Σεπτέμβρης.
Και βρέχει.
Και λείπεις.
Πάνε πολλοί οι Σεπτέμβρηδες που λείπεις. Το κίτρινο φύλλο που μου
έδωσες τον πρώτο Σεπτέμβρη, είναι ακόμη μέσα στο βιβλίο, που διαβάζαμε κι
οι δυο. Θυμάσαι που τ’ αγοράζαμε διπλά τα βιβλία για να τα διαβάζουμε παράλληλα,
να τα λέμε μετά, και να μένουν και στων δυο τα ράφια;
Η λέξη ‘παράλληλα’ θα είναι πάντα μια αρνητική λέξη.
Μοιάζει με αναίρεση του ‘μαζί’.
Μαντεύαμε φαίνεται πως δε θα μέναμε ποτέ μαζί.
Στο σπίτι μου τώρα, τα βιβλία είναι ακόμη και στο πάτωμα, γιατί τα
ράφια έχουν γεμίσει. Καλά, η βιβλιοθήκη βαρυγκωμούσε από καιρό. Μα δε με
νοιάζει πια. Τα παιδιά έχουν φύγει, χρόνια τώρα. Σεπτέμβρηδες έφυγαν, στο πρώτο
ακαδημαϊκό έτος του, ο καθένας. Πάνε πολλοί Σεπτέμβρηδες που λείπουν κι εκείνα.
Ποτέ δε θέλησες να γνωρίσεις τα παιδιά.
Εκείνα ίσως να ήθελαν. Δεν τα ρώτησα ποτέ πάντως.
Παλιά αγαπούσα και τους Σεπτέμβρηδες, και τη μοναξιά. Τώρα δεν
ξέρω αν αγαπώ τίποτα απ’ τα δύο πια.
Τότε αποζητούσα τη μοναξιά. Τώρα μάλλον έχω αγριέψει. Έχω ξεφύγει
από κάθε αστική συνήθεια στην οποία με είχες αφήσει.
Σ’ εκείνο το καφενείο που με συναντούσες νωρίς τα πρωινά κοντά στο
γραφείο μου, και κάναμε πως δε γνωριζόμαστε, ας είχαμε περάσει όλη τη νύχτα
μαζί, έχω χρόνια να πάω. Και στα περισσότερα μέρη που με συναντούσες δήθεν
τυχαία, δεν πηγαίνω πια. Δεν ξέρω καν αν υπάρχουν ακόμη όλα. Μονάχα στο
ταβερνείο, που έτρωγα τότε, εκεί τρώω τα περισσότερα μεσημέρια. Βλέπεις, ακόμα
δεν έμαθα να μαγειρεύω, τουλάχιστον νόστιμα.
Τα μεσημέρια που πηγαίναμε με τη
μηχανή με δυο κράνη σε κείνη την παραλία στο Νότο, τα θυμάσαι; Περπατούσαμε
πάνω-κάτω 3 ή 4 φορές. Αγκαλιά. Ή απ’ το χέρι. Στο τέλος άλυτο τ’ αφήναμε το
θέμα. Πάνε πολλοί Σεπτέμβρηδες.
Και το ταξίδι στη Γαλλία; Μονπελιέ, Νίκαια, Σαιν Τροπέ. Σεπτέμβρης
κι αυτό. Δέκα αιώνιες μέρες. Πόσες εκατοντάδες μέρες μοναξιάς, πόσα βράδια ανυπόφορης
έλλειψης, πόσες κενές Κυριακές έθρεψαν οι δέκα γαλλικές μας μέρες! Αυτές σίγουρα
τις θυμάσαι. Δεν ξεχνιούνται οι
αιωνιότητες άλλωστε.
Σαν σήμερα έβρεχε, που μου έφερες δώρο εκείνον τον μεγάλο πίνακα, και πάλι Σεπτέμβρης
ήταν. Ένας κόκκινος μεγάλος πίνακας. Του πάθους είπες. Για να σε βλέπω για
πάντα μπροστά μου. Λες και χρειαζόμουν τον πίνακα.
Νάτος. Πάνω από στοίβες βιβλία. Ίσως θέλει ξεσκόνισμα. Πάνε πολλοί
Σεπτέμβρηδες που δεν μπαίνεις πια σ’ αυτό το σπίτι. Που δεν μου κάνεις
παρατηρήσεις για τη σκόνη, για το κρασί, για το τσιγάρο, για όσα μαρτυρούσαν το
νοιάξιμο σου. Σου είπα, λείπουν και τα παιδιά, και το παραμελώ το σπίτι.
Επίσης, δε θέλω κόσμο, δε θέλω εξόδους, δε θέλω, γενικά.
Ούτε να φεύγω θέλω.
Ταξιδεύω μέσα στα βιβλία. Καμιά φορά, όταν διαλέγω κάποιο,
φαντάζομαι πως μπορεί να έχεις διαλέξει κι εσύ το ίδιο την ίδια χρονική στιγμή,
και πως συναντιόμαστε μέσα στις σελίδες του.
Πολλές φορές υπόσχομαι στα παιδιά ότι θα τα επισκεφθώ, να μείνω
λίγες ημέρες στον καθένα, να τους δω, αλλά πάντα αθετώ το λόγο μου. Καμώνομαι πως αρρωσταίνω και περιμένω το καλοκαίρι να έρθουν εκείνοι εδώ, να
ανταμώσουμε. Τότε φέρνω στο σπίτι την κυρά Λευτερία να καθαρίσει. Έτσι λάμπει
πάλι ο πίνακας σου. Φέτος είναι σκονισμένος γιατί ούτε το ένα, ούτε το άλλο
παιδί ήρθε και έτσι ούτε η κυρά Λευτερία να τον καθαρίσει.
Ο γιατρός μου είπε πως ίσως πάσχω από λανθάνουσα κατάθλιψη. Μου
έγραψε φάρμακα.
Δεν τα πήρα.
Πήρα κι άλλα βιβλία. Ίσως επειδή μέσα τους επιμένω να σε συναντώ. Μέσα
στα βιβλιοπωλεία φαντάζομαι, παρά τους Σεπτέμβρηδες που πέρασαν, πως ακόμη
διαλέγουμε τα ίδια βιβλία. Και πως ίσως τα διαβάζουμε στους ίδιους χρόνους.
Καμιά φορά κοιτώ δίπλα μου, όσο διαβάζω τα οπισθόφυλλα, μήπως σε δω να κάνεις
το ίδιο.
Τότε αγαπούσα τις ήττες, το παραδέχομαι. Πίστευα πως με
δυναμώνουν.
Στην ομάδα και στο κόμμα άλλωστε πάντα με ήττες πορευόμουν.
Όμως η δική μας ήττα ήταν αλλιώτικη.
Ήταν Σεπτέμβρης.
Πάλι μου εξήγησες.
Τα είχαμε πει άλλωστε χιλιάδες φορές. Όλες τις φορές που τα
λέγαμε, χάνονταν τα λόγια στα τσαλακωμένα σεντόνια. Και τα ξαναλέγαμε μετά από
λίγους μήνες. Πολλές φορές ψιθυρίζαμε στο τηλέφωνο ξημερώματα, όταν όλοι κοιμούνταν,
«σ’ αγαπώ, πεθαίνω από αγάπη».
Εκείνον όμως το Σεπτέμβρη, φαινόταν πως το καλοκαίρι για μας δε θα έπαιρνε παράταση.
Φαινόταν στο πρόσωπο σου.
Φαινόταν στο ατσαλάκωτο κρεβάτι μου.
Έκλεισες την εξώπορτα με μάτια υγρά, φουσκωμένα. Σε κοιτούσα από
το παράθυρο. Τα τέλεια σου πόδια πάνω στα ψηλά σου τακούνια έφευγαν. Τα τέλεια
σου χέρια ξεκλείδωσαν τρέμοντας το αυτοκίνητο σου και έφυγαν κι εκείνα. Τα
τέλεια σου μάτια κρύφτηκαν πίσω από μαύρα γυαλιά και έφυγαν κι αυτά. Τα τέλεια
σου μαλλιά ανέμισαν σαν μαντίλια παντοτινού αποχαιρετισμού.
Έμοιαζες τόσο δυνατή, μόνο εγώ σ’ έβλεπα σαν εύθραυστο κλαράκι, που
αντιστεκόταν με τεράστιο κόπο στον τυφώνα που το έδερνε.
Πάνε πολλοί Σεπτέμβρηδες που σ’ έδερνε ο έρωτας μου κλαράκι μου. Ακόμη
ζω μαζί σου, αγαπημένη, και δεν ξέρω πόσους ακόμη Σεπτέμβρηδες θα ζω μαζί σου,
μονάχος μου. Μα βλέπεις κάθε ήττα, έχει
και τα καλά της. Στη δική μας είναι που δε φοβάμαι το τέλος, και ίσως κρυφά να το
επιθυμώ.
Πάνε πολλοί οι Σεπτέμβρηδες, και κουράστηκα.