Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αγαπητέ Άγιε Βασίλη [Λιάνα Τσιρίδου]

         «Κι εσείς, κυρία, τι θα ζητούσατε από τον Άη Βασίλη;» με αιφνιδίασε σήμερα μια μικρή μου μαθήτρια, την ώρα που ασχολούμαστε με χριστουγεννιάτικες δραστηριότητες, κι έμεινα με το ψαλίδι ορθάνοιχτο να απειλεί το μετέωρο χρυσόχαρτο.
        «Αυτή τη στιγμή; Μια πίτσα σπέσιαλ», της απάντησα, καθώς υπάρχουν ακόμη τρόποι να κρυφτείς απ’ τα παιδιά.  Απ’ τον εαυτό σου δεν μπορείς να κρυφτείς. Κι έτσι άρχισε να με βασανίζει το αθώο ερώτημα της μικρής.
       Τι θα ζητούσα αλήθεια από τον Άη Βασίλη; Τον παντοδύναμο; Τον προστατευτικό; Τον μόνο άγιο που είναι χαρούμενος, γελαστός, που ποτέ δεν μας τρόμαξε με οστεώδες πρόσωπο και βασανισμένο βλέμμα; Τι θα ζητούσα χωρίς αυτολογοκρισία;
     Αγάπη στη ζωή μου; Τη γεύτηκα απλόχερα. 
     Ευτυχία; Δεν χωράνε άλλες πλάνες στο μυαλό μου.
     Μακροημέρευση; Θα έπρεπε να συνοδεύεται από πολλές άλλες προϋποθέσεις.
     Πλούτο, υλικά αγαθά; Ποτέ δεν μου ήταν σημαντικά.
     Ασφάλεια και ηρεμία; Αυτό θα το ζητούσα για τους Σύριους και για τους Παλαιστίνιους, για εμένα θα ήταν πρόκληση, συγκριτικά. 
     Τότε; Τι; Ποιο θα ήταν το καλύτερο Χριστουγεννιάτικο δώρο για μένα;

    Αγαπητέ  Άγιε Βασίλη,  ένα ταξίδι θα ήθελα. Μα ένα ταξίδι  με τη μηχανή του χρόνου. Μιαν επιστροφή. Μισόν αιώνα πίσω. Να χαθώ στον ενθουσιασμό πασπαλισμένη με την αστερόσκονη της μαγείας. Τότε που τα Χριστούγεννα αποτελούσαν ένα επαναλαμβανόμενο θαύμα.
        Να μπορούσα να ξαναζήσω την ανυπομονησία της προετοιμασίας και καρέ καρέ τις μικρές ευτυχίες που μου κουβαλούσαν. Τις μυρωδιές. Να ξαναεισπνεύσω τις μυρωδιές της καθαριότητας, των γλυκών, του καμένου ξύλου στην ξυλόσομπα, τη μυρωδιά από το λαρδί που τσιτσίριζε στα κάρβουνα.
    Να γευτώ με την ίδια γλύκα τα ενοχικά μελομακάρονα που έκλεβα απ’ την πιατέλα και ξανατακτοποιούσα τα υπόλοιπα για να μην φαίνονται τα κενά. Και τα ‘’σοκολατάκια πολυτελείας’’, που μας κερνούσαν τα πλουσιόσπιτα  όταν λέγαμε τα κάλαντα. Να γευτώ τους μεζέδες της μάνας και της γιαγιάς στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, που σε εμάς άρχιζε από το πρωί, αμέσως μετά την εκκλησία και φιλοξενούσε έστω και για ένα ποτήρι κρασί όλο το σόι κι όλη τη γειτονιά.
     Να ξαναδώ τον πατέρα μου φρεσκοξυρισμένο και γραβατωμένο (μοναδική μέρα του χρόνου που φορούσε γραβάτα) να τσουγκρίζει γελαστός το ποτήρι του με φίλους και να μου δίνει συνωμοτικά το δικό μου ετήσιο μερίδιο σε κρασί – πάντα κρυφά από τη μάνα.
     Να μπορούσα να ξαναμαγευτώ από τα φωτάκια του δέντρου, που για χατίρι μου έμεναν όλη τη νύχτα αναμμένα, με κίνδυνο να καούν, αφού εγώ, με το έτσι θέλω, μετακόμιζα για ύπνο σε ένα στρωματάκι δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο  για όλη τη διάρκεια των γιορτών.  Να μαγνητιστώ από την παραμορφωτική μου απεικόνιση στις μεγάλες κόκκινες και χρυσές μπάλες. Εκείνες τις πολύ λεπτές, τις πολύ εύθραυστες. Εκείνες που η μαμά δεν με άφηνε ποτέ να αγγίξω. Ίσως γι’ αυτό ποτέ δεν έμαθα πόσο εύθραυστα είναι όλα τα όμορφα πράγματα στη ζωή.

       Κι αν δεν μπορείς, αγαπητέ Άγιε Βασίλη, να με ταξιδέψεις πίσω στον χρόνο, στείλε μου τουλάχιστον λίγη αστερόσκονη.  Ένα μικρό φακελάκι αρκεί.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

2023, Ιούλιος, Κέρκυρα.

Έχουμε τη μεγάλη τύχη να διατηρούμε ένα συμπαθητικό σπίτι στην Κέρκυρα, και έναν μεγάλο έρωτα για την ίδια την Κέρκυρα αλλά και για καθετί ωραίο. Όπως η ίδια η Κέρκυρα.  Πέντε καλοκαίρια δεν κατορθώσαμε να πάμε, για λόγους σημαντικούς και ασήμαντους. Φέτος ήταν υπόσχεση. Εγώ λόγω καταγωγής, έχω περάσει στην Κέρκυρα  περισσότερα από τα μισά καλοκαίρια της ζωής μου. Έχω τόσες αναμνήσεις, όσες δεν έχω για κανένα άλλο μέρος ή συμβάν. Θυμάμαι το αυτοκίνητο του παππού και της γιαγιάς που μας πήγαινε στις δημοφιλείς  παραλίες της εποχής, τον Ίψο, το Πέραμα, τον Άη Γιάννη. Μας πήγαινε και στα ξενοδοχεία, όπου ήταν όλοι φιλόξενοι και περιποιητικοί, περισσότερο με μάς που ήμασταν ντόπιοι, παρά με τους ξένους. Θυμάμαι τα θεόρατα κλαμπ σάντουιτς στο Mira Mare, το κοτόπουλο στο καλαθάκι στο K erkyra Golf και την ταβέρνα στο Πυργί όπου με τσίμπησε μια μέλισσα. Από την πόλη θυμάμαι τα αστραφτερά πεζοδρόμια και τους άδειους δρόμους τα απομεσήμερα, τα ψητά καλαμπόκια, τις άμαξες και τα τρίκλυκλα, ακό

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρας. Η Μαίρη ε

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη