Εφτά η ώρα. Πρωινό για τα παιδιά και γρήγορα το σκύλο για
κατούρημα. Είναι όλα τα βιβλία στη σάκα; Και πόση ώρα κάνεις για να βάλεις τα
παπούτσια σου; Αυτά τα μαλλιά που δεν ξεμπερδεύονται με τίποτα και χμ,
Παρασκευή, να προλάβω το μεσημέρι την τράπεζα. Α, να κλείσω ραντεβού και στην
παιδίατρο για αναλύσεις και τα ρέστα. Τώρα όμως γρήγορα να ετοιμαστώ στο
μισάωρο που μου έμεινε για τη δουλειά. Τακούνι φυσικά, παρότι δεν καλύπτει και
πολύ την άσπρη ρίζα στο μαλλί, που πότε ξεφύτρωσε πάλι γμτ;
Ευτυχώς μαγείρεψα χθες βράδυ, άσε όμως το σπίτι, που θα το βρω
βομβαρδισμένο το μεσημέρι και δε θα μιλιέμαι ώσπου να το τακτοποιήσω γιατί, δεν
αντέχω την ακαταστασία. Η ακαταστασία στο σπίτι μου προκαλεί ακαταστασία στο
μυαλό. Ή μήπως πάει αντίστροφα; Δεν προλαβαίνω να το σκεφτώ. Τι να σκεφτώ; Τώρα
έχουμε Όμηρο. Πες μου παιδί μου τον ορισμό του «έπους». Μάλιστα. Έπος είμαι εγώ
από μόνη μου, ήρωας, κατάλαβες; με σένα που έχω για παιδί.
Το πιάτο σου απ’ το σαλόνι, περιμένεις να το πάρει ποιος στην
κουζίνα; Όσο για σένα μικρή, αν δεν πάψεις να τραγουδάς αυτό το ηλίθιο ισπανικό
τραγούδι ακόμη και την ώρα που γράφεις αντιγραφή, θα κάνω χαρακίρι. Η ώρα παρά
πέντε. Θα αργήσεις στον Άγγλο, θα σε διώξει, και θα το πληρώσω τζάμπα το
μάθημα, μεγάλε. Πάρε και μια μπούφα, μπας και μπει το μυαλό στη θέση του.
Τα πιάτα απ’ το πλυντήριο στη θέση τους, τα στεγνά απ’ την
απλώστρα στο τεράστιο καλάθι για όταν… Μου τέλειωσε και το άρωμα. Κάποιος είπε
«γυναίκα χωρίς άρωμα, είναι γυναίκα χωρίς μέλλον». Ε, ας προλάβω να το αγοράσω
σήμερα, μην και κοπεί η τύχη μου έτσι απότομα.
Πώς βραδιάζει νωρίς, τραγουδά η Γαλάνη, χαλαρώνω εγώ, σβήνουν το CD αυτά, ποια αυτά; Τα βαμπίρ, που
σου πίνουν το αίμα με το καλαμάκι. Βάζουν κάποιο r n’ b, ξέρω γω,
φωνάζω να πάνε να διαβάσουν, η ευθύνη δική τους, η ντροπή δική τους αν
ξεφτελιστούν στην τάξη, αλλά ξέρω ότι τα μεγαλώνω ως ηλίθια ελληνίδα μάνα, που
παίρνω όλη την ευθύνη πάνω μου, και αυτομαστιγώνομαι για κάθε δικό τους λάθος.
Παρασκευή είπαμε. Θα βγούμε με τους φίλους απόψε. Ας κάνω ένα
μπάνιο από τώρα, μα βραδιάζει νωρίς είπε η Γαλάνη, πότε θα πάω σούπερ μάρκετ,
και πότε θα ξανακατουρήσει ο σκύλος; Σκέφτομαι τι θα φορέσω και χαλαρώνω, σκέφτομαι
και το καινούργιο άρωμα -που ευτυχώς πρόλαβα να ψωνίσω- και φτιάχνομαι, και πάω
τελικά σούπερ μάρκετ, συνοικιακό, με τη λίστα στο χέρι και τη ρίζα την άσπρη,
τέλος πάντων, πολύ χάλια.
Ψωνίζω κάπως βιαστικά, προσθέτω και εκτός λίστας λίγο αβοκάντο,
που με ομορφαίνει, άντε να πάρω κι ένα καλό κρασί να μου βρίσκεται. Στην άσπρη
ρίζα θα βάλω μια ειδική μπογιά γι’
απόψε.
Κατευθύνομαι στο ταμείο φορτωμένη. Πάντα το κινητό χτυπά όταν
είμαι στο ταμείο. Μα πάντα. Η μία φίλη, ναι θα είμαι εκεί στις δέκα τη βεβαιώνω (δεκάμισι
λέω από μέσα μου). Η άλλη με ρωτά αν ειδοποίησα τους άλλους. Χτυπά και τρίτο.
Το σβήνω με λύσσα.
Δίνω τα ψώνια μου στην ταμία. Όπως τα τοποθετώ ένα – ένα στις
σακούλες, ανά ενότητα, και σκέφτομαι μήπως να έβαζα τη μαύρη μπλούζα απόψε αντί
για τη μπλε, και δεν μπορώ να θυμηθώ τι ώρα θα έρθει η Νενέ μας, να κρατήσει τα
παιδιά, τον βλέπω.
Μελαμψός. Λεπτός. Στο ύψος μου.
Πλησιάζει το ταμείο, ακουμπάει τα
ψώνια του. Προχωράει προς το μέρος μου. Έχω πληρώσει και βάζω τα τελευταία στη
σακούλα. Τον κοιτάω με την άκρη του ματιού μου.
Κοιτάω τα ψώνια του. Δυο ροδάκινα και ένα μπουκαλάκι νερό. 42
λεπτά λέει η ταμίας. Της δίνει το ένα του ευρώ. Ίσως το μοναδικό του. Τον
κοιτάω να βάζει τα 58 λεπτά προσεκτικά στην τσέπη. Είπε «ευχαριστώ» σε σπαστά
ελληνικά κι έφυγε.
Φεύγω κι εγώ φορτωμένη.
Ξαφνικά κουράστηκα.
Περπατώ βαριά.
Τον ξαναβλέπω. Σε ένα παγκάκι. Τρώει τα ροδάκινα με πείνα.
Πάλι με την άκρη του ματιού μου τον κοίταξα.
Φυσικά δε σταμάτησα. Διαγράφονται οι προδιαγεγραμμένες πορείες;
Μπορεί να προκληθεί ατύχημα.
Την ώρα που μπαίνω στο ασανσέρ της πολυκατοικίας, θέλω να γυρίσω
πίσω, να του δώσω δέκα ευρώ, ή να του κατεβάσω κανένα ρούχο του γιου μου, ή …
Ή… τελικά, τίποτα.
Αυτό είναι.
Άλλος άγχεται για την άσπρη ρίζα που δεν πρόλαβε να βάψει κι άλλος
αν θα έχει 42 λεπτά πάλι αύριο για άλλα δυο ροδάκινα και ένα νερό.
Και απλώς, αυτό είναι.
Τελεία.
Ή ερωτηματικό;