Μας έδειχνε
το αρχαίο αντικείμενο με υπερηφάνεια. Μας εξηγούσε πως πρόκειται για
αναθηματικό αμφορέα, που βρέθηκε στον τάφο ισχυρού άνδρα της αρχαίας Αθήνας και
ότι χρονολογείται στον 6ο π.Χ. αι. Κρατώντας τον με ευλάβεια, μας
ρώτησε πώς αισθανόμαστε.
Απαντήσαμε
με λέξεις όπως δέος, συγκίνηση, κάναμε αναγωγές στον αρχαίο τάφο, στον μεγάλο
άνδρα, στο αττικό έδαφος. Μια αρχαιολόγος σχεδόν δάκρυσε, αλλά πριν προλάβει να
ρωτήσει πώς βρέθηκε στα χέρια του Βρετανού καθηγητή μας, εκείνος αναφώνησε
δραματικά:
«It’s a replica!»
(είναι
απομίμηση!)
Και συνέχισε
το σοκ, ρωτώντας μας ιντριγκαδόρικα πώς αισθανόμαστε εκ νέου, αφού διευκρίνισε
πως πιστότερη απομίμηση, η οποία σχεδόν ξεπερνά το αληθινό, καμωμένη από
ειδικούς επιστήμονες, δεν υπάρχει.
Σιωπή.
«Σας
ξαναρωτώ! Πώς νιώθετε;» φώναξε τότε επιθετικά.
Πραγματευτήκαμε
το ζήτημα της αποκατάστασης, της απόδοσης μνημείων και εκθεμάτων στην αρχική τους μορφή
στο κοινό, και εξαντληθήκαμε προσεγγίζοντας το αυθεντικό και το σύγχρονο.
Δεκαπέντε
χρόνια πέρασαν από εκείνη την ημέρα της θεωρητικής τοποθέτησης του αυθεντικού
δίπλα στην τέλεια απομίμηση του. Η συζήτηση τότε χρησιμοποιούσε κριτήρια μέσα
απ’ το αξιακό σύστημα της πολιτιστικής κληρονομιάς, σε μια πανεπιστημιακή
αίθουσα, για να επεκταθεί και σε
ευρύτερα πεδία. Εγώ ωστόσο, ανεπίδεκτη
παραμένω αφού από τις ρέπλικες στα μουσεία έως τους ρέπλικα ανθρώπους,
οτιδήποτε μη αυθεντικό, μου προκαλεί αλλεργία.
Μαθαίνονται
τέτοια πράγματα, ότι δηλαδή μπορείς να εκτιμάς την απομίμηση στον ίδιο βαθμό με
το πρωτότυπο; Ακόμα κι όταν η απομίμηση επιτελεί τέλεια τη λειτουργία της;
Κι όμως,
μοιάζει ο κόσμος πια, τόσο γεμάτος ρέπλικες, που και η ίδια η στάση της ζωής μας,
άθελα της, συχνά κάνει οχτάρια.
Γεμίζει η κουζίνα
με φρούτα χωρίς σκουλήκια, με κερωμένη φλούδα σαν υλουστρασιόν εξώφυλλο της
φύσης. Με λαχανικά σε σακούλα από τον καταψύκτη και ψάρια σε πλακάκια τύπου
κροκέτα, και συνηθίζουμε.
Αντικρίζουμε
χαμόγελα που φωσφορίζουν σαν να είναι από νέον, μπράτσα και κοιλιακούς
σμιλεμένους σαν από πηλό, στήθη ακούνητα και μυτούλες ξεκοπή γαλλικές. Και
συνηθίζουμε.
Συναντάμε
συμπεριφορές κρύες, τι σε γάμο τι σε κηδεία, παρόμοια η τυπικότητα, οι
εκδηλώσεις ξεχωρίζουν από τα χρώματα των
ρούχων, μονάχα. Και συνηθίζουμε.
Ζούμε
σχέσεις, φιλίες, παρέες περασμένες από
καλούπια που τραυμάτισαν τις αιχμηρές γωνίες της αυθεντικότητας, φτιάχνοντας
κοίλες πλευρές για να βολεύονται όλοι. Και πάλι συνηθίζουμε.
Κι όταν
πρόκειται για το δημόσιο βίο, εκεί κι αν συνηθίσαμε πια την one size στολή που
φορούν οι περισσότεροι Έλληνες πολιτικοί, χρόνια τώρα, είτε πρόκειται για
παχύσαρκους υπερφίαλους replica σοσιαλιστές
είτα για ζεν-πρεμιέ ανιψιούς της παραδοσιακής δεξιάς. One size η στολή,
αφού το ψέμα δεν έχει μεγέθη. Ένα είναι, και μέσα σε αυτό ζουν όλοι τους μια
χαρά.
Τόση ρέπλικα
εξαπλωμένη από την προσωπική αισθητική έως τη συλλογική προσέγγιση του βίου, δε
νομίζω πως γνώρισε ξανά ο κόσμος. Η
τηλεόραση, πρωταγωνίστρια στη μετάγγιση αμερικανικών μαγευτικών προτύπων και ευκολοχώνευτων
τάσεων, είναι σαφώς υπεύθυνη για πολλά από τα θύματα που πιστά συντάσσονται στο
κάλεσμα, σαν φωτοκόπιες σε μηχάνημα, απαράλλαχτα πιστές.
Λες και
φοβούνται οι άνθρωποι να πουν, εγώ είμαι αυτό. Θέλω αυτό. Δε θέλω εκείνο.
Λες και δε βλέπουν,
δεν ακούν, δε διαβάζουν κάτι που να ερεθίζει τη διαφορετικότητα, την
αυθεντικότητα, την αλήθεια.
Κ. Καθηγητά,
Μιάμιση δεκαετία
μετά,
Σε πληροφορώ
πως συνεχίζω να αντιστέκομαι.
Σε
οποιαδήποτε απομίμηση.
Ακόμα
αντιστέκομαι.
Και ξέρεις
κάτι; Έχω κι άλλους μαζί μου, που δε θα αγαπήσουν ποτέ μια ρέπλικα, όσο πιστή
κι αν είναι.
Είμαι
απόλυτα σίγουρη: Πάντα θα αντιστέκομαι.
Πάντα θα αντιστεκόμαστε, κάποιοι.
Got it?