Το πρώτο
κλάμα αντήχησε στο μαιευτήριο, σαν τη μελωδία της ευτυχίας ολόκληρη. Ξεχύθηκε
στους δρόμους, ανέβηκε τα βουνά, πέρασε τις θάλασσες, έκανε τον κόσμο δικό μου.
Ένα κλάμα, ο κόσμος όλος.
Ο κόσμος στα
χέρια μου.
Εγώ, μια
άλλη.
«Άλλος δεν
εγέννησε παρά η Μαρία το Γιάννη», άκουσα μια φωνούλα συγγενική.
Παράκουσα.
Γιατί έγινα μια άλλη. Μια που δεν τη νοιάζει αν ο κόσμος συνεχίζει να γυρνά, ο
δικός μου στροβιλίζεται σε ρυθμούς ‘βγαίν’ η βαρκούλα του ψαρά’, αν άνθρωποι
εκτελούνται, αν η Αφρική σφάζεται σε εμφυλίους, αν η λωρίδα της γάζας ματώνει,
αν ακόμα στον απέναντι κάδο κάποιος ψάχνει φαγητό. Ίσως να με ένοιαξαν λίγο τα
καρτέλ της κοκαϊνης στην Ν. Αμερική, επειδή το παιδί μου κάποτε θα γίνει
έφηβος, αλλά ούτ’ αυτό, γιατί το δικό μου παιδί, αποκλείεται.
Είμαι μάνα
και μαζί είμαι η βασίλισσα της πολύτιμης ελληνικής μου οικογένειας.
Η απόσταση
από το θηλασμό ως στις βρώμικες κάλτσες στο σαλόνι είναι όσο να πεις ‘μαμά’.
Μαζεύω κάλτσες, διακοσμώ το δωμάτιο του, μαθαίνω ιστορία από την αρχή,
διοργανώνω πάρτι, ψωνίζω φιρμάτα ρούχα για εκείνο, σερβίρω γεύμα στον καναπέ,
μαζεύω τα πιάτα του, σβήνω τα λάθη στα τετράδια του, ανακρίνω τους φίλους του,
το πάω σε χιόνια το χειμώνα, σε νησί το καλοκαίρι, δεν το αφήνω να κλάψει για
τίποτα και το καμαρώνω σαν καλλιτέχνημα παγκόσμιας αξίας.
Γυαλίζω τη
γυάλα του κάθε μέρα. Ευρύχωρη, πεντακάθαρη, ντιζάιν. Σιγά μην το αφήσω να
αγγίξει τη βρωμιά του κόσμου.
Συνήθως
κατοικοεδρεύω κι εγώ στη γυάλα. Συνήθως μιλώ σε πρώτο πληθυντικό. Εμείς
διαβάσαμε, εμείς αρρωστήσαμε, εμείς πήγαμε αγγλικά.
Έσπασε το
πόδι του και το βοηθάω στο ντους, ας έφτασε τα δεκαπέντε. Δάσος οι τρίχες, αλλά
εγώ το γέννησα, τι πειράζει; Τσακώθηκε με κάποιο φίλο του και πήγα και
καθάρισα, του είπα ‘μην ξαναμιλήσεις στο παιδί μου’. Άλλη φορά έβρισα κάνα δυο
μανάδες και τρεις καθηγητές.
Θα καθαρίζω
πάντα για πάρτη του.
Και την
οικονομική κρίση καθάρισα. Βρίσκω τρόπο για το φιλέτο, για το βιολογικό
γιαούρτι, για όλα. Παπούτσι δυο χρόνια δεν έχω πάρει, εκείνο έχει την τελευταία
μόδα.
Του είχα
μάθει να αποφεύγει τους Αλβανούς, τους ξένους γενικά, τα φτωχόπαιδα και τα
αλητόπαιδα. Πάντα ρωτούσε το επάγγελμα των γονιών, τσέκαρε τα ρούχα και μετά
έπιανε φιλίες.
Με έκανε
περήφανη. Και τον πατέρα του το ίδιο. Καλοί βαθμοί, ήθος. Και ομορφιά. Να λέμε
τα σύκα, σύκα και τη σκάφη, σκάφη.
…………………………………………………………………………………………..
Τριάντα
έφτασε. Κουκλί. Χαρά στον άνθρωπο που θα μοιραστεί τη ζωή του με το παιδί μου.
Ντάξει, δε δουλεύει ακόμα. Μαζί μας μένει. Τι να μαγειρεύει τώρα, να πλένει το
παιδάκι μου. Εγώ καθαρίζω προς το παρόν. Θα βρει κάτι. Έχει ο θεός.
…………………………………………………………………………………………..
Το παιδί
μου, μου είπε «σε μισώ».
Το παιδί μου
το άκουσα να ψιθυρίζει «μαλακισμένη».
Το παιδί μου
κάτι μου κρύβει.
Το παιδί μου
το παρακολούθησα.
Το ανακάλυψα.
Πάει σε
ψυχολόγο. Πάει σε κάποιον που το έχει στρέψει εναντίον μας, το έχει πιάσει
κότσο και του τρώει τα λεφτά για να διαλύσει την οικογένεια μας. Το παιδί μου
έχει τρελαθεί. Θα κάνω μήνυση στον κομπογιαννίτη. Θα πάρω το παιδί μου πίσω.
…………………………………………………………………………………………..
Το παιδί μου
έφυγε.
Μας έστειλε
μέηλ. Έγραψε πως είναι ευτυχισμένο.
Δεν ξέρω αν
θα φτάσουν 3 κουτιά λεξοτανίλ. Θα προσπαθήσω όμως. Θα βάλω ένα CD με
κλάμα μαιευτηρίου και θα τα καταπιώ. Αν
δε γυρίσει, θα τα καταπιώ. Του το έγραψα. Δεν απάντησε. Αν δεν απαντήσει ως
αύριο, θα τα καταπιώ. Γιατί δεν είμαι. Απλώς δεν είμαι, με ευτυχισμένο το παιδί μου, μακριά μου.