Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το μικροαστικό μου όνειρο [Λιάνα Τσιρίδου]



   
Το σπίτι μας το χτίσαμε με πραγματικές θυσίες. Κόντρα στις αντικειμενικές συνθήκες, με την αποκοτιά της ηλικίας και του ονείρου το τολμήσαμε. Όπως μπορούσαμε. Ας μην ήταν στην πόλη, αδύνατον να το πληρώσουμε. Έστω στην εξοχή, έστω να μας τρώει το πήγαινε –έλα, που γνωρίζουν καλά όσοι έχουν μεγαλώσει δυο παιδιά, έστω με τα πιο φτηνά υλικά, ποιος νοιάζεται για πολυτέλειες, έστω με προσωπική δουλειά, στο γιαπί οι καλαμαράδες, έστω με στέρηση διακοπών και διασκεδάσεων για μια δεκαετία και βάλε. Ήταν το σπίτι μας, η φωλιά, η εστία. Θα ήταν το σημείο αναφοράς των παιδιών μας στο μέλλον, όταν θα επέστρεφαν να φιλοξενηθούν  στο πατρικό.
     Κι όταν μετά από χρόνια καταφέραμε να φύγουμε από το νοίκι και μετακομίσαμε στο σπίτι μας, έμενα άγρυπνη τις πρώτες νύχτες να το αφουγκράζομαι, να του μιλώ, να γνωριζόμαστε. Καθόλου  δεν με πείραζε το ότι θα ήμαστε χωρίς θέρμανση για κάποιο διάστημα, το ότι απέξω ήταν άβαφο, η μικρή αυλή αδιαμόρφωτη, ξερότοπος σχεδόν, τα φυτά αργούσαν να μεγαλώσουν. Με ένοιαζε να περιφράσσεται με χαμηλό πεζούλι για να μπορεί να ξαποστάσει ο γείτονας, να έχει βρύση προσβάσιμη στους περαστικούς, να δείχνει φιλόξενο, όχι φρούριο. Και στο εσωτερικό του γυρόφερνα, σαν τη χαζή, χαϊδεύοντας τοίχους, σκάλες και κουφώματα.  Εισέπνεα τη φρέσκια μπογιά μαζί με περηφάνια,  τα καταφέραμε. Τα παιδιά είχαν δικά τους δωμάτια κι εμείς επιτέλους χώρο για τα βιβλία μας.
        Το σπίτι μας έγινε το καταφύγιό μας. Ως και οι καταιγίδες του πρώτου χειμώνα μάς φαινόταν τρυφερές, ένα χάδι στους γερούς εξωτερικούς τοίχους, που λες και μας προστάτευαν καλύτερα από τους νοικιασμένους. Και μεταφορικά καταφύγιο. Μ’ ένα ουφ, επιτέλους στο κατώφλι του, ξεφορτώναμε τις εντάσεις, τις δυσκολίες, τα άγχη, ν’ απλωθούμε, να χαλαρώσουμε, να αναπαυτούμε στο εμείς, που άλλοτε περιλάμβανε μόνο την οικογένεια κι άλλοτε είχε τη χαρά να περικλείει και φίλους.
       Πρωτότυπο; Ασφαλώς όχι. Χιλιάδες νεαρά ζευγάρια στην Ελλάδα θα το έζησαν, υποθέτω με τον ίδιο ενθουσιασμό. Μικροαστικό όνειρο; Ασφαλώς ναι. Μικροαστοί ήμαστε (τώρα νεόπτωχοι), ποτέ δεν παραστήσαμε ότι είμαστε κάτι άλλο. Μα μέσα σ’ αυτό το μικροαστικό όνειρο, που το τροφοδότησαν, ομολογώ, και τα εξωφρενικά ενοίκια της Κέρκυρας, ανασάναμε το αίσθημα της ασφάλειας, τουλάχιστον είχαμε στέγη, τουλάχιστον οι κόποι μας κάτι δημιούργησαν, τουλάχιστον τα παιδιά μας θα ξεκινούσαν ένα κλικ καλύτερα απ’ ότι είχαμε ξεκινήσει εμείς, οι πένητες. Ας ήταν μικροαστικό, ας ήταν της ευτυχίας μας η επιπλοποιία, για μένα  ήταν ταυτόχρονα δημιουργία, προστασία των παιδιών μου, φωλιά αγάπης, αίσθημα αυτοδιάθεσης κι ελευθερίας, κανείς ιδιοκτήτης δεν θα μπορούσε να μου πει να του αδειάζω τη γωνιά, να με ελέγξει πόσους φιλοξενώ, να με επιπλήξει για καθυστέρηση στο νοίκι.
    Κι όπως πάντα συμβαίνει,  τα σπίτια μας ποτίζονται απ’ την πατίνα της ζωής μας, τα δωμάτιά  τους απορροφούν τις χαρές και τις αγωνίες μας, τους έρωτες, τα παράπονα, τα γέλια και τα αναίτια κλάματα, οι τοίχοι αντηχούν παιδικά γέλια, εφηβικές αγωνίες, ξεπροβόδισμα νεοσσών, αποχαιρετισμό ηλικιωμένων. Τα παράθυρα φωτίζουν σκέψεις, διαβάσματα, αποφάσεις, οι πόρτες γίνονται προσκλητήρια ή όρια ιδιωτικότητας. Τα σκαλιά μετρούν αντοχές, μετρούν το χρόνο που περνάει και βαραίνει το βήμα μας. Οι κουζίνες γλυκαίνουν από καθημερινή φροντίδα, σπιτικό φαγητό, εξομολογήσεις, προγραμματισμούς κι απολογισμούς.
      Μέχρι που οι προγραμματισμοί έγιναν αβάσταχτοι. Και τα σπίτια μας εχθροί. Μας έκαναν να μισούμε τα σπίτια μας.  Δεν μπορούμε πια να τα συντηρήσουμε, να τα βάψουμε, να τα ζεστάνουμε, να τα πληρώνουμε κάθε χρόνο και πιο βαριά. Δεν μπορούμε. Δεν φτάνουν, όσο και να τα τεντώσεις, όσα και να περικόψεις. Κι εκεί που το σπίτι ήταν το καταφύγιο, η ασφάλεια, το σημείο αναφοράς μετατράπηκε σε βάρος δυσβάσταχτο. Πάει η ευγνωμοσύνη. Έγινε κόμπος στο στομάχι. Εκεί που το σπίτι ήταν προσφορά στην επόμενη γενιά, έγινε τρόμος για το τι πας να τους φορτώσεις.  Αντί ν’ απλώνεσαι στην αγκαλιά του, το κοιτάς πια σαν εχθρό, σαν το αδηφάγο τέρας που σου κλέβει την ηρεμία του ύπνου σου. Βαρύ το κλειδί την πόρτα. Δεν είναι ίδια η υποδοχή του. Και σιγά σιγά γλιστράς στο να θέλεις να το ξεφορτωθείς.  Και ταυτόχρονα διογκώνεται ο θυμός. Και θέλεις να το υπερασπιστείς.  Σαν βωμό κι εστία. Με τη λύσσα του πρωτόγονου όταν παραβιάζεται η σπηλιά του, ο ζωτικός του χώρος, από τον καταπατητή, τον εισβολέα.
       Δεν ξέρω ποιος θα νικήσει στο τέλος, εμείς ή αυτοί. Ξέρω όμως πως αυτός ήταν εξαρχής ο στόχος τους. Όχι τόσο τα λεφτά. Η παραδοχή της ανημπόριας μας, κυρίως. Το να μην έχουμε κανένα αίσθημα ασφάλειας, κανέναν έλεγχο ούτε για αποκτήματα ούτε για τη ζωή μας. Η παραίτησή μας από όλα, αυτός είναι ο στόχος τους. Και πεισμώνω. Κοιτάζοντας τις γραμμούλες που σημάδευαν στους τοίχους τις αλλαγές στο ύψος των παιδιών μας και που τις προστατεύαμε σε κάθε βάψιμο. Τις γραμμούλες θέλω να υπερασπιστώ. Σαν πρωτόγονη.

[Η Λιάνα Τσιρίδου είναι συγγραφέας του βιβλίου "Τέλος Παρτίδας", εκδόσεις Ιβίσκος, 2013, μητέρα, σύζυγος, εκπαιδευτικός, φεμινίστρια και πολλά ακόμη, και φίλη του Spiral. Το δεύτερο μυθιστόρημα της βρίσκεται επί του πιεστηρίου.]

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

2023, Ιούλιος, Κέρκυρα.

Έχουμε τη μεγάλη τύχη να διατηρούμε ένα συμπαθητικό σπίτι στην Κέρκυρα, και έναν μεγάλο έρωτα για την ίδια την Κέρκυρα αλλά και για καθετί ωραίο. Όπως η ίδια η Κέρκυρα.  Πέντε καλοκαίρια δεν κατορθώσαμε να πάμε, για λόγους σημαντικούς και ασήμαντους. Φέτος ήταν υπόσχεση. Εγώ λόγω καταγωγής, έχω περάσει στην Κέρκυρα  περισσότερα από τα μισά καλοκαίρια της ζωής μου. Έχω τόσες αναμνήσεις, όσες δεν έχω για κανένα άλλο μέρος ή συμβάν. Θυμάμαι το αυτοκίνητο του παππού και της γιαγιάς που μας πήγαινε στις δημοφιλείς  παραλίες της εποχής, τον Ίψο, το Πέραμα, τον Άη Γιάννη. Μας πήγαινε και στα ξενοδοχεία, όπου ήταν όλοι φιλόξενοι και περιποιητικοί, περισσότερο με μάς που ήμασταν ντόπιοι, παρά με τους ξένους. Θυμάμαι τα θεόρατα κλαμπ σάντουιτς στο Mira Mare, το κοτόπουλο στο καλαθάκι στο K erkyra Golf και την ταβέρνα στο Πυργί όπου με τσίμπησε μια μέλισσα. Από την πόλη θυμάμαι τα αστραφτερά πεζοδρόμια και τους άδειους δρόμους τα απομεσήμερα, τα ψητά καλαμπόκια, τις άμαξες και τα τρίκλυκλα, ακό

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρας. Η Μαίρη ε

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη