Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το ησυχαστήριο [Τατιάνα Σπίγγου]


Ήμουν πάντα πολύ ανεκτική με τους θορύβους. Δε με ενοχλούσαν. Συχνά με ρωτούσαν πώς, ως παιδίατρος, άντεχα το κλάμα των μωρών. Τους απαντούσα ότι δεν το άκουγα. Κι ήταν αλήθεια. Ο ήχος από το κλάμα του μωρού που τσίριζε με απόγνωση μπροστά στη θέα του εμβολίου, έφτανε βέβαια στα αυτιά μου αλλά μπλοκαριζόταν στον εγκέφαλό μου. Αυτό εξακολουθεί να ισχύει όσον αφορά τα μωρά. Δεν με έχει εκνευρίσει ποτέ μωρό, ακόμη κι όταν εκπέμπει στο πιο εκνευριστικό μήκος κύματος, που μπορεί να κατεβάσει το δείκτη του μητρικού φίλτρου της μάνας του στην ένδειξη low.
Οι άλλοι θόρυβοι όμως έχουν αρχίσει και με ενοχλούν. Ο άντρας μου θεωρεί ότι είναι η παραξενιά της ηλικίας. Εγώ πιστεύω ότι έχω μία σπάνια πάθηση κατά την οποία με την πάροδο των χρόνων η ακοή οξύνεται. Λατρεύω την παλιά πόλη, αλλά δεν έχω ζήσει ποτέ εκεί. Ζούσα πάντα στα προάστια και κατά σύμπτωση σε ήσυχες γειτονιές με ήσυχους γείτονες. Δεν ήξερα τι θα πει τσακωμός γειτονικού ζευγαριού, υστερία γειτονικού παιδιού, σύρσιμο επίπλων , περπάτημα με τακούνια, μαρσάρισμα από μηχανάκι και τόσα άλλα που βασανίζουν γειτονιές και γειτονιές.
Έχω μια ισόγεια γκαρσονιέρα σε ένα καντούνι στην παλιά πόλη, ανακαινισμένη και επιπλωμένη, που τη νοικιάζω. Όταν έφυγε ο τελευταίος νοικάρης, είχα μια φαεινή ιδέα. Επειδή είχα μία σημαντική εργασία που έπρεπε να τελειώσω, θα κρατούσα για λίγους μήνες τη γκαρσονιέρα ξενοίκιαστη και θα τη χρησιμοποιούσα ως ησυχαστήριο και τόπο Συγγραφής (!). Έτσι, τις ώρες μου θα έμενα εκεί, θα ζούσα έστω και για λίγο τα όνειρό μου να μένω στην παλιά πόλη. Ξεκίνησα μια ωραία μέρα εφοδιασμένη με βιβλία, σημειώσεις, λάπτοπ, στυλό και μολύβια να δημιουργήσω, μέσα σ' ένα περιβάλλον ιστορικό και ρομαντικό.
Είχα γράψει την πρώτη λέξη της πρώτης παραγράφου, όταν ξεκίνησαν οι καμπάνες. Δεν τα 'χω καλά με τις γιορτές και δεν είχα ιδέα ποιος άγιος γιόρταζε αλλά πρέπει να ήταν πολύ σημαντικός αν κρίνω από την ένταση και τη διάρκεια της κωδωνοκρουσίας. Ξεκίνησε με ένα στεγνό επαναλαμβανόμενο νταν νταν νταν όπου στη συνέχεια προστέθηκαν και άλλες καμπάνες με διάφορα κυκλικά ντιν νταν ντον σε διάφορους ρυθμούς και εντάσεις. Μετά από ένα παρατεταμένο κρεσέντο, οι καμπάνες σταμάτησαν κι εγώ ανάσανα με ανακούφιση.
Χα! Η εκεχειρία δεν κράτησε πάνω από δυο λεπτά. Μετά, η κωδωνοκρουσία ξαναξεκίνησε με μεγαλύτερη ένταση. Τι ένταση δηλαδή, περί μανίας επρόκειτο. Σαν να ήταν ο Κουασιμόδος κάπου εκεί σε ντελίριο. Το μικρό διαμέρισμα παλλόταν. Το ίδιο και ο εγκέφαλός μου. Όταν όλα τέλειωσαν, το κεφάλι μου ήταν σα μια τεράστια καμπάνα με το γλωσσίδι της να χτυπάει δεξιά και αριστερά στο κρανίο μου. Ολόκληρη, ήμουν σαν τον Τομ από τον Τομ και Τζέρι που μόλις έχει φάει ροπαλιά και τρεκλίζει με αστεράκια γύρω από το κεφάλι του.
Είχα δεν είχα ξεκινήσει να γράφω τη δεύτερη παράγραφο όταν κάποιος από πάνω άρχισε να περπατάει. Εντάξει, είναι γνωστό ότι στα παλιά σπίτια οι ήχοι από τους πάνω ορόφους μεταφέρονται εύκολα. Αυτό όμως ήταν ένα αλλόκοτο περπάτημα. Σα να έκανε πρόβα το χιτλερικό βηματισμό της χήνας χωρίς μπάντα. Ή σα να έπαιζε κουτσό στο σαλόνι, πράγμα που ίσως και να έκανε τελικά. Τώρα το κεφάλι μου είχε γίνει γουδί με γουδοχέρι. Αλλά ακόμη το πάλευα. Εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε ο τόρνος.
Το μοναδικό ίσως ξυλουργείο που έχει ξεμείνει στην παλιά πόλη ήταν απέναντι από την πόρτα μου. Ο ξυλουργός δούλευε με την πόρτα ανοιχτή και το ράδιο στο διαπασών. Μα καλά, δεν υποτίθεται ότι έχουν κρίση τα χειρωνακτικά επαγγέλματα; Ποιος ήθελε χειροποίητα έπιπλα και δεν έπαιρνε από το ΙΚΕΑ; (-Εγώ). Ποιος είχε παραγγείλει τόσες πόρτες και ντουλάπες; Γιατί δεν είχε προτιμήσει τα αλουμίνια; (που υπό κανονικές συνθήκες σιχαίνομαι). Γιατί με βασάνιζαν έτσι; Ο τόρνος έμοιαζε να τρυπάει το κρανίο μου στο ‘δόξα πατρί’, να συνεχίζει κατά μήκος της οβελιαίας ραφής και να επικεντρώνεται στον τρίτο αυχενικό μου σπόνδυλο. Κάπου στο βάθος ακουγόταν η μισιρλού στο ράδιο κι ο ίδιος ο ξυλουργός να σιγοντάρει.
Τότε ξεκίνησαν τα μηχανάκια. Μιλιούνια από αυτά. Ξεπετάγονταν από τα γύρω καντούνια σα θορυβώδεις κατσαρίδες. Ήταν λες και όλο το Καμπιέλο είχε βγει τσάρκα εποχούμενο. Όλα είχαν χαλασμένες εξατμίσεις. Και όλα μαρσάριζαν μπροστά από το παράθυρό μου. Σε αυτό, το κυρίως πιάτο θορύβου, προστέθηκε σιγά-σιγά και η γαρνιτούρα.
Συνομιλίες από νοικοκυρές για την παστιτσάδα. Κάποιοι που μόλις είχαν λάβει τον ενφια έβριζαν την κυβέρνηση. Διάφορες στιχομυθίες στα Ελληνικά και Αλβανικά. Κάποιοι Ρώσσοι προσκυνητές έψαχναν το δρόμο για τον Άγιο. Πιτσιρίκια κλαψούριζαν. Περιστέρια γουργούριζαν. Κατά διαστήματα ξεκινούσε πάλι ο τόρνος εναλλάξ με σφυριές και άλλος ένας γύρος κουτσό από τον από πάνω. Μετά άλλη μια φρενήρης κωδωνοκρουσία από τον Κουασιμόδο, που πλέον ήταν εκτός ελέγχου. Κι όμως, ακόμη άντεχα. Προσπαθούσα να εργαστώ. Τότε ήρθε το τελειωτικό χτύπημα.
Με τα νεύρα κρόσσια και την ακοή σε εγρήγορση να πιάνει και τον παραμικρό νέο ήχο, τον άκουσα να έρχεται από μακριά. Τα βήματα ήταν βαριά και αργά. Πρέπει να ήταν γέρος ή χοντρός ή χοντρός γέρος. Όταν έφτασε στο ύψος της εξώθυρας, ακούστηκε ένας μακρόσυρτος βρυχηθμός χχχρρρρρρρρ και με μία αναρρόφηση που την έντασή της θα τη ζήλευε και σκούπα Miele, συγκέντρωσε όλες τις βλεννώδεις εκκρίσεις από τους πνεύμονες στον οπισθοφάρυγγα. Τις κράτησε εκεί για δυο βήματα, και όταν έφτασε στο ύψος του παραθύρου μου, τις απέβαλλε με δύναμη, με ένα παχύ και συγχρόνως κοφτό φτουουου που το ακολούθησε ένα μικρό πλατς.
Αυτό ήταν. Είχαν νικήσει.
Με είχαν κάνει να λυγίσω.
Σήμανα άτακτη οπισθοχώρηση.
Μάζεψα το λάπτοπ, τα βιβλία, τις σημειώσεις, το στυλό και τα μολύβια και έφυγα για τα προάστια.
Τέλος.

ΥΓ Ενοικιάζεται πολυτελής επιπλωμένη ισόγεια γκαρσονιέρα σε ήσυχη περιοχή της Παλιάς Πόλης


[Η Τατιάνα Σπίγγου εκτός από μαμά, σύζυγος, παιδίατρος, είναι και συγγραφέας, αλλά ακόμα δεν το γνωρίζει. Ως φίλη- αναγνώστρια του Spiral, έχει την καλοσύνη να μας δανείζει κείμενα της]

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται...

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνε...

Ο τόπος ως βασικό εργαλείο ανάπτυξης. [Αλίκη Κατσαρού]

Ο τόπος, o κάθε τόπος έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, τα οποία γίνονται βιώματα και γονίδια για τους κατοίκους, και μαζί, προσελκύουν τους επισκέπτες και τους δημιουργούν αναμνήσεις ζωής. Για παράδειγμα, ως τόπος το Παρίσι, το οποίο είναι ο δημοφιλέστερος προορισμός παγκοσμίως, δημιουργεί αναμνήσεις ευρωπαϊκής αστικής εμπειρίας, με καλλιτεχνική, γαστρονομική, αρχιτεκτονική και κοινωνική εμπειρία «ζωής». Οι Μαλδίβες από την άλλη είναι συνυφασμένες με την απόλυτη ξεκούραση και χαλάρωση των αισθήσεων, την αποκοπή από όλα τα στρες του δυτικού πολιτισμού. Ενώ η Αθήνα σημαίνει καλοκαίρι, ξεκούραση, πολιτισμό και πρόσβαση στα νησιά του Αιγαίου. Η Κέρκυρα αλήθεια τι σημαίνει και τι θέλουμε να σημαίνει; Θέλοντας να δώσουμε ταυτότητα στον προορισμό Κέρκυρα, αυθόρμητα, χωρίς μελέτες, στατιστικά κλπ, αρκεί να δούμε πώς εμείς νιώθουμε για τον τόπο μας. Οπωσδήποτε δεν αισθανόμαστε την αυτοπεποίθηση των Παριζιάνων, ούτε όμως διαβιώνουμε ως υπηρέτες των πλουσίων παραθεριστών όπως οι Μαλδιβι...