Οι θρησκεία, οι ορκωμοσίες, το ΕΝΦΙΑ, και πολλά άλλα, χειρότερα
στέκουν στο μυαλό μου και στο πληκτρολόγιο μου χαμογελώντας προκλητικά για ν’
ασχοληθώ μαζί τους εγγράφως. Άρχισα λίγο να σκαλίζω το ένα, λίγο το άλλο,
προκειμένου να βγει ένα κείμενο.
Αμ δε! Είναι Αύγουστος και δε θα τους κάνω το χατίρι.
Θα γράψω για
τον Michelle.
Ποιος
είναι ο Michelle; Ένας
καλοκαιρινός έρωτας εξ Ιταλίας ορμώμενος.
Ο έρωτας έλαβε χώρα σε έναν από τους ωραιότερους τόπους του νησιού
μου. Στο Αγνί της βόρειας Κέρκυρας όπου τα πεύκα, τα κυπαρίσσια, οι δάφνες, τα
θυμάρια και ο άγνος που δίνει το όνομα του στον κολπίσκο, ντύνουν τον τόπο στο κατέβασμα του βουνού προς
τη θάλασσα. Το πλούσιο μεσογειακό πράσινο παντρεύεται με το μπλε με μια
σταλαγματιά γκρίζο βράχο. Οι χρωματισμοί οριακά αγγίζουν την αγριάδα,
καταλήγουν ωστόσο να αποτελούν την επιτομή της κομψότητας δημιουργώντας μια
πανάκριβη μεσογειακή δαντέλα, λάγνα και προκλητική, πιότερο κι από ισπανική.
Τότε που γεννήθηκε εκείνος ο έρωτας, το Αγνί δεν είχε δρόμο παρά
προσεγγιζόταν μονάχα από θαλάσσης ή από τα χωμάτινα μονοπάτια, ένα από το
Κέντρωμα και ένα από το Λουστρί – αδελφό χωριό με το Γιμάρι.
Το γεγονός αυτό με ανάγκαζε να ξυπνώ νωρίς το πρωί, αφού έμενα στο
Γιμάρι, και αμέσως μετά το πρωινό, με εξοπλισμό πετσέτα, μαγιώ και … αυτά, να
παίρνω το δρόμο του μονοπατιού, προκειμένου πριν το μεσημέρι να προϋπαντήσω τον
Michelle στην
παραλία του Αγνιού, ο οποίος προφανώς επίσης αδημονούσε για τούτο. Τον έβρισκα
άλλωστε πάντα εκεί, να με περιμένει. Οι συναντήσεις μας κρατούσαν όλη μέρα. Το
μυαλό μου δούλευε μόνο για κείνον. Το δικό του προφανώς μόνο για μένα.
Δυο γειτόνισσες καρδιές χτυπούσαν δυνατά, η μια για την άλλη.
Ο Michelle ήταν Μιλανέζος, με σκουρόχρωμη επιδερμίδα,
σταχί μαλλιά και σαρκώδες ζουμερό στόμα. Τα δόντια του ήταν πολύ ίσια και πολύ
άσπρα. Είχε μεγάλο, όμορφο χαμόγελο. Ήταν ψηλός κι αδύνατος αλλά μάλλον
νευρώδης.
Εγώ είμαι Ελληνίδα, και τότε έμοιαζα με τις αθλήτριες της ενόργανης
στο σώμα και γι αυτό μάλλον φορούσα μονίμως ολόσωμο, εκείνη την εποχή. Είχα
καστανόξανθο άγριο μαλλί, ήμουν αεικίνητη και με δυο μάτια σαν λαμπάκια μπλε
χωρίς μακιγιάζ, παρά τονισμένα μονάχα από την υπερβολικά μαυρισμένη επιδερμίδα
μου. Οι λέξεις αντηλιακό και τρύπα όζοντος, βλέπετε, ήταν άγνωστες.
Ο Michelle κι εγώ αγαπούσαμε πολύ τις εξερευνήσεις στα
βράχια και στο βυθό. Αγαπούσαμε το κολύμπι, τις βουτιές από τον πόντε και τη
συλλογή κοχυλιών. Αγαπούσαμε τα θαλασσινά, τις τηγανιτές πατάτες και την παρέα
ο ένας τ’ αλλουνού. Εγώ τότε δε μιλούσα ιταλικά. Εκείνος μιλούσε μόνο ιταλικά.
Τα γαλλικά μου κάπως βοήθησαν στο να τον καταλαβαίνω. Αλλά τι χρειαζόταν τα
γαλλικά; Όταν έχεις τη γλώσσα του σώματος, δε χρειάζεσαι καν φωνή.
Οι μέρες κύλησαν σα νεράκι.
Δε θυμάμαι αν ο έρωτας αυτός γνώρισε πέντε ή εφτά μέρες ευτυχίας.
Θυμάμαι πάντως πως ήταν λίγες, γιατί η θλίψη τη μέρα του αποχωρισμού κάθισε σα
κόμπος στο λαιμό μου. Μάλλον και σ’ εκείνου. Έγραψα σε ένα χαρτί τη διεύθυνση
και το τηλέφωνο μου και του το έδωσα. Το ίδιο κι εκείνος.
Το πρωινό μετά την αναχώρηση του, ήταν μίζερο. Το κατέβασμα από το
μονοπάτι ανούσιο. Το Αγνί άδειο. Η μαγειρική της ξαδέλφης μου της Τούλας, που
έχει την κεντρική ταβέρνα της παραλίας, και που σήμερα την ξέρει όλη η Ελλάδα,
κι ακόμα περισσότερο όλη η Μ. Βρετανία, άγευστη. Το σούρουπο μελαγχολικό.
Την επόμενη μέρα το αποφάσισα και γύρισα στην πόλη, στο σπίτι μου,
με το λεωφορείο.
Βλέπετε δεν οδηγούσα, ήμουν μόλις 12 ετών.
Δεν είχα καν αγγίξει το Michelle παρά μόνο όταν πιανόμασταν
χέρι-χέρι για να βουτήξουμε από τον πόντε. Άλλωστε εκείνος ήταν 11! Πού σκέψεις
για φιλί!
Εννοείται πως τον ξέχασα μετά την πάροδο πέντε ή εφτά ημερών,
ωστόσο το επόμενο καλοκαίρι, η Τούλα είχε την καλοσύνη να με ειδοποιήσει ότι οι
γονείς του κι εκείνος είχαν ξαναέρθει στην Κέρκυρα για παραθερισμό και πέρναγαν
όλη την ημέρα στο Αγνί, στην ταβέρνα της.
Τον έσκασα τον πατέρα μου. Τον έψησα, τον ίδρωσα.
-Πότε θα πάμε στο Αγνί; Πότε; Πότε;
Είχαμε κι ένα σκαφάκι, κρις-κραφτ τα λέγανε τότε, και ήθελα να του
φανερωθώ του Michelle σαν τη
Τζάκυ που βγαίνει από τη ‘Χριστίνα’ να τον εντυπωσιάσω.
Μου έκανε τη χάρη ο κακομοίρης ο πατέρας μου κάποια μέρα που δε
δούλευε, παρά την κούραση του καλοκαιριού, και φτάσαμε στ’ Αγνί.
Και τότε…
Τότε, αντίκρισα έναν άχαρο έφηβο, με μια μύτη σα μελιτζάνα γεμάτη
σπυράκια, χείλη χοντροειδή και μια φωνή σαν βραχνιασμένου κόκορα. Πιθανώς κάτι
αντίστοιχο να αντίκρισε κι εκείνος σ’ εμένα, με εξαίρεση τη φωνή.
Λίγο μου μίλησε, ελάχιστα του μίλησα.
Έτσι άγαρμπα, συνειδητοποίησα, για πρώτη φορά, τη ματαιότητα του
έρωτα. Και του Αυγούστου.
Παρά ταύτα, δυόμισι δεκαετίες μετά παραμένω αθεράπευτα εθισμένη
και στον έρωτα και στον Αύγουστο.
Και μάλλον έτσι θέλω να μείνω.
Για πάντα.