Το χώμα έχει
γεμίσει φύλλα κιτρινοκαφέ. Μην τα μαζέψετε, σας παρακαλώ! Αφήστε τα να θυμίζουν
τα εύσημα της ανοιξιάτικης δόξας και της καλοκαιρινής αλαζονείας των δέντρων
μιας πόλης, που μεταμφιέζεται αέναα. Αφήστε τα στο χώμα, να το θρέψουν για να
ξανανθίσει το πράσινο με τον ερχομό της Περσεφόνης.
Φθινόπωρο τώρα,
μελαγχολία. Εκτός από τα ζωηρά πρωινά και Τρίτες, Πέμπτες, Παρασκευές
απογεύματα, ωράριο καταστημάτων στο κέντρο. Το υπόλοιπο μεθυσμένη πολιτεία, σε
τόνους καφετί του χώματος και γκρι της βροχής. Άδειοι δρόμοι, αχνά φώτα και μια
ησυχία –ογκόλιθος. Κρυφοκοιτώ τα φωτισμένα παράθυρα. Έχει ένα στον αποκάτω
δρόμο με έναν τοίχο κόκκινο και πολλά ράφια, γεμάτα βιβλία. Αυτό μου αρέσει πολύ.
Φαντάζομαι έναν γοητευτικό τύπο με γυαλάκι πρεσβυωπίας, τσάι στο ένα χέρι και
στο άλλο μολύβι για πολλές σημειώσεις σε πολλά χαρτιά του χαώδους γραφείου του.
Σκέφτεται και γράφει. Ωραία πράματα που διαβάζουν ωραίοι άνθρωποι. Το παράθυρο
αυτό και ο φανταστικός μου ιδιοκτήτης είναι ο αντίποδας του άλλου στον αποπάνω
δρόμο. Το άλλο είναι ημισκοτεινό, έχει δηλαδή έναν ψυχρό χαμηλό φωτισμό, δυο
παλιά πορτρέτα τρομακτικών και αυστηρών αρρένων, προφανώς προγόνων του
κτήτορος, έναν παλιακό πολυέλαιο, κιτρινισμένο ταβάνι και πράσινες σκονισμένες
κουρτίνες. Τον ένοικο δεν τον φαντάζομαι, τον βλέπω προφίλ, καθισμένο σε μια
πολυθρόνα νομίζω, γέρο, ισχνό και το ίδιο αυστηρό με τα πορτρέτα. Η πόλη ζει μέσα
σε κόκκινους ή κιτρινισμένους τοίχους, ζει, τα φθινόπωρα, μέσα από λογιών
ανθρώπους που πλουτίζουν το αχανές ανθρώπινο μωσαϊκό της.
Το χειμώνα
περνάω πιο γρήγορα απ’ τα δρομάκια γιατί κρυώνω. Τα περισσότερα παράθυρα έχουν
κλειστά πατζούρια. Τα φύλλα έγιναν ήδη χώμα, ευχαριστώ που δεν τα μαζέψατε, που
αφήσατε καταγής το κάδρο του φθινοπώρου ζωντανό, ώσπου μόνο του να πεθάνει. Προσποιούμαστε
την Αθήνα, το Λονδίνο και το Παρίσι μαζί, τα τελευταία τους Νοέμβρηδες. Θέλω να
πω, στολίζουμε τα Χριστουγεννιάτικα από νωρίς και κάνουμε διάφορες γιορτές, όχι
συνήθως λαμπερές και ελεύθερες. Κάτι παζάρια, κάτι εκδηλώσεις, κάτι διάφορα με
μια επαρχιώτικη μελαγχολία και μια ψευτοχαρά πως κάτι γίνεται. Κι οι
λουκουμάδες του Αγίου, παρότι ζωντανεύουν την πόλη, έχουν μια καταναγκαστική
ευφορία που την αγχώνει, παρά τη μεγάλη της γιορτή. Ύστερα, οι γιορτές περνούν
στους κόκκινους και στους κίτρινους τοίχους, όπως τις θέλει και τις μπορεί ο
καθένας. Στο έξω έχει και τα ωραία μέρη να ακούς καλή μουσική και να πίνεις
χρωματιστά ποτά με μεγάλα χαμόγελα. Οι νέοι, βλέπεις, οι νέοι και τα χαμόγελα
τους, πνεύμονες ευζωΐας κάθε κοινωνίας, μικρής ή μεγάλης.
Το
Φεβρουάριο θέλω να φεύγω. Τα καρναβάλια ήταν από παιδί ο εχθρός μου και οι
Καθαρές Δευτέρες ο σύμμαχος του εχθρού. Μα οι μαργαρίτες δεν κρατιούνται στον
τόπο μου. Μια που καίγεται ο καρνάβαλος, μια που γιορτάζουμε το ’21, με
πρόχειρες τελετές και παρελάσεις, και φυτρώνουν εκείνες παντού. Μ’ αγαπάει, δε
μ’ αγαπάει. Ξέρω αν μ’ αγαπάει, για
γούστο τις μαδάω. Ξαναγεννιέται ο τόπος με τις μαργαρίτες, το σούρουπο αργεί
και οι πλατείες γεμίζουν.
Μόλις ξυπνά
για τα καλά η Περσεφόνη, η πόλη μου κάνει μια μεγάλη γιορτή. Πάσχα,
ελληνοχριστιανικόν, με δυτικές αποχρώσεις, κατανυκτικό και κοσμικό, όλα τάχει,
παρεκτός που τα τελευταία έτη κλείνει προς το πανηγυριώτικο… Σαν το Πάσχα να
προετοιμάζει την πόλη, πριν πετάξει το μελαγχολικό μανδύα του χειμώνα, για προσέλευση
πλήθους ανθρώπων, ειδών εμπορίου και διατροφής, ανεξέλεγκτα πολλών. Έτσι είναι
το καλοκαίρι η πόλη. Έχει πολύ. Πολύ απ’ όλα. Κουραστικά πολύ απ’ όλα. Μια
κολλώδης υγρασία κατακάθεται, λες εκτός από την ατμόσφαιρα και στη
δραστηριότητα των ανθρώπων, και όλα γίνονται σαν λερωμένα από προχειρότητα,
ποσότητα και θόρυβο. Ασφυξία.
Μεθυσμένη
πολιτεία, πάντα σ’ αγαπούσα τα φθινόπωρα και τους χειμώνες. Πάντα ζούσα τα
φθινόπωρα και τους χειμώνες.
Τα κιτρινοκαφέ
φύλλα κολλάν στα παπούτσια μου. Είναι φθινόπωρο και περπατώ. Ευτυχώ. Πάω να
κρυφοκοιτάξω κι άλλα φωτισμένα παράθυρα. Ποτέ δε μου φτάνουν οι ήρωες της
φαντασίας μου. Θέλω κι άλλους για να γεμίζουν την πόλη μου, και να φαντάζομαι
πως την ομορφαίνουν, ακόμα και τους καιρούς που λερώνεται από κακή φύλαξη.