Τραβήξαμε απαλά την καγκελόπορτα. Το πλακόστρωτο, ένα
εντυπωσιακό μωσαϊκό. Τα γιασεμιά πότιζαν τον αέρα. Κάτι ροζ τριαντάφυλλα,
πλούσια, σαν μεγάλες παιώνιες στόλιζαν την είσοδο. Ανεβήκαμε τα τρία σκαλιά της
εισόδου και χτυπήσαμε το ρόπτρο. Δεν υπάρχει κουδούνι στο σπίτι τούτο. Το
ξήλωσε την ημέρα της αγοράς.
Μας υποδέχτηκε με τα γυαλιά στο κεφάλι και τα
καλοσχηματισμένα του δόντια να προβάλλουν μέσα από χαμόγελο μεγάλης χαράς. Ήταν
ακόμα μέρα. Οι πλάγιες αχτίδες της δύσης φώτισαν τις ρυτίδες του λαιμού του, φανερώνοντας
το μοναδικό τεκμήριο της ηλικίας του. Η κορμοστασιά του, τα μάτια του, η φωνή
του ξεγελούσαν τουλάχιστον μια εικοσαετία.
Αποφασίσαμε να καθίσουμε έξω. Ο θόρυβος του δρόμου άλλωστε
πνιγόταν από την πλούσια βλάστηση του κήπου. Φυλλωσιές καλά μελετημένες κατά
μήκος του τοιχίου, όπως και τα τραβηγμένα, από χρόνια, καλώδια του κουδουνιού,
έτσι που να εξασφαλίζεται η απομόνωση από θορύβους εχθρικούς προς τη γαλήνη.
Η σύντροφος του, λυγερή και φίνα, δρασκέλισε το πλακόστρωτο με χάρη αιλουροειδούς και μας αγκάλιασε ζεστά. Ο οικοδεσπότης ζούσε χρόνια στην πόλη μας, με τη γυναίκα της ζωής του,
παράγοντας πνευματικό έργο και ταξιδεύοντας συχνά-πυκνά στην Αθήνα για
συναντήσεις με τον εκδότη του και τους ζωογόνους για εκείνον φίλους του. Την
πόλη μας την επέλεξε την εποχή της μεγάλης στροφής στη ζωή του. Τότε που
διάλεξε οριστικά την ησυχία, την απλότητα και τη σοφία της αφαίρεσης. Εμείς είμαστε τυχεροί που τον γνωρίζουμε και
που μας αφιερώνει, όχι σπάνια, ούτε συχνά, τα απογεύματα του.
-Μικρή, πώς ξόδεψες τις ημέρες σου στη διάρκεια του Πάσχα;
Η ειρωνεία του παρούσα, συνηθισμένη, μα λεπτή, τη μυρίζονται οι γνώστες και οι ευφυείς. Ανήκω στους
πρώτους, μετά τόσα χρόνια που τον ξέρω. Το μικρή
δηλώνει πως ακόμη με βλέπει να μπουσουλάω στη ζωή, το ξόδεψες δηλώνει τη γνώμη του για τις δραστηριότητες μου.
-Πήγα στους Επιταφίους, πήγα στην Ανάσταση, πήγα στους
μπότηδες, είδα φίλους που ήρθαν για Πάσχα, μια χαρά.
-Δηλαδή χάλια.
Ο φίλος μου χαμογελούσε συνωμοτικά.
-Μικρή;
-Ναι, είπα δειλά και έτοιμη να ακούσω τη συνέχεια.
-Όταν ήρθα στην Κέρκυρα και αγόρασα τούτο το σπίτι, που σ’
αρέσει τόσο, το έκανα εντελώς συνειδητά, επειδή είχα αποφασίσει να ζήσω την
υπόλοιπη ζωή μου στην υπέροχη ατμόσφαιρα αυτής της πόλης. Θα πλήρωνα το εν
τρίτο για ένα σπίτι στην εξοχή αλλά εγώ ήθελα την πόλη. Λάτρεψα τα καντούνια,
τις μικρές πλατείες, τους νοτισμένους τοίχους, τις καμάρες, τα στενά σκαλοπάτια
και τα μυστηριώδη καντούνια. Αγάπησα και κάποιους ανθρώπους, μερικοί, το
ξέρεις, έχουν φύγει. Ήθελα από την πόλη και τους ανθρώπους της να με χωρίζει
μονάχα το τοιχίο μου. Να μπορώ όποια στιγμή να ρουφάω Κέρκυρα. Πόλη Κέρκυρα,
όχι νησί, γιατί από νησιά προτιμώ του Αιγαίου. Μέσα σ’ όσα ρουφούσα ήταν και το
Πάσχα. Μεθούσα με το Πάσχα. Την προαναστάσιμη περίοδο ξαναερωτευόμουν την Βάλια
σαν έφηβος. Ρώτα τη να σου πει. Κάναμε έρωτα κάθε βράδυ σαν νέοι και
καινούργιοι εραστές.
Τον κοιτούσα αμίλητη. Ο φίλος μου, και από παλιά φίλος του, μειδίασε προβλέποντας τη συνέχεια.
-Δε θα σου πω για την πόλη. Θα σου πω για το Πάσχα όμως, που
μιλά για την πόλη. Φολκόρ, φτήνια και πανηγύρι. Τα κομφετί μονάχα λείπουνε. Ό,
τι εκλεκτό, ό, τι σιωπηλό και υπέροχο έγινε ελληνοαμερικανικό πάρτι διαρκείας.
Δε μίλησα. Καταλάβαινα. Δυστυχώς.
-Μικρή; μου ξαναείπε. Από τότε που έγραφε ο Νίκος (τον Δήμου εννοούσε) ύμνους για το κερκυραϊκό
Πάσχα, έχουν διανυθεί χιλιόμετρα νεοελληνικής μετριότητας και ο θόρυβος
μεγάλωσε πολύ. Περισσότερο κι απ’ το θόρυβο που κάνει η ρίψη του μπότη όταν
χαρίζει τα λίγα δευτερόλεπτα δημοσιότητας στον περήφανο κάτοχο του
κεντρικού μπαλκονιού.
Έκοψα ένα γιασεμί. Το κόλλησα στο ρουθούνι μου. Δε θέλω να
είναι έτσι, μα έτσι είναι θαυμαστέ μου άνθρωπε. Τον κοίταξα με νόημα.
-Γέρασα. Δεν μπορώ ν’ αλλάξω γη πια, είπε
ηττημένος και ήπιε απαλά μια μεγάλη γουλιά κρασί.