(Ο Αύγουστος σηκώνει τα μυαλά. Οι παρέες κι η παραλία Άη Γόρδης της Κέρκυρας, το ίδιο. Αδύνατον να γράψω. Ένα παλιό κείμενο, βοηθά τη συνέπεια μου στο Spiral. Είναι απ' τα αγαπημένα μου, έτσι κι αλλιώς...)
Σταδιακά, όλοι, αφήνουμε κάτω τα ποτήρια, ένας – ένας, το κοιτάμε, κοιταζόμαστε, το ξανακοιτάμε. Όλοι. Δεκάδες άνθρωποι. Το πλοίο μοιάζει να έρχεται προς την παραλία, αλλά πλευρίζει και γυρνά δυτικά. Δεν έχω ξαναδεί τόσο μεγάλο βαπόρι στη ζωή μου, ούτε στην τηλεόραση. Γίγαντας. Κι όπως έχει σταθεί παράλληλα με τη στεριά αρχίζει ο γίγαντας να σφυρίζει. Μία, δύο. Τρεις, τέσσερις. Πέντε.
Σιωπή. Απόκοσμη.
Σαν να σίγασε η μουσική, το πλήθος, τα κύματα, ο αέρας, τα παιδιά. Ενός λεπτού σιγή. Παρών μόνον ο γίγαντας, σ’ εκείνο το χρόνο που η τρίχα σηκώθηκε κι έφτασε τον ουρανό. Δέος. Υπόκλιση. Ομαδική.
Και στρίβει απαλά προς βορρά και δύση και, … φεύγει.
«Καλό ταξίδι» ψιθύρισα βουρκωμένα.
Έφυγα μαζί του. Μπήκα μέσα στο γίγαντα. Είδα χέρια αντρικά, σκασμένα με μαύρα νύχια στ’ αμπάρια και στις μηχανές να δουλεύουν αδιάκοπα. Βαριούς ήχους από την αλυσίδα της άγκυρας, φορτία βαριά και πρόσωπα ψημένα απ’ τον ήλιο. Είδα έναν ναύτη να γράφει γράμμα στα παιδιά του. Έναν μαρκώνη να ψάχνει σήμα στον ασύρματο. Είδα το μάγειρα να φτιάχνει περίφημες καραβίσιες μακαρονάδες και πολλές κονσέρβες σ’ ένα αμπάρι, και φοβήθηκα μην πάθει το πλήρωμα σκορβούτο. Είδα δυο Φιλιππινέζους λαθρεπιβάτες, που τους έδωσε ο καπετάνιος μεροκάματο. Και το λοστρόμο είδα ν’ ανάβει τσιγάρο και να βλαστημάει σ’ έναν άχρηστο ναυτόπαιδα. «Μοδίστρα είσαι ρε;» του φώναζε.
Και βγήκα στο πρώτο λιμάνι. Μάλλον ήταν στην Ισπανία ή στην Πορτογαλία. Έβρεχε. Αλλά τα μπαρ ήταν ανοιχτά. Οι πουτάνες απ’ έξω, μερικές μέσα απ’ το τζάμι. Κάτι λιμενοφύλακες νυσταγμένοι γυρνούσαν έξω απ’ το ταχυδρομείο και από ένα νυχτομάγαζο ακούγονταν ελληνικά μπουζούκια. Το κατάστημα απευθυνόταν στο ελληνικό κοινό.
Είδα και δυο τρεις απ’ το πλήρωμα, αρχόντους, που δεν καταδέχτηκαν το λιμάνι κι ανηφόρισαν για την πόλη, μέσα από ημιφωτισμένα καλντερίμια. Κατέληξαν σε καλό ξενοδοχείο και έκλεισαν για όσο θα ‘μενε το καράβι δεμένο.
Ψωμί πικρό, ψωμί γλυκό, κι από τα δυο έδωσε η θάλασσα. Πόσες γενιές έθρεψαν άλλες τόσες μέσα από καράβια ελληνικά. Κάθισα σ’ έναν κάβο και χάζευα τρεις τέσσερις μεθυσμένους, που φώναζαν και έμοιαζε η φωνή με κραυγή χαράς, που τα ποδάρια πατάνε στεριά κι όχι λαμαρίνα.
Πλουτς, πέφτει πάνω μου ένα ποτό, και τρίβω τα μάτια, τρίβω και το νου, βλέπω τα παιδιά μου, τους φίλους μου, είμαι στον Άη Γόρδη και φοράω παρεό. Το βαπόρι έχει φύγει, μοιάζει με κουκίδα στον Ειρηνικό, κι ας είναι στο μικρό Ιόνιο πέλαγος.
Κι εμείς εδώ. Κάποιοι μεγαλωμένοι απ’ το γλυκόπικρο ψωμί της θάλασσας. Που έγινε ποίημα, τραγούδι και στεναγμός.
Αργότερα έμαθα ότι ο γίγαντας σφύριξε γιατί κάποιος από το πλήρωμα ήταν από εκεί και απέτεινε χαιρετισμό στα μέρη του.
Κι έφυγε ο κάποιος μαζί με το γίγαντα.
Για κείνο το γλυκόπικρο ψωμί.
Καλοτάξιδοι όλοι σας.
Ήμασταν στον Άη Γόρδη της Κέρκυρας. Παραλία που κάπως
ξεσηκώνει τα μυαλά. Με ενέργεια θετική και ανακατεύτρα μαζί. Και
καθόμασταν στο παραλιακό μπαρ.
Και πίναμε κοκτέηλ της εποχής. Παρεό, καπέλα, βραχιόλια,
χαμόγελα και τραλαλά. Και μες την ανακατεύτρα τούτη ατμόσφαιρα, από τον βράχο
τέρμα ξεπροβάλλει ο γίγαντας. Πελώριος, μαύρος και λευκός, χιλιάδων τόνων
βαπόρι. Φαίνεται πρώτη η πλώρη και ώσπου να βγει ολόκληρο περνάνε δέκα λεπτά.
Σταδιακά, όλοι, αφήνουμε κάτω τα ποτήρια, ένας – ένας, το κοιτάμε, κοιταζόμαστε, το ξανακοιτάμε. Όλοι. Δεκάδες άνθρωποι. Το πλοίο μοιάζει να έρχεται προς την παραλία, αλλά πλευρίζει και γυρνά δυτικά. Δεν έχω ξαναδεί τόσο μεγάλο βαπόρι στη ζωή μου, ούτε στην τηλεόραση. Γίγαντας. Κι όπως έχει σταθεί παράλληλα με τη στεριά αρχίζει ο γίγαντας να σφυρίζει. Μία, δύο. Τρεις, τέσσερις. Πέντε.
Σιωπή. Απόκοσμη.
Σαν να σίγασε η μουσική, το πλήθος, τα κύματα, ο αέρας, τα παιδιά. Ενός λεπτού σιγή. Παρών μόνον ο γίγαντας, σ’ εκείνο το χρόνο που η τρίχα σηκώθηκε κι έφτασε τον ουρανό. Δέος. Υπόκλιση. Ομαδική.
Και στρίβει απαλά προς βορρά και δύση και, … φεύγει.
«Καλό ταξίδι» ψιθύρισα βουρκωμένα.
Έφυγα μαζί του. Μπήκα μέσα στο γίγαντα. Είδα χέρια αντρικά, σκασμένα με μαύρα νύχια στ’ αμπάρια και στις μηχανές να δουλεύουν αδιάκοπα. Βαριούς ήχους από την αλυσίδα της άγκυρας, φορτία βαριά και πρόσωπα ψημένα απ’ τον ήλιο. Είδα έναν ναύτη να γράφει γράμμα στα παιδιά του. Έναν μαρκώνη να ψάχνει σήμα στον ασύρματο. Είδα το μάγειρα να φτιάχνει περίφημες καραβίσιες μακαρονάδες και πολλές κονσέρβες σ’ ένα αμπάρι, και φοβήθηκα μην πάθει το πλήρωμα σκορβούτο. Είδα δυο Φιλιππινέζους λαθρεπιβάτες, που τους έδωσε ο καπετάνιος μεροκάματο. Και το λοστρόμο είδα ν’ ανάβει τσιγάρο και να βλαστημάει σ’ έναν άχρηστο ναυτόπαιδα. «Μοδίστρα είσαι ρε;» του φώναζε.
Και βγήκα στο πρώτο λιμάνι. Μάλλον ήταν στην Ισπανία ή στην Πορτογαλία. Έβρεχε. Αλλά τα μπαρ ήταν ανοιχτά. Οι πουτάνες απ’ έξω, μερικές μέσα απ’ το τζάμι. Κάτι λιμενοφύλακες νυσταγμένοι γυρνούσαν έξω απ’ το ταχυδρομείο και από ένα νυχτομάγαζο ακούγονταν ελληνικά μπουζούκια. Το κατάστημα απευθυνόταν στο ελληνικό κοινό.
Είδα και δυο τρεις απ’ το πλήρωμα, αρχόντους, που δεν καταδέχτηκαν το λιμάνι κι ανηφόρισαν για την πόλη, μέσα από ημιφωτισμένα καλντερίμια. Κατέληξαν σε καλό ξενοδοχείο και έκλεισαν για όσο θα ‘μενε το καράβι δεμένο.
Ψωμί πικρό, ψωμί γλυκό, κι από τα δυο έδωσε η θάλασσα. Πόσες γενιές έθρεψαν άλλες τόσες μέσα από καράβια ελληνικά. Κάθισα σ’ έναν κάβο και χάζευα τρεις τέσσερις μεθυσμένους, που φώναζαν και έμοιαζε η φωνή με κραυγή χαράς, που τα ποδάρια πατάνε στεριά κι όχι λαμαρίνα.
Πλουτς, πέφτει πάνω μου ένα ποτό, και τρίβω τα μάτια, τρίβω και το νου, βλέπω τα παιδιά μου, τους φίλους μου, είμαι στον Άη Γόρδη και φοράω παρεό. Το βαπόρι έχει φύγει, μοιάζει με κουκίδα στον Ειρηνικό, κι ας είναι στο μικρό Ιόνιο πέλαγος.
Κι εμείς εδώ. Κάποιοι μεγαλωμένοι απ’ το γλυκόπικρο ψωμί της θάλασσας. Που έγινε ποίημα, τραγούδι και στεναγμός.
Αργότερα έμαθα ότι ο γίγαντας σφύριξε γιατί κάποιος από το πλήρωμα ήταν από εκεί και απέτεινε χαιρετισμό στα μέρη του.
Κι έφυγε ο κάποιος μαζί με το γίγαντα.
Για κείνο το γλυκόπικρο ψωμί.
Καλοτάξιδοι όλοι σας.