Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η Κυρία Είναι Παντρεμένη [Σπύρος Γκόγκος]



Η Κυρία τυγχάνει να είναι παντρεμένη. Μικρούλα ήταν όταν τον ερωτεύτηκε. Τον ερωτεύτηκε στ’ αλήθεια, άραγε ; Ένιωσε εκείνα τα χτυποκάρδια, εβλήθη από τα βέλη του Έρωτα μοιραία και αμετάκλητα, δίχως γιατρικό – ποιος ξέρει ; Είκοσι χρόνια είναι μαζί του πάντως και δείχνει ότι τον αγαπάει βαθιά.

Μέχρι χθες, έτσι έδειχνε, τουλάχιστον. Όλη η οικογένεια δείχνει αγαπημένη. Κι εκείνος ευτυχισμένος με τη βαθιά ηρεμία που αναδίδεται απ’ τα βλέμματα των ανδρών που διάγουν ήρεμο έγγαμο βίο. Δίχως πολλές ρυτίδες από εκφράσεις έντασης. Από συγκρούσεις και καβγάδες. Είναι και η δουλειά του, καθηγητής οφθαλμιατρικής, με αντικείμενο τις οφθαλμικές φλεγμονές. Πράος, χαμηλών τόνων. Ο ορισμός του καλού οικογενειάρχη. Ποτέ δεν την απάτησε. Θα μου το είχε πει. Βλέπετε, είναι ο καλύτερος μου φίλος.

Η Κυρία κοιμάται στο κρεβάτι μου, γαληνεμένη. Το λευκοσέντονο του ξενοδοχείου καλύπτει ένα μικρό μέρος από το θεσπέσιο σώμα της - τη λεπτή της μέση και τον αριστερό της βραχίονα. Το ουσιώδες υπόλοιπο κείται εκτεθειμένο στα μάτια μου και την απολαμβάνω γονυπετής, καθώς κόλλησα σκύβοντας για να βρω το εσώρουχό μου, που στη βιάση της νύχτας καθώς μου το αφαιρούσε με τα δόντια της εξηφανίσθη και έκτοτε αγνοείται η τύχη του. Γυμνός εγώ, γυμνή εκείνη. Ξυπνός εγώ, στην αγκαλιά του Μορφέα εκείνη. Σοκαρισμένος εγώ, σε όνειρά βαθιά η Κυρία. Ποιος ξέρει πώς θ’ αντιδράσει σαν ξυπνήσει και με δει. Θα απορήσει ; Θα χαμογελάσει γλυκά συγχυσμένη; θα με προσκαλέσει πλάι της σε πρωινό αγκάλιασμα ; Για τούτα αναρωτιέμαι. 

Πίνακας της Lynne Highmore Blaikie
Είμαι στη φάση εκείνη, την έχω ξαναζήσει και είμαι έμπειρος πολύ, πού στο αίμα μου δεν κυλούν ερυθρά αιμοσφαίρια μα κόκκινες καρδούλες. Φλόγα στο μέτωπό μου σαν να έχω πυρετό, κάψιμο χαμηλά στην κοιλιά, σφιγμένοι μύες, αίσθηση ότι ελαφροπατώ παρά τα δυο μέτρα μου και τα εκατό κιλά μου, χέρια διψασμένα για κείνη. Και ο νους μου πλήρης από ποιήματα του Νερούδα και του Πρεβέρ – και πιο πολύ του e.e. cummings, από εκείνα τα ερωτικά που έγραφε, διανθίζοντάς τα ο ίδιος με σκίτσα πονηρά, απεικονίζοντας το αντικείμενο του πόθου του. Αν ήμουν κι ο ίδιος πονηρός ποιητής, θα ζωγράφιζα την Κυρία τούτη τη στιγμή. Να την κρατήσω μετέωρη. Να την καταστήσω αιώνια από εφήμερη. Να την αποθανατίσω. Να διαρκέσει τρόπον τινά για πάντα.

Με φίλησε πρώτη.
Ίσως εγώ μισάνοιξα τα χείλη μου. Ίσως εγώ της έπιασα το χέρι. Της χαμογέλασα πολλές φορές, δεν φταίω εγώ  -  εκείνη έλεγε αστεία. Και να βωμολοχούσε αναιτιολόγητα, πάλι αστείο θα μου φαινόταν. Και για το θάνατο να μιλούσε, θα’ χα λυθεί στα γέλια. Οι κόρες των ματιών μου πρέπει να είχαν τραπεί κι αυτές σε κόκκινες καρδούλες, σαν να ήμουν ρομαντικό βαμπίρ.  Προφανώς τούτα όλα γινόντουσαν αντιληπτά, προφανώς τ’ ανέγνωσε με προσοχή κι επέλεξε να με φιλήσει πρώτη. Με πρόλαβε, ομολογώ, διότι την επόμενη στιγμή θα την άρπαζα με την τρυφερή βιαιότητα του πάθους και τη βίαιη τρυφερότητα του πόθου. Είχα βλέπετε αναγνώσει κι εγώ τα μάτια της. Λίγο πριν φιληθούν οι άνθρωποι στα χείλη, φιλιούνται πρώτα τα μάτια τους. 

Λίγο πιο πέρα στον όροφο, κοιμούνται τα παιδιά της. Δέκα και δώδεκα χρονών. Γλυκύτατα. Φιλαράκια μου. Είμαι σαν θείος τους μετά από τόσα χρόνια. Δεν τα βάπτισαν – ειδάλλως θα είχα γίνει και νονός του ενός. Του αγοριού. Παρ’ όλα αυτά του φέρομαι σαν οιονεί ανάδοχος και θεσμικά είμαι κύριος στις υποχρεώσεις μου απέναντί στον μικρό. Του αγοράζω δώρα τακτικά, τον διαπαιδαγωγώ εν μέρει, τον ωθώ να διαβάζει Ιούλιο Βερν και Ένιντ Μπλάιτον για ν’ αποκτήσει φαντασία, πηγαίνω μαζί του στο γήπεδο για να γίνει Ολυμπιακός και απόψε τη νύχτα κοιμήθηκα με τη μαμά του για να…. Ουφ, φύγε άσχημη σκέψη.

Η Κυρία είναι παντρεμένη με τον καλύτερο μου φίλο, εκείνον που με έσωσε όταν είμαστε δεκατεσσάρων χρονών από βέβαιο πνιγμό, όταν βουτήξαμε μαζί από ένα βράχο μα ήταν ρηχά κι εγώ έριξα κεφαλιά σε μια πέτρα του βυθού γεμίζοντας αίματα τη θάλασσα κι εκείνος με τράβηξε από τα μαλλιά και μ’ έβγαλε στην επιφάνεια και ύστερα στην ακτή και νομίζω ότι μου έδωσε και το φιλί της ζωής και όταν είδε ότι συνέρχομαι φτύνοντας αλμυρό νερό ένιωθε τόση ανακούφιση και είδα το βλέμμα του και νομίζω ότι με φιλούσε με τα μάτια από ανακούφιση κι αληθινή αγάπη. Είπαμε, οι ά ν θ ρ ω π ο ι φιλιούνται με τα μάτια - όχι μόνον οι εραστές. Δεν είμαστε τέτοιοι παρότι με φίλησε στα χείλη φυσώντας οξυγόνο στα πνευμόνια μου. Και στη ρευστότητα του έρωτα, προφανώς δεν ξαναβούτηξα, να ξανασπάσω το κεφάλι μου για να με ξαναφιλήσει. Φίλοι είμαστε μόνον.
Με την Κυρία, εν όσω την κοιτώ νιώθω ότι θα ξαναβουτούσα επανειλημμένως μέχρι να γίνω κομμάτια.

Ο φίλος μου έφυγε χθες βράδυ στις οκτώ από τούτο το θέρετρο των διακοπών. Εκτάκτως. Τον κάλεσαν για μια δύσκολη επέμβαση στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο – βλέπετε, είναι κορυφαίος στο είδος του και οι κορυφαίοι έχουν και τις ατυχίες τους. Διακόπτουν τις διακοπές τους, ενίοτε. 

Τα αγόρια τους κοιμήθηκαν κατά τις έντεκα στη σουίτα της οικογένειας παίζοντας παιχνίδια στα τάμπλετ τους. Πιθανώς να είδαν και κανένα βίντεο. Ίσως και τίποτε πονηρόν. Ο οιονεί αναδεκτός μου είναι σε κείνη την τρυφερή ηλικία που ανακαλύπτει με όλες τις αισθήσεις τον έρωτα. Ιδιαίτερα με την αφή, μόνος του. Θυμάμαι τον εαυτό μου και τον πατέρα του στην ίδια φάση, το καλοκαίρι που τελειώσαμε το δημοτικό σχολείο. Ανακαλύπταμε τον έρωτα μόνοι μας τουλάχιστον πέντε φορές την ημέρα. Δε σταματούσαμε να τον ανακαλύπτουμε. Αδιάκοπα, ομολογώ - καίτοι κορυφαίοι πιθανώς σε τούτη την απρόσμενα συναρπαστική δραστηριότητα.

Και ύστερα εγώ και η Κυρία κατεβήκαμε, μεσάνυχτα για ένα ποτό στο υπαίθριο μπαρ του ξενοδοχείου, στη θάλασσα. Θέλετε το κύμα, θέλετε τα κοκτέιλ μας, θέλετε το χιούμορ, θέλετε που για πρώτη φορά μετά από είκοσι χρόνια βρεθήκαμε οι δυο μας υπό τέτοιες περιστάσεις, για κάποιον απροσδιόριστο λόγο οι συγκυρίες δεν είχαν φέρει το να μείνουμε οι δυο μας ποτέ μόνοι κι έτυχε τώρα, κάτι έγινε. Κάποια ηλεκτρική καταιγίδα βραχυκύκλωσε την ατμόσφαιρα μεταξύ μας και γίναμε κουβάρι. Μέχρι χθες τα μεσάνυχτα ήταν και οι συγκυρίες παντρεμένες, πλέον παντρεμένη είναι μόνον η Κυρία. Οι συγκυρίες αποδεσμεύτηκαν για λίγο.

Με φίλησε στο μπαρ, περασμένα μεσάνυχτα, με τα αστέρια ως οπτικό εφέ, με την πανσέληνο του Αυγούστου να μεσουρανεί, με τη θάλασσα λάδι, με τους Righteous Brothers να ακούγονται από ηχεία κρεμασμένα σε μικρά φοινικόδεντρα. Τα ηλικιωμένα κυρίως ζευγάρια που διαμένουν στο ξενοδοχείο είχαν πάει για ύπνο (τι συγκινητικά τρυφερό μας είχε φανεί που ένα ζευγάρι ογδοντάρηδων είχαν χορέψει αγκαλιασμένοι το Appuntamento της Ornella Vanoni και ο άντρας τη χούφτωσε για δυο δευτερόλεπτα κι εκείνη έκανε την κίνηση δήθεν να του απομακρύνει το χέρι κι εκείνος γέλασε και γέλασε κι εκείνη και φιλήθηκαν τα μάτια τους). Κι εκείνη τη στιγμή ζήλεψα το φίλο μου, που έχει στην αγκαλιά του τούτη τη γυναίκα που είχα τώρα στα εικοσιτέσσερα εκατοστά από εμένα, που σωματικά αν εξέλιπε η κοινωνική ηθική, τούτο το μακάβριο δέον, θα μπορούσα να αγγίξω και να αγκαλιάσω, τί ποιό φυσικό πράγμα, τί γλυκό δέον εν αντιθέσει, αφού ήθελα τόσο να το πράξω  και πόσο αστείο ανέκδοτο αυτό με το σαλιγκάρι και το λιοντάρι και πόσο ενδιαφέρουσα η αφήγησή της για το τελευταίο μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα και πόσο ωραίο το στήθος της μέσα σ’ εκείνη τη γαλάζια μπλούζα δίχως στηθόδεσμο και πραγματικά ακόμη και το φεγγάρι στην πληρότητά του είχε σχήμα καρδούλας και ξαφνικά άρχισαν να φιλιούνται τα μάτια μας και μετά με φίλησε στα χείλη και χαμένος καθώς βρέθηκα σε μια δίνη αναπάντεχου έρωτα βρήκα το θάρρος να υποδυθώ μετά το φιλί της ότι λιποθύμησα πέφτοντας από το σκαμπό μου κι εκείνη έσκυψε τρομαγμένη πάνω μου και την άρπαξα και τη φίλησα εκεί χάμω και ακούμπησαν τα στήθη της στο στέρνο μου και δεν φυσούσε κρύος αέρας (άπνοια είχε) για να δικαιολογείτο εκείνο που ένιωσα να έχει συμβεί στα στήθη της και υποδύθηκα το ζαλισμένο από το ποτό (όχι ότι δεν ήμουν αλλά σίγουρα όχι και τ ό σ ο πολύ) και με συνόδευσε στο μονόκλινο δωμάτιό μου αφού άφησα ένα παχυλό φιλοδώρημα στο μπάρμαν για να εξασφαλίσω τη συμπάθειά του και την διακριτικότητά του σε περίπτωση που είχε παρατηρήσει ότι η Κυρία είναι παντρεμένη και όταν φτάσαμε στο δωμάτιό μου είπα στην Κυρία ότι μπορεί να κοιμηθεί στο κρεβάτι μου κι εγώ στην πολυθρόνα (όπως γίνεται στις ταινίες) αλλά δεν είχε πολυθρόνα το δωμάτιό μου και εκείνη γέλασε και μου έριξε ένα χαστούκι και έκανα ότι λιποθύμησα πάλι κι εκείνη με ρώτησε (ενώ με ξέρει τόσα χρόνια) σαν πολύ εύκολα δεν  λιποθυμώ αλλά όταν την έριξα στο κρεβάτι κόντεψε να λιποθυμήσει εκείνη.

Είμαι εργένης εκ πεποιθήσεως. Δεν θέλω να κάνω οικογένεια προς το παρόν. Αγαπώ τ’ ανίψια μου. Αγαπώ τ’ αγόρια του φίλου μου και της Κυρίας, αγαπώ όλον τον κόσμο, αγαπώ ιδίως τις γυναίκες πάρα πολύ. Δεν είμαι έτοιμος να γίνω πατέρας στα σαράντα μου, υπάρχει καιρός ακόμη, ζω λιγάκι εγωιστικά, έλαχε να είμαι και επαρκώς γοητευτικός, έχω και χρήματα (έχω μια αλυσίδα από καφετέριες και είμαι εκλεγμένος πρόεδρος στο επαγγελματικό σωματείο) έχω σπουδάσει και λογοτεχνία στη Βοστόνη, έχω τις κατακτήσεις μου, μεταξύ των οποίων μία ηθοποιός, μία παρουσιάστρια της τηλεόρασης, ένα μοντέλο αλλά και δύο εκ των συνολικά τριών κυριών που μετέχουν στο Υπουργικό Συμβούλιο (η τρίτη είναι λεσβία και την απέφυγα – αν και πάντα μου ασκούσαν έλξη οι γυναίκες που ασκούν εξουσία). 

Και καθώς κοιτώ την Κυρία, έναν άγγελο επί της γης στο κρεβάτι μου, και συλλογίζομαι ότι είναι παντρεμένη με τον καλύτερο μου φίλο και ενθυμούμαι τι διημείφθη μεταξύ μας τις τελευταίες επτά ώρες και τριάντα οκτώ λεπτά τη βλέπω ν’ αναδεύεται ελαφρώς σαν να σιγοξυπνά και η καρδιά μου σταματά αναμένοντας να δω το βλέμμα της και αγωνιώντας για το εάν θα φιληθούν τα μάτια μας σαν ξυπνήσει.

Εάν θα φιληθούν τα μάτια μας.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

2023, Ιούλιος, Κέρκυρα.

Έχουμε τη μεγάλη τύχη να διατηρούμε ένα συμπαθητικό σπίτι στην Κέρκυρα, και έναν μεγάλο έρωτα για την ίδια την Κέρκυρα αλλά και για καθετί ωραίο. Όπως η ίδια η Κέρκυρα.  Πέντε καλοκαίρια δεν κατορθώσαμε να πάμε, για λόγους σημαντικούς και ασήμαντους. Φέτος ήταν υπόσχεση. Εγώ λόγω καταγωγής, έχω περάσει στην Κέρκυρα  περισσότερα από τα μισά καλοκαίρια της ζωής μου. Έχω τόσες αναμνήσεις, όσες δεν έχω για κανένα άλλο μέρος ή συμβάν. Θυμάμαι το αυτοκίνητο του παππού και της γιαγιάς που μας πήγαινε στις δημοφιλείς  παραλίες της εποχής, τον Ίψο, το Πέραμα, τον Άη Γιάννη. Μας πήγαινε και στα ξενοδοχεία, όπου ήταν όλοι φιλόξενοι και περιποιητικοί, περισσότερο με μάς που ήμασταν ντόπιοι, παρά με τους ξένους. Θυμάμαι τα θεόρατα κλαμπ σάντουιτς στο Mira Mare, το κοτόπουλο στο καλαθάκι στο K erkyra Golf και την ταβέρνα στο Πυργί όπου με τσίμπησε μια μέλισσα. Από την πόλη θυμάμαι τα αστραφτερά πεζοδρόμια και τους άδειους δρόμους τα απομεσήμερα, τα ψητά καλαμπόκια, τις άμαξες και τα τρίκλυκλα, ακό

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρας. Η Μαίρη ε

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη