Κι όταν μετά από χρόνια καταφέραμε να φύγουμε
από το νοίκι και μετακομίσαμε στο σπίτι μας, έμενα άγρυπνη τις πρώτες νύχτες να
το αφουγκράζομαι, να του μιλώ, να γνωριζόμαστε. Καθόλου δεν με πείραζε το ότι θα ήμαστε χωρίς θέρμανση
για κάποιο διάστημα, το ότι απέξω ήταν άβαφο, η μικρή αυλή αδιαμόρφωτη,
ξερότοπος σχεδόν, τα φυτά αργούσαν να μεγαλώσουν. Με ένοιαζε να περιφράσσεται
με χαμηλό πεζούλι για να μπορεί να ξαποστάσει ο γείτονας, να έχει βρύση
προσβάσιμη στους περαστικούς, να δείχνει φιλόξενο, όχι φρούριο. Και στο
εσωτερικό του γυρόφερνα, σαν τη χαζή, χαϊδεύοντας τοίχους, σκάλες και
κουφώματα. Εισέπνεα τη φρέσκια μπογιά μαζί
με περηφάνια, τα καταφέραμε. Τα παιδιά
είχαν δικά τους δωμάτια κι εμείς επιτέλους χώρο για τα βιβλία μας.
Το σπίτι μας έγινε το καταφύγιό μας. Ως
και οι καταιγίδες του πρώτου χειμώνα μάς φαινόταν τρυφερές, ένα χάδι στους
γερούς εξωτερικούς τοίχους, που λες και μας προστάτευαν καλύτερα από τους
νοικιασμένους. Και μεταφορικά καταφύγιο. Μ’ ένα ουφ, επιτέλους στο κατώφλι του, ξεφορτώναμε τις εντάσεις, τις
δυσκολίες, τα άγχη, ν’ απλωθούμε, να χαλαρώσουμε, να αναπαυτούμε στο εμείς, που άλλοτε περιλάμβανε μόνο την
οικογένεια κι άλλοτε είχε τη χαρά να περικλείει και φίλους.
Πρωτότυπο; Ασφαλώς όχι. Χιλιάδες νεαρά
ζευγάρια στην Ελλάδα θα το έζησαν, υποθέτω με τον ίδιο ενθουσιασμό. Μικροαστικό όνειρο; Ασφαλώς ναι. Μικροαστοί ήμαστε (τώρα
νεόπτωχοι), ποτέ δεν παραστήσαμε ότι είμαστε κάτι άλλο. Μα μέσα σ’ αυτό το
μικροαστικό όνειρο, που το τροφοδότησαν, ομολογώ, και τα εξωφρενικά ενοίκια της
Κέρκυρας, ανασάναμε το αίσθημα της ασφάλειας, τουλάχιστον είχαμε στέγη, τουλάχιστον
οι κόποι μας κάτι δημιούργησαν, τουλάχιστον τα παιδιά μας θα ξεκινούσαν ένα
κλικ καλύτερα απ’ ότι είχαμε ξεκινήσει εμείς, οι πένητες. Ας ήταν μικροαστικό,
ας ήταν της ευτυχίας μας η επιπλοποιία, για μένα ήταν ταυτόχρονα δημιουργία, προστασία των
παιδιών μου, φωλιά αγάπης, αίσθημα αυτοδιάθεσης κι ελευθερίας, κανείς
ιδιοκτήτης δεν θα μπορούσε να μου πει να του αδειάζω τη γωνιά, να με ελέγξει
πόσους φιλοξενώ, να με επιπλήξει για καθυστέρηση στο νοίκι.
Κι
όπως πάντα συμβαίνει, τα σπίτια μας
ποτίζονται απ’ την πατίνα της ζωής μας, τα δωμάτιά τους απορροφούν τις χαρές και τις αγωνίες μας,
τους έρωτες, τα παράπονα, τα γέλια και τα αναίτια κλάματα, οι τοίχοι αντηχούν
παιδικά γέλια, εφηβικές αγωνίες, ξεπροβόδισμα νεοσσών, αποχαιρετισμό
ηλικιωμένων. Τα παράθυρα φωτίζουν σκέψεις, διαβάσματα, αποφάσεις, οι πόρτες
γίνονται προσκλητήρια ή όρια ιδιωτικότητας. Τα σκαλιά μετρούν αντοχές, μετρούν
το χρόνο που περνάει και βαραίνει το βήμα μας. Οι κουζίνες γλυκαίνουν από
καθημερινή φροντίδα, σπιτικό φαγητό, εξομολογήσεις, προγραμματισμούς κι
απολογισμούς.
Μέχρι που οι προγραμματισμοί έγιναν
αβάσταχτοι. Και τα σπίτια μας εχθροί. Μας έκαναν να μισούμε τα σπίτια μας. Δεν μπορούμε πια να τα συντηρήσουμε, να τα
βάψουμε, να τα ζεστάνουμε, να τα πληρώνουμε κάθε χρόνο και πιο βαριά. Δεν
μπορούμε. Δεν φτάνουν, όσο και να τα τεντώσεις, όσα και να περικόψεις. Κι εκεί
που το σπίτι ήταν το καταφύγιο, η ασφάλεια, το σημείο αναφοράς μετατράπηκε σε
βάρος δυσβάσταχτο. Πάει η ευγνωμοσύνη. Έγινε κόμπος στο στομάχι. Εκεί που το
σπίτι ήταν προσφορά στην επόμενη γενιά, έγινε τρόμος για το τι πας να τους
φορτώσεις. Αντί ν’ απλώνεσαι στην
αγκαλιά του, το κοιτάς πια σαν εχθρό, σαν το αδηφάγο τέρας που σου κλέβει την
ηρεμία του ύπνου σου. Βαρύ το κλειδί την πόρτα. Δεν είναι ίδια η υποδοχή του. Και
σιγά σιγά γλιστράς στο να θέλεις να το ξεφορτωθείς. Και ταυτόχρονα διογκώνεται ο θυμός. Και
θέλεις να το υπερασπιστείς. Σαν βωμό κι
εστία. Με τη λύσσα του πρωτόγονου όταν παραβιάζεται η σπηλιά του, ο ζωτικός του
χώρος, από τον καταπατητή, τον εισβολέα.
Δεν ξέρω ποιος θα νικήσει στο τέλος,
εμείς ή αυτοί. Ξέρω όμως πως αυτός ήταν εξαρχής ο στόχος τους. Όχι τόσο τα λεφτά.
Η παραδοχή της ανημπόριας μας, κυρίως. Το να μην έχουμε κανένα αίσθημα
ασφάλειας, κανέναν έλεγχο ούτε για αποκτήματα ούτε για τη ζωή μας. Η παραίτησή
μας από όλα, αυτός είναι ο στόχος τους. Και πεισμώνω. Κοιτάζοντας τις
γραμμούλες που σημάδευαν στους τοίχους τις αλλαγές στο ύψος των παιδιών μας και
που τις προστατεύαμε σε κάθε βάψιμο. Τις γραμμούλες θέλω να υπερασπιστώ. Σαν
πρωτόγονη.
[Η Λιάνα Τσιρίδου είναι συγγραφέας του βιβλίου "Τέλος Παρτίδας", εκδόσεις Ιβίσκος, 2013, μητέρα, σύζυγος, εκπαιδευτικός, φεμινίστρια και πολλά ακόμη, και φίλη του Spiral. Το δεύτερο μυθιστόρημα της βρίσκεται επί του πιεστηρίου.]