Τι να πεις για ένα κακόγουστο αστείο, που ξεπερνά την πιο
αρρωστημένη φαντασία; Και σε ποιον να πεις; Και γιατί; Αυτοί που ξέρουν,
ξέρουν. Κι όσοι δεν ξέρουν, αντιλαμβάνονται την αλήθεια, άμα τη εμφανίσει. Λένε,
όσοι θέλουν να λένε για δικούς τους λόγους.
Έχει πολλή πλάκα η μικρή μας κοινωνία. Χθες βράδυ με παρέα
εκλεκτή, το ξανάκουσα. Μεταξύ οίνου και ελαφράς φιλοσοφίας, μια νιόφερτη στην
παρέα, μου εξομολογήθηκε με όλη την αθωότητα της ειλικρίνειας, λίγο μετά τη
γνωριμία μας, πως κατάλαβε πόσο αστείο είναι το κουτσομπολιό που άκουσε. Τι της
απάντησα; Αν ξέρει και το άλλο με τον Τοτό.
Δε χρειάζονται απαντήσεις οι ηλίθιοι, και δεν αναφέρομαι στην
ειλικρινή, χθεσινή μου συνδαιτυμόνα, αλλά σε όσους σκορπούν ώρες, ενέργεια και
σάλιο στα πραγματικά και στα διαδικτυακά καφενεία. Σε όσους αντί να εργάζονται,
να διαβάζουν, να προσφέρουν, αναλώνονται στο να ανακυκλώνουν κουτσομπολιά και
ψέματα για τους συμπολίτες τους. Σε όσους, παίζω στοίχημα το βιος μου, δε θα
είχαν ποτέ το θάρρος να πουν όσα λένε πίσω από τους άλλους, μπροστά τους.
Είμαι η τέταρτη γενιά της οικογένειας μου, μεγαλωμένη στην καρδιά
της πόλης μας. Θυμάμαι από παιδί την ροδαλή κυρία με το μακρύ τηλεφωνικό καρνέ,
που κύριο άγχος της είχε, και ακόμα έχει, να ενημερώσει εγκαίρως τους πάντες,
μα τους πάντες, για το ποιος αρρώστησε, ποιος πέθανε, ποιος ερωτεύτηκε ποιαν,
και ποια απίστησε στο σύζυγο. Θυμάμαι από παιδί το θαμώνα της καφετέριας που
μόνη του έννοια ήταν οι γυναίκες, κι αφού δεν μπορούσε να τις έχει ο ίδιος στο
κρεβάτι του, τις κακολογούσε χυδαία. Θυμάμαι τις αστές μεσήλικες, που φρόντιζαν
να φεύγουν τελευταίες από τις επισκέψεις και τις γιορτές για να μην πέσουν
θύματα του σχολιασμού που θα τις ακολουθούσε από τις υπόλοιπες. Θυμάμαι την
περιέργεια ανθρώπων που οι άλλοι τους γνώριζαν ελάχιστα, αλλά εκείνοι γνώριζαν
τα πάντα για τους άλλους, να ρωτούν στο δρόμο ανατριχιαστικές λεπτομέρειες για
τις ξένες ζωές.
Δε θυμάμαι όμως ποτέ ανθρώπους με καλλιέργεια και νου να μιλούν
για άλλους. Δε θυμάμαι ποτέ ανθρώπους με καλή επαγγελματική ζωή και επιτυχία να
ασχολούνται με άλλους. Δε θυμάμαι ανθρώπους τίμιους να καταδέχονται να
κακολογήσουν απόντες ούτε να σπείρουν φήμες. Δε θυμάμαι επίσης ποτέ κανέναν
δημιουργικό και χαρισματικό άνθρωπο να ασχολείται με φήμες και κουτσομπολιά
όπως και κανέναν από αυτούς που αποκαλώ «ερωτικούς ανθρώπους».
Οι ζωές των άλλων ενδιαφέρουν πάντα τους μίζερους, τους
ανέραστους, τους αμόρφωτους – και δε σε μορφώνει το google, για να εξηγούμαστε. Όσους δεν
αγαπήθηκαν, όσους δεν αγάπησαν, όσους δε ζουν αλλά καμώνονται πως ζουν. Όσους
πάντα στερούνται.
Με άλλα λόγια, τους θεατές.
Επαρχία η μικρή μου πόλη, κι ας προσποιείται την κοσμοπολίτισσα,
ένα χωνί βαθύ την καταπίνει χρόνια τώρα και στην πολιτική και στην τέχνη και
στην επιχειρηματικότητα. Η παρακμή δεν είναι τυχαία. Άεργοι, επαγγελματίες του καφενείου,
σχολιαστές της δεκάρας, με σοβαρότερο ως τώρα στη ζωή τους έργο το facebook, που στο
κοινωνικό σύνολο έχουν να προσφέρουν το απόλυτο μηδέν, διαμορφώνουν άποψη. Ή
τουλάχιστον έτσι νομίζουν.
Ευτυχώς πάντα θα υπάρχουν οι εραστές της τέχνης, οι εργάτες, οι
ερωτευμένοι, οι αναγνώστες και οι ισορροπούντες στα σχοινιά της πραγματικής
ζωής, που έχει ευθύνη, ζωντάνια και ψυχή. Και είναι όλοι τους πρωταγωνιστές. Μιας ζωής,
που επειδή ξέρουν πόσο γρήγορα περνά, τη μεγαλώνουν με τις μέρες και τις νύχτες
τους. Ευτυχώς χάρη σ’ αυτούς, τους πολλούς, τους αληθινούς, ακόμα ονειρεύομαι
έναν καλύτερο τόπο. Και έχουν όλοι τους ονοματεπώνυμο –σε αντίθεση με τους
θεατές.
Με κάποιους ονειρευόμαστε παρέα. Σαν χθες βράδυ. Ευτυχώς.
Όσο για τους κακομοίρηδες θεατές, αύριο έχω κανονίσει ραντεβού
στον οδοντίατρο για λεύκανση. Θέλω να γελώ ακόμη πιο πλατιά με την ηλιθιότητα
τους. Χα!