Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Γεια σου ρε Γιώργο! [Αλίκη Κατσαρού]


Ήταν πεντακάθαρα τα νερά. Λίγος κόσμος, παρά το λαϊκό χαρακτήρα του μέρους. Λέω μέρος, γιατί παραλία δεν είναι ο Ανεμόμυλος –Μύλος για τους μυημένους- προκυμαία είναι, λιμάνι είναι, ανεμόμυλος, φάρος, πάντως όχι παραλία. Η εύκολη πρόσβαση, η ανοιχτή θάλασσα, η απουσία πέτρας, άμμου κλπ, μοιάζει να τον καθιστά προσφιλή. Τελευταία μάλιστα, και από κοινωνικά στρώματα που θα περίμενες περισσότερο να συναντήσεις στις καμπάνες του Αστέρα, παρά στο απλοϊκό, γαριτσιώτικο στέκι της Κέρκυρας.
Πεντακάθαρα λοιπόν τα νερά, πολλά καβουράκια και πολλά ψαράκια εντός τους, προκαλούσαν προχθές το αποκλειστικό ενδιαφέρον της οχτάχρονης κόρης μου, απαλλάσσοντας με προσωρινά από τα δίχως έλεος «Μαμά». Μέχρι που απέφυγα να παίξω και το παιχνίδι που λέγεται «όποιος δε μιλήσει για πέντε λεπτά, νικάει».
Τα ψαράκια είχαν την τύχη να γεύονται bake rolls με σκόρδο(!), προκειμένου να πλησιάσουν και εγώ την τύχη να χαλαρώνω για όσο θα ήθελαν τα ψαράκια και η κόρη μου – ψάρι στο ζώδιο, παρεμπιπτόντως. Ο ήλιος χάιδευε, το μπλε ήταν διάφανο, το Παλιό Φρούριο κάδρο και το καπέλο μου θαυμάσιο μιας και με προστάτευε από το εκτυφλωτικό φως, έτσι που το είχα τοποθετήσει στο πρόσωπο σαν να κοιμάμαι.

Δεν έβλεπα.
Μόνο άκουγα.
-Γεια σου Κατερίνα, είμαι ο Γιώργος, έλεγα, αν τέλειωσες με τις δουλειές του σπιτιού, αν ήθελες, να ρθεις εδώ που είμαι στον Ανεμόμυλο και κάνω μπάνιο.
Όλα μονορούφι. Χωρίς τελείες. Με άγχος. Με βιασύνη. Με αδεξιότητα τα είπε. Ύστερα συνέχισε:
-Εντάξει, όμως έλεγα αν δεν έχεις κανονίσει για το βράδυ κάτι…
Κόβεται τότε το μονορούφι.
Συνεχίζει:
-Καλά, δεν υπάρχει πρόβλημα.
Τέλος.
Αν ήμουν σκηνοθέτης, θα έβαζα ως ηχητική υπόκρουση ένα ντου, ντου, ντου.
Παρέμεινα ακίνητη. Δεν ήξερα ποιος ήταν ο απορριφθείς ανήρ. Η φωνή ήταν νεανική, μα γεμάτη τεστοστερόνη. Φαντάστηκα έναν εικοσιπεντάρη ή τριαντάρη.
Χωρίς να κουνηθώ από την θέση της δήθεν νιρβάνας μου, η Άγκαθα Κρίστι ξύπνησε μέσα μου. Δήθεν αποκοιμισμένη γύρισα απαλά το κεφάλι και με την άκρη του ματιού, κάτω από το καπέλο μου άρχισα να τον παρατηρώ.
Το πολύ δεκαπέντε. Ακμάζων. Εννοώ γεμάτος ακμή, κόκκινη, σε πρόσωπο και σώμα, τεστοστερόνη γαρ. Αδύνατος σαν μπακαλιάρος, που λέμε στην Κέρκυρα, με ένα πράσινο σορτ με ρίγα άσπρη στο πλάι, σαν του Παναθηναϊκού της δεκαετίας του εβδομήντα. Κούρεμα από μπαρμπέρη. Τσάντα μπάνιου, shopping bag πολύχρωμη, που του έδωσε η μάνα του, η οποία μάλλον δε γνωρίζει τη χρήση της.
Μετά από δυο λεπτά περισυλλογής, σηκώνεται, χωρίς φυσικά να ξέρει πως τον παρατηρώ, και απομακρύνεται. Γυρνά μετά από άλλα τρία - τέσσερα λεπτά βρεγμένος.
Ούτε τσιγάρα, ούτε μπίρες διάλεξε, παρά μια ψυχρολουσία για την πέψη της χυλόπιτας.
Μόλις στέγνωσε έφυγε.
Τον λυπήθηκα και τον θαύμασα μαζί.
Ο μόνος λόγος που τον λυπήθηκα ήταν η απόρριψη.
Οι πολλοί λόγοι που τον θαύμασα ήταν ότι είχε πάει μοναχός του για μπάνιο, έστω στη γειτονιά του (πιθανολογώ), ότι δεν είχε i-phone, i-pad, i-τέλος πάντων επικοινωνία, παρά ένα  τηλέφωνο με το οποίο πήρε το ρίσκο της απόρριψης. Γιατί άλλο η χυλόπιτα στο messenger, άλλο στο τηλέφωνο. Επίσης δεν ήταν πανομοιότυπος στο κούρεμα, στο μαγιώ, στο σάκο με τους συνομήλικους του. Ο τύπος είχε το στυλ του. Δεν ήταν ρέπλικα, από τις πολλές. Έτσι, κέρδισε το θαυμασμό μου.
Τον φαντάστηκα να γυρνά σπίτι με ένα ποδήλατο, να του βάζει η μάνα του ένα πιάτο γεμιστά και αφού έχει φάει όλη τη φέτα βουτώντας ψίχα ψωμί στη σάλτσα, να έχει καθήσει να δει το αγαπημένο του σήριαλ. Σίγουρα όχι σε οθόνη φλατ.

Η κόρη μου βαρέθηκε τα ψαράκια γιατί δεν είχε απόχη, έφαγε και τα bake rolls, ασχοληθήκαμε με την επίλυση δεκάδων αποριών, οι οποίες μένουν κατά το ήμισυ μετέωρες, και λίγο-λίγο ξέχασα το θύμα της παρακολούθησης μου.
Χτες η κόρη μου απέκτησε απόχη.
Και ζήτησε Ανεμόμυλο και ψαράκια.
Και πήγαμε.
Και κολυμπούσα αφηρημένη.
Και τον είδα να ανεβαίνει σε ένα βραχάκι.
Τον κοιτούσα τώρα φανερά.
Φορούσε το πράσινο μαγιώ του. Κινούταν με σιγουριά. Βάρεσε μια αδέξια βουτιά με το κεφάλι, κι από πίσω… ακολουθούσε η Κατερίνα.
Κι όπως τους ξανακοίταξα μέσα στη θάλασσα, νομίζω φιλιόντουσαν.
Μα δε φορούσα το καπέλο να του το βγάλω και να του πω με θαυμασμό «Γεια σου ρε Γιώργο!».

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

2023, Ιούλιος, Κέρκυρα.

Έχουμε τη μεγάλη τύχη να διατηρούμε ένα συμπαθητικό σπίτι στην Κέρκυρα, και έναν μεγάλο έρωτα για την ίδια την Κέρκυρα αλλά και για καθετί ωραίο. Όπως η ίδια η Κέρκυρα.  Πέντε καλοκαίρια δεν κατορθώσαμε να πάμε, για λόγους σημαντικούς και ασήμαντους. Φέτος ήταν υπόσχεση. Εγώ λόγω καταγωγής, έχω περάσει στην Κέρκυρα  περισσότερα από τα μισά καλοκαίρια της ζωής μου. Έχω τόσες αναμνήσεις, όσες δεν έχω για κανένα άλλο μέρος ή συμβάν. Θυμάμαι το αυτοκίνητο του παππού και της γιαγιάς που μας πήγαινε στις δημοφιλείς  παραλίες της εποχής, τον Ίψο, το Πέραμα, τον Άη Γιάννη. Μας πήγαινε και στα ξενοδοχεία, όπου ήταν όλοι φιλόξενοι και περιποιητικοί, περισσότερο με μάς που ήμασταν ντόπιοι, παρά με τους ξένους. Θυμάμαι τα θεόρατα κλαμπ σάντουιτς στο Mira Mare, το κοτόπουλο στο καλαθάκι στο K erkyra Golf και την ταβέρνα στο Πυργί όπου με τσίμπησε μια μέλισσα. Από την πόλη θυμάμαι τα αστραφτερά πεζοδρόμια και τους άδειους δρόμους τα απομεσήμερα, τα ψητά καλαμπόκια, τις άμαξες και τα τρίκλυκλα, ακό

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρας. Η Μαίρη ε

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη