Η ξυσμένη από το κυρίως σώμα του ροδέλα συμβολίζει μια
ολόκληρη ιστορία: Σχολειό. Ουχί σχολείο.
Σχολειό, από εκείνο που δεν κοντεύει να αντικαταστήσει τα βιβλία με tablets. Η μυρωδιά του ξυσίματος, πάλι,
φέρνει Σεπτέμβρηδες που σουλατσάρουνε αυθάδικα στο νου με τα όλα τους. Τι
στενοχώρειες που έφυγε το καλοκαίρι, τι πείσματα με την κακιά συμμαθήτρια, τι
απελπισία που μας χώρισαν τμήμα με τη φιλενάδα, όλοι οι Σεπτέμβρηδες είχαν τον
καημό τους. Είχαν και τις χαρές τους, δε
λέω, συναντήσεις με μάτια που είχες τρεις μήνες ν’ αντικρίσεις.
Μαζί με το ξύσμα και τη μυρωδιά του, το ίδιο το μολύβι είναι σημαία.
Η πρώτη σου γραφή, σημαντικότερη και από τη Γραμμική Β’, (και περίπου το ίδιο
μυστηριώδης) γίνεται με μολύβι. Για να
μπορείς να διορθώνεις. Καμιά φορά διόρθωνες τόσο, που τρύπαγες το χαρτί από το
πολύ σβήσιμο. Το μολύβι, σημαία μιας ηλικίας που δε θα ξανάρθει, όπως όλες οι
ηλικίες άλλωστε. Αλλά τις άλλες ηλικίες μπορείς να τις ξαναζήσεις με
επαναλήψεις. Την ηλικία του μολυβιού, ποτέ ξανά.
Ήμουν καλλιγράφος. Στις πρώτες του δημοτικού μονάχα... Μια
Δευτέρα, έπιασα αποφασιστικά το μολύβι μου
και έγραψα στο τετράδιο του Νικόλα, τον
οποίο η δασκάλα κατσάδιαζε καθημερινά για τα ορνιθοσκαλίσματα του, την
ορθογραφία του. Με αμυδρή ατσαλοσύνη, για να μην προδωθούμε. Το μολύβι μου, χάρισε στο Νικόλα εγκώμια διθυραμβικά, για πρώτη και δυστυχώς τελευταία φορά,
και σε μένα την ικανοποίηση της σιωπηλής προσφοράς, ασύγκριτα σημαντικότερης
από τη φωναχτή.
Όμως, η σημαία ένα βράδυ έγινε όργανο μαρτυρίου. Την
προηγούμενη είχα πει την κυρία που με φύλαγε για να βγουν οι γονείς μου «γάιδαρο», και το στρατοδικείο αποφάσισε πως έπρεπε να
γεμίσω δυο σελίδες με τη φράση «Δε θα μιλήσω ποτέ ξανά άσχημα στην κυρία Ζωή»
γράφοντας τη με το μολύβι μου. Ακόμη θυμάμαι τον πόνο του μικρού μου χεριού και
το φόβο μου σε περίπτωση που δε θα το ολοκλήρωνα. Από το μαρτύριο απαλλάχθηκα
τελικά εξαιτίας χάρης από ανώτερο αξίωμα (γιαγιά, ούφ!).
Ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα ήταν, που το μολύβι έγινε γραφίδα
μνήμης ισχυρότερη και από την Kodak της εποχής. Βασίλευε ο ήλιος, θα κόντευα τα δεκαπέντε, τα
μαλλιά μου ανάκατα και το μυαλό ακόμη πιο ανάκατο από τα μαλλιά. Σε μια βεράντα
παραλιακού εστιατορίου, κοιτούσα το ηλιοβασίλεμα, αγνοώντας τον κόσμο γύρω μου,
και ο καλλιτέχνης της οικογένειας έβγαλε το μολύβι και το μπλοκ του και με
αποτύπωσε. Προφίλ, σκεφτική, έφηβη και άφοβη. Όταν το τελειοποίησε, μέρες
αργότερα, το άφησε στο σαλόνι. «Αλικούλα,
ένα κάρβουνο δικό σου» μου φώναξε η μάνα μου με αδημονία για την αντίδραση μου.
Το κρεμάσαμε σε έναν τοίχο που κιτρίνισε κατόπι, μα όταν το πήρα στην πρώτη
μετακόμιση του ενήλικου βίου, από κάτω του ο τοίχος ήταν ολόασπρος. Καλό αυτό! μου ψιθύρισα.
Ακόμη, το μολύβι συμβόλιζε τη θέση που έπιανα στο κρεβάτι μου,
σαν παιδί, για χρόνια. Εκείνη η μολυβιά
στον τοίχο ήταν σε νοητή ευθεία με το μάτι μου, λίγο πριν τον ύπνο. Αυτή η τόσο δα μικρή μολυβίτσα, μου προσέφερε την ασφάλεια της οικειότητας του
χώρου μου για χρόνια ολόκληρα. Προφανώς την είχα παρατηρήσει μονάχα εγώ,
προφανώς βρισκόταν εκεί καταλάθος, και δε σήμαινε ποτέ τίποτε για κανέναν, ούτε
καν δεν προκάλεσε κάποιον να την καθαρίσει. Ήταν κάτι σαν σφραγίδα του τόπου
μου, μικρή, ολόδική μου, ασήμαντη στίξη.
Προχθές ήρθε ο ξυλουργός για εργασίες. Είχε στο ένα αφτί ένα
παχύ μολύβι για να σημειώνει τα ορισμένα από τ’ αλφάδι του σημεία. Σημείωνε στο
ξύλο μολυβιές, πάτησα εγώ τη ματιά μου πάνω τους, περπάτησα για λίγο στην εποχή
του μολυβιού, την εποχή της αθωότητας, την εποχή του «σβήνω και ξαναρχίζω από
την αρχή».
Πάει καιρός που μεγαλώσαμε, και γράφουμε με μελάνι. Κι ό, τι
γράφει το μελάνι... δεν ξεγράφει.