για χίλιους δυο λόγους που
αδυνατούσα να λύσω και προφανώς ακόμη αδυνατώ.
Το άφησα πίσω την παραμονή του γάμου μου. Ένα καινούργιο μαξιλάρι
με περίμενε, πιο σκληρό, γιατί τώρα είχε να αντιμετωπίσει πιο σοβαρές καταστάσεις.
Το νέο μαξιλάρι είχε σύντομα τη μεγάλη ευτυχία να στηρίζει πότε τα πρησμένα πόδια
μου και πότε την πονεμένη μέση μου στις εγκυμοσύνες των δυο παιδιών μου, αλλά
και την τιμή να μου κρατήσει ολονύχτια συντροφιά στους πόνους της πρώτης
γέννας, όπου μαζί ξεκοκαλίσαμε το «Ποτέ μην πας μόνος στο Ταχυδρομείο» του
Κούλογλου. Άκου επιλογή βιβλίου εν αναμονή τοκετού! Δεν ξέρω αν ήταν αντικειμενικά
καλό το βιβλίο, πάντως εγώ από τότε συμπαθώ πολύ τον Κούλογλου, που μου κράτησε
συντροφιά τη νύχτα της μεγάλης προσμονής.
Το μαξιλάρι έκτοτε φιλοξένησε θηλασμούς, ωτίτιδες, βρογχίτιδες και
αγωνίες. Φιλοξένησε αγγελουδένια προσωπάκια, που ανακουφίζονταν στη μυρωδιά της
γονεϊκής ασφάλειας. Φιλοξένησε αϋπνίες, αρώματα χαράς, γλύκες αγάπης και
πάντοτε δάκρυα, όλων των αποχρώσεων. Πότε ροζ, πότε μαύρα. Πότε κόκκινα της φωτιάς,
πότε καφεγκρί της απαισιοδοξίας. Φιλοξένησε και το μικρό μου τετράδιο σαν
τραπεζάκι γραφής τις μικρές ώρες των προσωπικών εξομολογήσεων. Το τετράδιο αυτό
υπήρξε από πολύ νωρίς, η προέκταση του μαξιλαριού.
Η εξ επαφής επικοινωνία του μαξιλαριού με τον εγκέφαλο, αλήθεια το
έχει μεταμορφώσει, στα χρόνια της συνείδησης, σε καράβι. Καράβι ωστόσο του
ασυνείδητου, των ονείρων και των πόνων, της πλήρωσης, και της απογοήτευσης.
Πάντοτε όμως της ελευθερίας.
Αχ να ‘χε μια πόρτα το καράβι τούτο, να ‘μπαινα τώρα στ’ αμπάρια
του να ψαχουλέψω χωρίς κανένα ‘μη’. Χωρίς τα βάρη των θλίψεων και των
προβληματισμών. Έτσι, σα λαθρεπιβάτης να ‘μπαινα και να ταξίδευα με μπουνάτσα ή
μποφόρια, αλλά να ταξίδευα ελεύθερα σ’ όλα τα χρόνια που εκείνο φιλοξένησε
χωρίς όρους. Πολλά μυστήρια θα έλυνα σε ένα τέτοιο ταξίδι.
Λίγα θα πετύχαινα βέβαια με καράβι μόνο το τωρινό μου μαξιλάρι.
Τις πιο μεγάλες αλήθειες θα τις ανακάλυπτα ταξιδεύοντας με εκείνο το μαξιλάρι
των παιδικών μου χρόνων, γιατί ποιος περισσότερο μας ορίζει από την παιδική μας
ηλικία;
Για τούτο, ας είναι οι θάλασσες των παιδικών μαξιλαριών γαλήνιες,
γιατί σ’ εκείνες ξεκινά το ταξίδι της ζωής με ούριο ή κόντρα άνεμο.