«Αυτή τη στιγμή; Μια πίτσα σπέσιαλ»,
της απάντησα, καθώς υπάρχουν ακόμη τρόποι να κρυφτείς απ’ τα παιδιά. Απ’ τον εαυτό σου δεν μπορείς να κρυφτείς. Κι
έτσι άρχισε να με βασανίζει το αθώο ερώτημα της μικρής.
Τι θα ζητούσα αλήθεια από τον Άη Βασίλη;
Τον παντοδύναμο; Τον προστατευτικό; Τον μόνο άγιο που είναι χαρούμενος,
γελαστός, που ποτέ δεν μας τρόμαξε με οστεώδες πρόσωπο και βασανισμένο βλέμμα; Τι
θα ζητούσα χωρίς αυτολογοκρισία;
Αγάπη στη ζωή μου; Τη γεύτηκα απλόχερα.
Ευτυχία; Δεν χωράνε άλλες πλάνες στο μυαλό μου.
Μακροημέρευση; Θα έπρεπε να συνοδεύεται από πολλές άλλες προϋποθέσεις.
Πλούτο, υλικά αγαθά; Ποτέ δεν μου ήταν σημαντικά.
Ασφάλεια και ηρεμία; Αυτό θα το ζητούσα για τους Σύριους και για τους
Παλαιστίνιους, για εμένα θα ήταν πρόκληση, συγκριτικά.
Τότε; Τι; Ποιο θα ήταν το
καλύτερο Χριστουγεννιάτικο δώρο για μένα;
Αγαπητέ Άγιε Βασίλη, ένα ταξίδι θα ήθελα. Μα ένα ταξίδι με τη μηχανή του χρόνου. Μιαν επιστροφή. Μισόν
αιώνα πίσω. Να χαθώ στον ενθουσιασμό πασπαλισμένη με την αστερόσκονη της μαγείας.
Τότε που τα Χριστούγεννα αποτελούσαν ένα επαναλαμβανόμενο θαύμα.
Να μπορούσα να ξαναζήσω την
ανυπομονησία της προετοιμασίας και καρέ καρέ τις μικρές ευτυχίες που μου
κουβαλούσαν. Τις μυρωδιές. Να ξαναεισπνεύσω τις μυρωδιές της καθαριότητας, των
γλυκών, του καμένου ξύλου στην ξυλόσομπα, τη μυρωδιά από το λαρδί που
τσιτσίριζε στα κάρβουνα.
Να γευτώ με την ίδια γλύκα τα
ενοχικά μελομακάρονα που έκλεβα απ’ την πιατέλα και ξανατακτοποιούσα τα
υπόλοιπα για να μην φαίνονται τα κενά. Και τα ‘’σοκολατάκια πολυτελείας’’, που
μας κερνούσαν τα πλουσιόσπιτα όταν
λέγαμε τα κάλαντα. Να γευτώ τους μεζέδες της μάνας και της γιαγιάς στο
Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, που σε εμάς άρχιζε από το πρωί, αμέσως μετά την
εκκλησία και φιλοξενούσε έστω και για ένα ποτήρι κρασί όλο το σόι κι όλη τη
γειτονιά.
Να ξαναδώ τον πατέρα μου φρεσκοξυρισμένο και γραβατωμένο (μοναδική μέρα
του χρόνου που φορούσε γραβάτα) να τσουγκρίζει γελαστός το ποτήρι του με φίλους
και να μου δίνει συνωμοτικά το δικό μου ετήσιο μερίδιο σε κρασί – πάντα κρυφά
από τη μάνα.
Να μπορούσα να ξαναμαγευτώ από τα φωτάκια του δέντρου, που για χατίρι
μου έμεναν όλη τη νύχτα αναμμένα, με κίνδυνο να καούν, αφού εγώ, με το έτσι
θέλω, μετακόμιζα για ύπνο σε ένα στρωματάκι δίπλα στο χριστουγεννιάτικο
δέντρο για όλη τη διάρκεια των
γιορτών. Να μαγνητιστώ από την
παραμορφωτική μου απεικόνιση στις μεγάλες κόκκινες και χρυσές μπάλες. Εκείνες
τις πολύ λεπτές, τις πολύ εύθραυστες. Εκείνες που η μαμά δεν με άφηνε ποτέ να
αγγίξω. Ίσως γι’ αυτό ποτέ δεν έμαθα πόσο εύθραυστα είναι όλα τα όμορφα
πράγματα στη ζωή.
Κι αν δεν μπορείς, αγαπητέ Άγιε Βασίλη,
να με ταξιδέψεις πίσω στον χρόνο, στείλε μου τουλάχιστον λίγη αστερόσκονη. Ένα μικρό φακελάκι αρκεί.