Όλοι κάνουμε
λάθη στη ζωή κι εγώ πρώτη.
Τα
Χριστούγεννα του 1995 κάνω το λάθος και αγοράζω από το αγαπημένο μου
βιβλιοπωλείο το μυθιστόρημα «ΠΑΝΤΥ ΚΛΑΡΚ ΧΑ ΧΑ ΧΑ» του Ρόντυ Ντόυλ, από τις
εκδόσεις Νεφέλη, έχει πάρει το βραβείο Μπούκερ εκείνη τη χρονιά, λέει στο
οπισθόφυλλο, έχει αυτό τον πρωτότυπα αστείο τίτλο, έχει απ’ έξω μια υπέροχη
φωτογραφία από ένα αγοράκι οκτώ – εννιά χρονών θα ‘ ναι δεν θα ‘ ναι, του
μετράς τα κόκκαλα στα πλευρά, σαν παιδί της Αιθιοπίας που λέγανε τη δεκαετία του
1980. Σαν χαμίνι μοιάζει, κρέμεται από έναν τοίχο και λυγίζει με σκέρτσο το
γόνατό του, χαμογελά και είναι ο βασιλιάς των αστείων και των προαστίων, το
απαύγασμα της αθωότητας, η φαντασίωση της μάνας, που από τη μια φοβάται να έχει
ζωηρό παιδί, μη χτυπήσει, μη σκοτωθεί πουθενά, μην της το φέρουν μισό και από
την άλλη γουστάρει να έχει μάγκα γιο, αντράκι, να μη μασάει, να έχει λίγο το
διάολο μέσα του και να με συμπαθάτε.
Συγκινητικό
το βιβλίο, ο Πάντυ Κλαρκ γλυκύτατος, ευαίσθητος, εσωστρεφής, οξύνους,
παιχνιδιάρης. Μεγαλώνει πράγματι στα ιρλανδέζικα προάστια, ερωτεύεται, κάνει
φίλους, πάει σχολείο, πηδά πάνω από φράχτες, πηδά πάνω μαντρότοιχους, πηδά κι
ένα κορίτσι χωρίς να το καταλάβει καλά καλά (ο ίδιος, όχι το κορίτσι), είναι σε
τρυφερή ηλικία. Σε όλες τις καθημερινές του δραστηριότητες έχει μέσα του μια
σιγουριά, την ασφάλεια του μικροαστικού σπιτιού του, την αγάπη των γονιών του,
μοναχογιός, δεν έχει αδέρφια, του φέρνει δώρα ο Άγιος Βασίλης τα Χριστούγεννα,
σβήνει κεράκια στα γενέθλιά του, παίζει μπάλα, έχει μπλε τετράδια στο σχολείο,
είναι ένα στα πάντα του φυσιολογικό παιδί της Δύσης.
Κι έχει μια
ανατροπή κι απότομο φινάλε το βιβλίο, αν θα το διαβάσετε μην συνεχίζετε εδώ, θα
πω το τέλος, σπόιλερ το λένε στη σύγχρονη ορολογία, σαν αυτό που γίνεται στο
ένατο επεισόδιο της τρίτης χρονιάς του Γκέιμ οφ Θρόουνς, που μου το είπαν
κάποιοι και εκνευρίστηκα και στενοχωρήθηκα και μετά μου είπαν τι γίνεται στο
δεύτερο επεισόδιο της τέταρτης χρονιάς αλλά εκεί μόνον εκνευρίστηκα και δεν
στενοχωρήθηκα καθόλου με το σπόιλερ, ήταν ευχάριστη η εξέλιξη.
Χωρίζουν οι
γονείς του Πάντυ Κλαρκ και είμαστε σε συντηρητικό κόσμο, καθολικό, το διαζύγιο
είναι σπάνιο ή δεν υπάρχει καθόλου, έχουν το χωρισμό από τραπέζης και κοίτης ή
κάτι τέτοιο και ο μικρός γίνεται δακτυλοδεικτούμενος και το άλλοτε ανέμελο
περπάτημά του δε συναντά την αδιαφορία της γειτονιάς αλλά στο πέρασμά του
ακούγονται χάχανα, ψίθυροι, μουρμουρητά, κακεντρέχεια, χαιρεκακία, κυνισμός,
οίκτος, ένα μείγμα συναισθημάτων που δεν θέλεις να νιώθουν οι άλλοι για σένα
και τελικά ο περίεργος τίτλος αποκτά τόσο πικρό νόημα που σε στενοχωρεί, είναι
βάρος στην καρδιά και σου ακούγεται σαν βρισιά για το παιδάκι, σαν του λες
«άντε γαμήσου».
Κρίμα για
τον Πάντυ Κλαρκ.
Και δεν
μάθαμε και ποτέ τί απέγινε στη ζωή του.
Το δικό μου
λάθος είναι ότι διάβασα το βιβλίο στα δεκατέσσερα και μ’ επηρέασε άσχημα, με
φόρτισε, μ’ έκανε να θεωρώ το διαζύγιο ως αιτία θανάτου και μου γέννησε έναν
καινούριο φόβο ή - για να είμαι ειλικρινής - μου τροφοδότησε, μου κανάκεψε, μου
χαϊδολόγησε και εν τέλει μου γιγάντωσε έναν φόβο που υπήρχε εκεί βαθιά, μέσα
μου, ότι θα χωρίσουν οι γονείς μου και μπορεί να μη μέναμε στο Δουβλίνο της
εποχής της διαζυγιοαπαγόρευσης αλλά ένα διαζύγιο είναι ένα διαζύγιο ακόμη και
εάν φτάνει κανείς στο σημείο, ως παιδί και έφηβος να προσδοκά να φτάσουν η μαμά
με το μπαμπά στο διαζύγιο, ένα διαζύγιο είναι πάντα σκατά για τα παιδιά και γι’
αυτό δεν θα’ πρεπε να υπάρχει – όχι το διαζύγιο αλλά – ο γάμος. Μεγάλη μαλακία.
Η μεγαλύτερη στην ιστορία της ανθρωπότητας μετά την ατομική βόμβα.
Και πράγματι, δυο χρόνια αργότερα χώριζαν οι
γονείς μου και ήμουν κι εγώ μοναχοκόρη και ενώ έπρεπε να χωρίσουν, δεν πήγαινε
άλλο η κατάσταση στο σπίτι, εγώ διαλύθηκα και κάθε φορά που περπατούσα στο
δρόμο δεν θα το πιστέψετε αλλά ά κ ο υ γ α να λένε για μένα «ΠΑΝΤΥ ΚΛΑΡΚ ΧΑ ΧΑ
Χ Α» κι ας μη με λένε Πάντυ Κλαρκ και ας μην ήμουν αγόρι, κι ας ήμουν ήδη
δεκαέξι ετών, ολόκληρη γυναίκα, κι ας είχα χωρίσει ήδη κι εγώ έξι – επτά αγόρια
κι ας το είχα κάνει με δυο από αυτούς (ή τρεις, δεν θυμάμαι). Ξεχωριστά
εννοείται – όχι συγχρόνως.
Και είχα
ασταθή ψυχολογία, που λένε, αλλού πήγαινα κι αλλού πατούσα αλλά ήταν το βράδυ
που έφυγε ο πατέρας μου από το σπίτι που είδα το όνειρο. Το όνειρο.
Υποτίθεται
ότι τα όνειρα μένουν στην βραχεία μνήμη και τα ξεχνάμε σύντομα.
Μαλακίες.
Εγώ ακόμη το
θυμάμαι.
Δεν είμαι
ιδιαίτερα συναισθηματική, έτσι μου λένε κατά καιρούς οι άντρες που βγαίνω –
πόσο αδύναμοι κι αυτοί πια, στη σύγχρονη εποχή οι άντρες ψάχνουν για συναίσθημα
και θεωρούν το Κοσμοπόλιταν χυδαίο (η πραγματικότητα είναι ότι απλώς τους κομπλάρει,
χα χα χα).
.....
Τη νύχτα που
επήλθε και τυπικά η διάσταση μεταξύ των γονιών μου, ονειρεύτηκα ότι ταξίδευα με
το φέρι μπόουτ Κέρκυρα – Ηγουμενίτσα. Δεκαοκτώ ναυτικά μίλια είναι η απόσταση
αλλά τούτοι οι αργοί σκυλοπνίχτες κάνουν τη διαδρομή σε εκατόν πέντε λεπτά.
Ακόμη και σήμερα το ίδιο συμβαίνει. Βαρεμάρα.
Είμαι σχεδόν
μόνη στο κατάστρωμα, είναι καλοκαίρι, ο ήλιος με καίει (το νιώθω στον ύπνο μου,
με κείνη την περίεργη αίσθηση της επίπλαστης βεβαιότητας των ονείρων, ότι θα
ξυπνήσω το πρωί και θα είμαι ηλιοκαμένη).
Ο τύπος
κάθεται αρκετά κοντά μου. Φαίνεται σούπερ φλώρος, γυαλιά μυωπίας (οκτώ βαθμοί
τουλάχιστον), χοντρούλης, ιδρωμένος, σπυράκια στο μέτωπο, μπλούζα με λογότυπο
των Νιρβάνα, σακουλιασμένο τζην, παπούτσια Σταν Σμιθ και σακίδιο πλάτης Πόλο.
Στο όνειρό
μου κάπου πρέπει να ξεσπάσω, έχω πολλά νεύρα και τούτο το εύσωμο αγόρι
προσφέρεται. Ιδίως όταν του χαμογελώ και σχεδόν του τρέχουν τα σάλια. Γυρνά
πίσω του για να βεβαιωθεί ότι δεν χαμογελώ σε κάποιον άλλον κερδίζοντας εκείνη
τη στιγμή το Όσκαρ Ανασφάλειας. Σηκώνομαι και κάθομαι κοντά του. Σαν
φυσιολογική ταξιδιώτισσα αν και μέσα μου κάτι σκοτεινό κοχλάζει και θέλει λίγο,
πολύ λίγο για να ξεχειλίσει και να πνίξει τους πάντες γύρω μου. Νιώθω οργή σαν
εκείνους που ζώνονται με δυναμίτη και εκρήγνυνται σε δημόσιους χώρους
παίρνοντας πολλούς μαζί τους στο απονενοημένο διάβημα.
Τα χέρια του
τρέμουν λιγάκι και η φωνή του το ίδιο – παίζω μαζί του σαν τη γάτα με το
ποντίκι. Το διδακτορικό του στο
Συνταγματικό δίκαιο κάνει ο φλούφλης, στην Αθήνα, ασχολείται με την περίοδο της
Βαϊμάρης, μου λέει κάτι νομικίστικα ακαταλαβίστικα, κάτι για τον Χανς Κέλσεν,
κάτι για τον Καρλ Σμιτ, δεν ξέρω κανέναν από τους δύο, δεν ξέρω κι αν τους ξέρει
κανένας άλλος εκτός από τον ίδιο.
Και
παριστάνω τη γοητευμένη να ακούω για νομικό θετικισμό, για καταστάσεις έκτακτης
ανάγκης και άλλα τέτοια συγκλονιστικά και ξαφνικά στο όνειρό μου τον αρπάζω και
τον φιλώ στο στόμα και περιέργως δε μου μένει στα χέρια.
Είμαι
όμορφη, με καμπύλες και ωραίο πρόσωπο και τούτος εδώ είναι γύρω στα τριάντα
πέντε. Έχει φάει ήδη δυο τοστ στο φέρι μποουτ κι έχει πιει κόκα κόλα και δεν
θυμάται ότι έχει γλώσσα, είναι το συμπέρασμα από το φιλί του.
Κι εκεί το
όνειρο επιταχύνεται, το φέρι μπόουτ φτάνει μια ώρα αρχύτερα στην Ηγουμενίτσα
και μπαίνουμε στο μικρό αυτοκινητάκι του και μετά από δυο ώρες ήμαστε στο σπίτι
του κάπου έξω από τα Γιάννενα και οι γονείς του λείπουν, διότι μένει με τους γονείς
του ακόμη ο άχρηστος και είναι μια μονοκατοικία πολύ ωραία, εκείνοι τον θρέφουν
ακόμη προφανώς και ταξιδεύει δυο φορές το μήνα στην Αθήνα, στη Νομική Σχολή και
τον τραβάω από το χέρι στο κρεβάτι και εκείνος γδύνεται, δεν σας περιγράφω το
θέαμα και του ζητώ να κλείσει τα μάτια και δεν πρέπει να πιστεύει στην τύχη του
και βγάζω το κουζινομάχαιρο που έχω στο σακίδιο μου και δίχως να το έχω ξανακάνει
ποτέ, δίχως τη σχετική τεχνογνωσία, τον αγκαλιάζω γύρω από το κεφάλι του και
του κόβω το λαιμό.
Και στο
όνειρο η γραμμή στο λαιμό του είναι τεθλασμένη, όχι ευθεία, σαν σε σκοτεινό
κόμικ και ξαφνικά το αίμα είναι πολύ, ακατάσχετο αλλά σηκώνομαι απότομα και δεν
γεμίζομαι και βάζω το μαχαίρι στο σακίδιο και έχω κι ένα πανί στο όνειρο και
καθαρίζω ό,τι ακούμπησα αν και σιγά μην έχουν τα αποτυπώματά μου, δεν είμαι και
σεσημασμένη διότι είμαι δεκαέξι χρονών. Παίρνω το πορτοφόλι του εύσωμου
υποψηφίου διδάκτορος και ανοίγω δυο τρία συρτάρια για ξεκάρφωμα (με το πανί για
φίλτρο) – έτσι έχω δει να κάνουν στις ταινίες.
Και δε με
βλέπει κανείς στην ερημιά που φεύγω με τα πόδια, περπατώ τρία χιλιόμετρα μόνη
και ήσυχη και κανείς δεν με προσέχει διότι κανείς δεν συνδέει ένα έγκλημα με ένα
ωραίο κορίτσι με καμπύλες και ακόμη και αν με είδε κάποιος δεν θα με θυμάται.
…
Και ξυπνώ συγκλονισμένη.
Και με έναν
μαγικό τρόπο ανακουφισμένη.
Ένα κομμάτι της
οργής μου έχει καταλαγιάσει.
Τα όνειρα
καμιά φορά κάνουν σπουδαία δουλειά.
…
[Απόσπασμα από αθηναϊκή εφημερίδα της 16ης
Ιουλίου 1998 :
…. Κανένα ίχνος μέχρι στιγμής από
τους δράστες της προχθεσινής στυγερής δολοφονίας στα Γιάννενα. Οι αστυνομικές
αρχές διερευνούν όλα τα ενδεχόμενα, με πιθανότερο σενάριο να αιφνιδίασαν οι
δράστες το θύμα στην κρεβατοκάμαρα του, όπου αναπαυόταν, για να το ληστέψουν.
Το σώμα του άτυχου νέου βρέθηκε από τους γονείς του που επέστρεφαν από σύντομες
διακοπές. Εικάζεται ότι οι δράστες προέρχονται από τους εργάτες της αγροτικής οικογενειακής
επιχείρησης, πιθανώς λαθρομετανάστες και ανακρίνονται εξονυχιστικά όλοι όσοι
κατά καιρούς εργάστηκαν στα αγροκτήματα. Το άτυχο θύμα ήταν αριστούχος της Νομικής
και μέλλων ακαδημαϊκός με σημαντικές σπουδές μεταξύ άλλων και στο φημισμένο
Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ. Σοκαρισμένη η τοπική κοινωνία παρακολουθεί με εύλογο
ενδιαφέρον τις εξελίξεις…].
…
Από τότε,
έχω δει πολλά τέτοια όνειρα.
Είμαι πολύ
καλύτερα, πρέπει να σας πω.
Έχω
ηρεμήσει.
Τα όνειρα
κάνουν σπουδαία δουλειά, μερικές φορές.