Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Replica [Αλίκη Κατσαρού]






Μας έδειχνε το αρχαίο αντικείμενο με υπερηφάνεια. Μας εξηγούσε πως πρόκειται για αναθηματικό αμφορέα, που βρέθηκε στον τάφο ισχυρού άνδρα της αρχαίας Αθήνας και ότι χρονολογείται στον 6ο π.Χ. αι. Κρατώντας τον με ευλάβεια, μας ρώτησε πώς αισθανόμαστε.
Απαντήσαμε με λέξεις όπως δέος, συγκίνηση, κάναμε αναγωγές στον αρχαίο τάφο, στον μεγάλο άνδρα, στο αττικό έδαφος. Μια αρχαιολόγος σχεδόν δάκρυσε, αλλά πριν προλάβει να ρωτήσει πώς βρέθηκε στα χέρια του Βρετανού καθηγητή μας, εκείνος αναφώνησε δραματικά:

«Its a replica
(είναι απομίμηση!)

Και συνέχισε το σοκ, ρωτώντας μας ιντριγκαδόρικα πώς αισθανόμαστε εκ νέου, αφού διευκρίνισε πως πιστότερη απομίμηση, η οποία σχεδόν ξεπερνά το αληθινό, καμωμένη από ειδικούς επιστήμονες, δεν υπάρχει.

Σιωπή.

«Σας ξαναρωτώ! Πώς νιώθετε;» φώναξε τότε επιθετικά.

Πραγματευτήκαμε το ζήτημα της αποκατάστασης, της απόδοσης  μνημείων και εκθεμάτων στην αρχική τους μορφή στο κοινό, και εξαντληθήκαμε προσεγγίζοντας το αυθεντικό και το σύγχρονο.

Δεκαπέντε χρόνια πέρασαν από εκείνη την ημέρα της θεωρητικής τοποθέτησης του αυθεντικού δίπλα στην τέλεια απομίμηση του. Η συζήτηση τότε χρησιμοποιούσε κριτήρια μέσα απ’ το αξιακό σύστημα της πολιτιστικής κληρονομιάς, σε μια πανεπιστημιακή αίθουσα,  για να επεκταθεί και σε ευρύτερα πεδία.  Εγώ ωστόσο, ανεπίδεκτη παραμένω αφού από τις ρέπλικες στα μουσεία έως τους ρέπλικα ανθρώπους, οτιδήποτε μη αυθεντικό, μου προκαλεί αλλεργία.

Μαθαίνονται τέτοια πράγματα, ότι δηλαδή μπορείς να εκτιμάς την απομίμηση στον ίδιο βαθμό με το πρωτότυπο; Ακόμα κι όταν η απομίμηση επιτελεί τέλεια τη λειτουργία της;



Κι όμως, μοιάζει ο κόσμος πια, τόσο γεμάτος ρέπλικες, που και η ίδια η στάση της ζωής μας, άθελα της, συχνά κάνει οχτάρια.

Γεμίζει η κουζίνα με φρούτα χωρίς σκουλήκια, με κερωμένη φλούδα σαν υλουστρασιόν εξώφυλλο της φύσης. Με λαχανικά σε σακούλα από τον καταψύκτη και ψάρια σε πλακάκια τύπου κροκέτα, και συνηθίζουμε.

Αντικρίζουμε χαμόγελα που φωσφορίζουν σαν να είναι από νέον, μπράτσα και κοιλιακούς σμιλεμένους σαν από πηλό, στήθη ακούνητα και μυτούλες ξεκοπή γαλλικές. Και συνηθίζουμε.

Συναντάμε συμπεριφορές κρύες, τι σε γάμο τι σε κηδεία, παρόμοια η τυπικότητα, οι εκδηλώσεις  ξεχωρίζουν από τα χρώματα των ρούχων, μονάχα. Και συνηθίζουμε.

Ζούμε σχέσεις, φιλίες, παρέες  περασμένες από καλούπια που τραυμάτισαν τις αιχμηρές γωνίες της αυθεντικότητας, φτιάχνοντας κοίλες πλευρές για να βολεύονται όλοι.  Και πάλι συνηθίζουμε.

Κι όταν πρόκειται για το δημόσιο βίο, εκεί κι αν συνηθίσαμε πια την one size στολή που φορούν οι περισσότεροι Έλληνες πολιτικοί, χρόνια τώρα, είτε πρόκειται για παχύσαρκους υπερφίαλους replica σοσιαλιστές είτα για ζεν-πρεμιέ ανιψιούς της παραδοσιακής δεξιάς. One size η στολή, αφού το ψέμα δεν έχει μεγέθη. Ένα είναι, και μέσα σε αυτό ζουν όλοι τους μια χαρά.

Τόση ρέπλικα εξαπλωμένη από την προσωπική αισθητική έως τη συλλογική προσέγγιση του βίου, δε νομίζω πως  γνώρισε ξανά ο κόσμος. Η τηλεόραση, πρωταγωνίστρια στη μετάγγιση αμερικανικών μαγευτικών προτύπων και ευκολοχώνευτων τάσεων, είναι σαφώς υπεύθυνη για πολλά από τα θύματα που πιστά συντάσσονται στο κάλεσμα,  σαν  φωτοκόπιες σε μηχάνημα, απαράλλαχτα πιστές.

Λες και φοβούνται οι άνθρωποι να πουν, εγώ είμαι αυτό. Θέλω αυτό. Δε θέλω εκείνο.

Λες και δε βλέπουν, δεν ακούν, δε διαβάζουν κάτι που να ερεθίζει τη διαφορετικότητα, την αυθεντικότητα, την αλήθεια.

Κ. Καθηγητά,

Μιάμιση δεκαετία μετά,

Σε πληροφορώ πως συνεχίζω να αντιστέκομαι.

Σε οποιαδήποτε απομίμηση.

Ακόμα αντιστέκομαι.

Και ξέρεις κάτι; Έχω κι άλλους μαζί μου, που δε θα αγαπήσουν ποτέ μια ρέπλικα, όσο πιστή κι αν είναι.

Είμαι απόλυτα σίγουρη:   Πάντα θα αντιστέκομαι. Πάντα θα αντιστεκόμαστε, κάποιοι.

Got it?


Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρα...

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται...

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνε...