Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Καλοκαίρια και χειμώνες, η πόλη μου. [Αλίκη Κατσαρού]


Το χώμα έχει γεμίσει φύλλα κιτρινοκαφέ. Μην τα μαζέψετε, σας παρακαλώ! Αφήστε τα να θυμίζουν τα εύσημα της ανοιξιάτικης δόξας και της καλοκαιρινής αλαζονείας των δέντρων μιας πόλης, που μεταμφιέζεται αέναα. Αφήστε τα στο χώμα, να το θρέψουν για να ξανανθίσει το πράσινο με τον ερχομό της Περσεφόνης.
Φθινόπωρο τώρα, μελαγχολία. Εκτός από τα ζωηρά πρωινά και Τρίτες, Πέμπτες, Παρασκευές απογεύματα, ωράριο καταστημάτων στο κέντρο. Το υπόλοιπο μεθυσμένη πολιτεία, σε τόνους καφετί του χώματος και γκρι της βροχής. Άδειοι δρόμοι, αχνά φώτα και μια ησυχία –ογκόλιθος. Κρυφοκοιτώ τα φωτισμένα παράθυρα. Έχει ένα στον αποκάτω δρόμο με έναν τοίχο κόκκινο και πολλά ράφια, γεμάτα βιβλία. Αυτό μου αρέσει πολύ. Φαντάζομαι έναν γοητευτικό τύπο με γυαλάκι πρεσβυωπίας, τσάι στο ένα χέρι και στο άλλο μολύβι για πολλές σημειώσεις σε πολλά χαρτιά του χαώδους γραφείου του. Σκέφτεται και γράφει. Ωραία πράματα που διαβάζουν ωραίοι άνθρωποι. Το παράθυρο αυτό και ο φανταστικός μου ιδιοκτήτης είναι ο αντίποδας του άλλου στον αποπάνω δρόμο. Το άλλο είναι ημισκοτεινό, έχει δηλαδή έναν ψυχρό χαμηλό φωτισμό, δυο παλιά πορτρέτα τρομακτικών και αυστηρών αρρένων, προφανώς προγόνων του κτήτορος, έναν παλιακό πολυέλαιο, κιτρινισμένο ταβάνι και πράσινες σκονισμένες κουρτίνες. Τον ένοικο δεν τον φαντάζομαι, τον βλέπω προφίλ, καθισμένο σε μια πολυθρόνα νομίζω, γέρο, ισχνό και το ίδιο αυστηρό με τα πορτρέτα. Η πόλη ζει μέσα σε κόκκινους ή κιτρινισμένους τοίχους, ζει, τα φθινόπωρα, μέσα από λογιών ανθρώπους που πλουτίζουν το αχανές ανθρώπινο μωσαϊκό της.

Το χειμώνα περνάω πιο γρήγορα απ’ τα δρομάκια γιατί κρυώνω. Τα περισσότερα παράθυρα έχουν κλειστά πατζούρια. Τα φύλλα έγιναν ήδη χώμα, ευχαριστώ που δεν τα μαζέψατε, που αφήσατε καταγής το κάδρο του φθινοπώρου ζωντανό, ώσπου μόνο του να πεθάνει. Προσποιούμαστε την Αθήνα, το Λονδίνο και το Παρίσι μαζί, τα τελευταία τους Νοέμβρηδες. Θέλω να πω, στολίζουμε τα Χριστουγεννιάτικα από νωρίς και κάνουμε διάφορες γιορτές, όχι συνήθως λαμπερές και ελεύθερες. Κάτι παζάρια, κάτι εκδηλώσεις, κάτι διάφορα με μια επαρχιώτικη μελαγχολία και μια ψευτοχαρά πως κάτι γίνεται. Κι οι λουκουμάδες του Αγίου, παρότι ζωντανεύουν την πόλη, έχουν μια καταναγκαστική ευφορία που την αγχώνει, παρά τη μεγάλη της γιορτή. Ύστερα, οι γιορτές περνούν στους κόκκινους και στους κίτρινους τοίχους, όπως τις θέλει και τις μπορεί ο καθένας. Στο έξω έχει και τα ωραία μέρη να ακούς καλή μουσική και να πίνεις χρωματιστά ποτά με μεγάλα χαμόγελα. Οι νέοι, βλέπεις, οι νέοι και τα χαμόγελα τους, πνεύμονες ευζωΐας κάθε κοινωνίας, μικρής ή μεγάλης.
Το Φεβρουάριο θέλω να φεύγω. Τα καρναβάλια ήταν από παιδί ο εχθρός μου και οι Καθαρές Δευτέρες ο σύμμαχος του εχθρού. Μα οι μαργαρίτες δεν κρατιούνται στον τόπο μου. Μια που καίγεται ο καρνάβαλος, μια που γιορτάζουμε το ’21, με πρόχειρες τελετές και παρελάσεις, και φυτρώνουν εκείνες παντού. Μ’ αγαπάει, δε μ’ αγαπάει. Ξέρω αν  μ’ αγαπάει, για γούστο τις μαδάω. Ξαναγεννιέται ο τόπος με τις μαργαρίτες, το σούρουπο αργεί και οι πλατείες γεμίζουν.
Μόλις ξυπνά για τα καλά η Περσεφόνη, η πόλη μου κάνει μια μεγάλη γιορτή. Πάσχα, ελληνοχριστιανικόν, με δυτικές αποχρώσεις, κατανυκτικό και κοσμικό, όλα τάχει, παρεκτός που τα τελευταία έτη κλείνει προς το πανηγυριώτικο… Σαν το Πάσχα να προετοιμάζει την πόλη, πριν πετάξει το μελαγχολικό μανδύα του χειμώνα, για προσέλευση πλήθους ανθρώπων, ειδών εμπορίου και διατροφής, ανεξέλεγκτα πολλών. Έτσι είναι το καλοκαίρι η πόλη. Έχει πολύ. Πολύ απ’ όλα. Κουραστικά πολύ απ’ όλα. Μια κολλώδης υγρασία κατακάθεται, λες εκτός από την ατμόσφαιρα και στη δραστηριότητα των ανθρώπων, και όλα γίνονται σαν λερωμένα από προχειρότητα, ποσότητα και θόρυβο. Ασφυξία.
Μεθυσμένη πολιτεία, πάντα σ’ αγαπούσα τα φθινόπωρα και τους χειμώνες. Πάντα ζούσα τα φθινόπωρα και τους χειμώνες.
Τα κιτρινοκαφέ φύλλα κολλάν στα παπούτσια μου. Είναι φθινόπωρο και περπατώ. Ευτυχώ. Πάω να κρυφοκοιτάξω κι άλλα φωτισμένα παράθυρα. Ποτέ δε μου φτάνουν οι ήρωες της φαντασίας μου. Θέλω κι άλλους για να γεμίζουν την πόλη μου, και να φαντάζομαι πως την ομορφαίνουν, ακόμα και τους καιρούς που λερώνεται από κακή φύλαξη.


Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρα...

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται...

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνε...