Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Καλοτάξιδοι όλοι σας [Αλίκη Κατσαρού]

(Ο Αύγουστος σηκώνει τα μυαλά. Οι παρέες κι η παραλία Άη Γόρδης της Κέρκυρας, το ίδιο. Αδύνατον να γράψω. Ένα παλιό κείμενο, βοηθά τη συνέπεια μου στο Spiral. Είναι απ' τα αγαπημένα μου, έτσι κι αλλιώς...)


Ήμασταν στον Άη Γόρδη της Κέρκυρας. Παραλία που κάπως ξεσηκώνει τα μυαλά. Με ενέργεια θετική και ανακατεύτρα μαζί.  Και καθόμασταν στο παραλιακό μπαρ.

Και πίναμε κοκτέηλ της εποχής. Παρεό, καπέλα, βραχιόλια, χαμόγελα και τραλαλά. Και μες την ανακατεύτρα τούτη ατμόσφαιρα, από τον βράχο τέρμα ξεπροβάλλει ο γίγαντας. Πελώριος, μαύρος και λευκός, χιλιάδων τόνων βαπόρι. Φαίνεται πρώτη η πλώρη και ώσπου να βγει ολόκληρο περνάνε δέκα λεπτά.

Σταδιακά, όλοι, αφήνουμε κάτω τα ποτήρια, ένας – ένας, το κοιτάμε, κοιταζόμαστε, το ξανακοιτάμε. Όλοι. Δεκάδες άνθρωποι. Το πλοίο μοιάζει να έρχεται προς την παραλία, αλλά πλευρίζει και γυρνά δυτικά. Δεν έχω ξαναδεί τόσο μεγάλο βαπόρι στη ζωή μου, ούτε στην τηλεόραση. Γίγαντας. Κι όπως έχει σταθεί παράλληλα με τη στεριά αρχίζει ο γίγαντας να σφυρίζει. Μία, δύο. Τρεις, τέσσερις. Πέντε. 
Σιωπή. Απόκοσμη.

Σαν να σίγασε η μουσική, το πλήθος, τα κύματα, ο αέρας, τα παιδιά. Ενός λεπτού σιγή. Παρών μόνον ο γίγαντας, σ’ εκείνο το χρόνο που η τρίχα σηκώθηκε κι έφτασε τον ουρανό. Δέος. Υπόκλιση. Ομαδική.

Και στρίβει απαλά προς βορρά και δύση και, … φεύγει.

«Καλό ταξίδι» ψιθύρισα βουρκωμένα.

Έφυγα μαζί του. Μπήκα μέσα στο γίγαντα. Είδα χέρια αντρικά, σκασμένα με μαύρα νύχια στ’ αμπάρια και στις μηχανές να δουλεύουν αδιάκοπα. Βαριούς ήχους από την αλυσίδα της άγκυρας, φορτία βαριά και πρόσωπα ψημένα απ’ τον ήλιο. Είδα έναν ναύτη να γράφει γράμμα στα παιδιά του. Έναν μαρκώνη να ψάχνει σήμα στον ασύρματο. Είδα το μάγειρα να φτιάχνει περίφημες καραβίσιες μακαρονάδες και πολλές κονσέρβες σ’ ένα αμπάρι, και φοβήθηκα μην πάθει το πλήρωμα σκορβούτο. Είδα δυο Φιλιππινέζους λαθρεπιβάτες, που τους έδωσε ο καπετάνιος μεροκάματο. Και το λοστρόμο είδα ν’ ανάβει τσιγάρο και να βλαστημάει σ’ έναν άχρηστο ναυτόπαιδα. «Μοδίστρα είσαι ρε;» του φώναζε.

Και βγήκα στο πρώτο λιμάνι. Μάλλον ήταν στην Ισπανία ή στην Πορτογαλία. Έβρεχε. Αλλά τα μπαρ ήταν ανοιχτά. Οι πουτάνες απ’ έξω, μερικές μέσα απ’ το τζάμι. Κάτι λιμενοφύλακες νυσταγμένοι γυρνούσαν έξω απ’ το ταχυδρομείο και από ένα νυχτομάγαζο ακούγονταν ελληνικά μπουζούκια. Το κατάστημα απευθυνόταν στο  ελληνικό κοινό.

Είδα και δυο τρεις απ’ το πλήρωμα, αρχόντους, που δεν καταδέχτηκαν το λιμάνι κι ανηφόρισαν για την πόλη, μέσα από ημιφωτισμένα καλντερίμια. Κατέληξαν σε καλό ξενοδοχείο και έκλεισαν για όσο θα ‘μενε το καράβι δεμένο.

Ψωμί πικρό, ψωμί γλυκό, κι από τα δυο έδωσε η θάλασσα. Πόσες γενιές έθρεψαν άλλες τόσες μέσα από  καράβια ελληνικά. Κάθισα σ’ έναν κάβο και χάζευα τρεις τέσσερις μεθυσμένους, που φώναζαν και έμοιαζε η φωνή με κραυγή χαράς, που τα ποδάρια πατάνε στεριά κι όχι λαμαρίνα.

Πλουτς, πέφτει πάνω μου ένα ποτό, και τρίβω τα μάτια, τρίβω και το νου, βλέπω τα παιδιά μου, τους φίλους μου, είμαι στον Άη Γόρδη και φοράω παρεό. Το βαπόρι έχει φύγει, μοιάζει με κουκίδα στον Ειρηνικό, κι ας είναι στο μικρό Ιόνιο πέλαγος.

Κι εμείς εδώ. Κάποιοι μεγαλωμένοι απ’ το γλυκόπικρο ψωμί της θάλασσας. Που έγινε ποίημα, τραγούδι και στεναγμός.

Αργότερα έμαθα ότι ο γίγαντας σφύριξε γιατί κάποιος από το πλήρωμα ήταν από εκεί και απέτεινε χαιρετισμό στα μέρη του.

Κι έφυγε ο κάποιος μαζί με το γίγαντα.

Για κείνο το γλυκόπικρο ψωμί.

Καλοτάξιδοι όλοι σας.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

2023, Ιούλιος, Κέρκυρα.

Έχουμε τη μεγάλη τύχη να διατηρούμε ένα συμπαθητικό σπίτι στην Κέρκυρα, και έναν μεγάλο έρωτα για την ίδια την Κέρκυρα αλλά και για καθετί ωραίο. Όπως η ίδια η Κέρκυρα.  Πέντε καλοκαίρια δεν κατορθώσαμε να πάμε, για λόγους σημαντικούς και ασήμαντους. Φέτος ήταν υπόσχεση. Εγώ λόγω καταγωγής, έχω περάσει στην Κέρκυρα  περισσότερα από τα μισά καλοκαίρια της ζωής μου. Έχω τόσες αναμνήσεις, όσες δεν έχω για κανένα άλλο μέρος ή συμβάν. Θυμάμαι το αυτοκίνητο του παππού και της γιαγιάς που μας πήγαινε στις δημοφιλείς  παραλίες της εποχής, τον Ίψο, το Πέραμα, τον Άη Γιάννη. Μας πήγαινε και στα ξενοδοχεία, όπου ήταν όλοι φιλόξενοι και περιποιητικοί, περισσότερο με μάς που ήμασταν ντόπιοι, παρά με τους ξένους. Θυμάμαι τα θεόρατα κλαμπ σάντουιτς στο Mira Mare, το κοτόπουλο στο καλαθάκι στο K erkyra Golf και την ταβέρνα στο Πυργί όπου με τσίμπησε μια μέλισσα. Από την πόλη θυμάμαι τα αστραφτερά πεζοδρόμια και τους άδειους δρόμους τα απομεσήμερα, τα ψητά καλαμπόκια, τις άμαξες και τα τρίκλυκλα, ακό

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρας. Η Μαίρη ε

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη