Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Το μολύβι [Αλίκη Κατσαρού]

Η ξυσμένη από το κυρίως σώμα του ροδέλα συμβολίζει μια ολόκληρη ιστορία:  Σχολειό. Ουχί σχολείο. Σχολειό, από εκείνο που δεν κοντεύει να αντικαταστήσει τα βιβλία με tablets. Η μυρωδιά του ξυσίματος, πάλι, φέρνει Σεπτέμβρηδες που σουλατσάρουνε αυθάδικα στο νου με τα όλα τους. Τι στενοχώρειες που έφυγε το καλοκαίρι, τι πείσματα με την κακιά συμμαθήτρια, τι απελπισία που μας χώρισαν τμήμα με τη φιλενάδα, όλοι οι Σεπτέμβρηδες είχαν τον καημό τους. Είχαν και τις χαρές  τους, δε λέω, συναντήσεις με μάτια που είχες τρεις μήνες ν’ αντικρίσεις.

Μαζί με το ξύσμα και τη μυρωδιά του, το ίδιο το μολύβι είναι σημαία. Η πρώτη σου γραφή, σημαντικότερη και από τη Γραμμική Β’, (και περίπου το ίδιο μυστηριώδης)  γίνεται με μολύβι. Για να μπορείς να διορθώνεις. Καμιά φορά διόρθωνες τόσο, που τρύπαγες το χαρτί από το πολύ σβήσιμο. Το μολύβι, σημαία μιας ηλικίας που δε θα ξανάρθει, όπως όλες οι ηλικίες άλλωστε. Αλλά τις άλλες ηλικίες μπορείς να τις ξαναζήσεις με επαναλήψεις. Την ηλικία του μολυβιού, ποτέ ξανά.

Ήμουν καλλιγράφος. Στις πρώτες του δημοτικού μονάχα... Μια Δευτέρα, έπιασα αποφασιστικά  το μολύβι μου και έγραψα στο τετράδιο του  Νικόλα, τον οποίο η δασκάλα κατσάδιαζε καθημερινά για τα ορνιθοσκαλίσματα του, την ορθογραφία του. Με αμυδρή ατσαλοσύνη, για να μην προδωθούμε. Το μολύβι μου, χάρισε στο Νικόλα εγκώμια διθυραμβικά, για πρώτη και δυστυχώς τελευταία φορά, και σε μένα την ικανοποίηση της σιωπηλής προσφοράς, ασύγκριτα σημαντικότερης από τη φωναχτή.

Όμως, η σημαία ένα βράδυ έγινε όργανο μαρτυρίου. Την προηγούμενη είχα πει την κυρία που με φύλαγε για να βγουν οι γονείς μου «γάιδαρο»,  και το στρατοδικείο αποφάσισε πως έπρεπε να γεμίσω δυο σελίδες με τη φράση «Δε θα μιλήσω ποτέ ξανά άσχημα στην κυρία Ζωή» γράφοντας τη με το μολύβι μου. Ακόμη θυμάμαι τον πόνο του μικρού μου χεριού και το φόβο μου σε περίπτωση που δε θα το ολοκλήρωνα. Από το μαρτύριο απαλλάχθηκα τελικά εξαιτίας χάρης από ανώτερο αξίωμα (γιαγιά, ούφ!).

Ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα ήταν, που το μολύβι έγινε γραφίδα μνήμης ισχυρότερη και από την Kodak της εποχής. Βασίλευε ο ήλιος, θα κόντευα τα δεκαπέντε, τα μαλλιά μου ανάκατα και το μυαλό ακόμη πιο ανάκατο από τα μαλλιά. Σε μια βεράντα παραλιακού εστιατορίου, κοιτούσα το ηλιοβασίλεμα, αγνοώντας τον κόσμο γύρω μου, και ο καλλιτέχνης της οικογένειας έβγαλε το μολύβι και το μπλοκ του και με αποτύπωσε. Προφίλ, σκεφτική, έφηβη και άφοβη. Όταν το τελειοποίησε, μέρες αργότερα,  το άφησε στο σαλόνι. «Αλικούλα, ένα κάρβουνο δικό σου» μου φώναξε η μάνα μου με αδημονία για την αντίδραση μου. Το κρεμάσαμε σε έναν τοίχο που κιτρίνισε κατόπι, μα όταν το πήρα στην πρώτη μετακόμιση του ενήλικου βίου, από κάτω του ο τοίχος ήταν ολόασπρος. Καλό αυτό!  μου ψιθύρισα.

Ακόμη, το μολύβι συμβόλιζε τη θέση που έπιανα στο κρεβάτι μου, σαν παιδί,  για χρόνια. Εκείνη η μολυβιά στον τοίχο ήταν σε νοητή ευθεία με το μάτι μου, λίγο πριν τον ύπνο.  Αυτή η τόσο δα μικρή μολυβίτσα,  μου προσέφερε την ασφάλεια της οικειότητας του χώρου μου για χρόνια ολόκληρα. Προφανώς την είχα παρατηρήσει μονάχα εγώ, προφανώς βρισκόταν εκεί καταλάθος, και δε σήμαινε ποτέ τίποτε για κανέναν, ούτε καν δεν προκάλεσε κάποιον να την καθαρίσει. Ήταν κάτι σαν σφραγίδα του τόπου μου, μικρή, ολόδική μου, ασήμαντη στίξη.

Προχθές ήρθε ο ξυλουργός για εργασίες. Είχε στο ένα αφτί ένα παχύ μολύβι για να σημειώνει τα ορισμένα από τ’ αλφάδι του σημεία. Σημείωνε στο ξύλο μολυβιές, πάτησα εγώ τη ματιά μου πάνω τους, περπάτησα για λίγο στην εποχή του μολυβιού, την εποχή της αθωότητας, την εποχή του «σβήνω και ξαναρχίζω από την αρχή».

Πάει καιρός που μεγαλώσαμε, και γράφουμε με μελάνι. Κι ό, τι γράφει το μελάνι... δεν ξεγράφει.



Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

2023, Ιούλιος, Κέρκυρα.

Έχουμε τη μεγάλη τύχη να διατηρούμε ένα συμπαθητικό σπίτι στην Κέρκυρα, και έναν μεγάλο έρωτα για την ίδια την Κέρκυρα αλλά και για καθετί ωραίο. Όπως η ίδια η Κέρκυρα.  Πέντε καλοκαίρια δεν κατορθώσαμε να πάμε, για λόγους σημαντικούς και ασήμαντους. Φέτος ήταν υπόσχεση. Εγώ λόγω καταγωγής, έχω περάσει στην Κέρκυρα  περισσότερα από τα μισά καλοκαίρια της ζωής μου. Έχω τόσες αναμνήσεις, όσες δεν έχω για κανένα άλλο μέρος ή συμβάν. Θυμάμαι το αυτοκίνητο του παππού και της γιαγιάς που μας πήγαινε στις δημοφιλείς  παραλίες της εποχής, τον Ίψο, το Πέραμα, τον Άη Γιάννη. Μας πήγαινε και στα ξενοδοχεία, όπου ήταν όλοι φιλόξενοι και περιποιητικοί, περισσότερο με μάς που ήμασταν ντόπιοι, παρά με τους ξένους. Θυμάμαι τα θεόρατα κλαμπ σάντουιτς στο Mira Mare, το κοτόπουλο στο καλαθάκι στο K erkyra Golf και την ταβέρνα στο Πυργί όπου με τσίμπησε μια μέλισσα. Από την πόλη θυμάμαι τα αστραφτερά πεζοδρόμια και τους άδειους δρόμους τα απομεσήμερα, τα ψητά καλαμπόκια, τις άμαξες και τα τρίκλυκλα, ακό

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρας. Η Μαίρη ε

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη