
Όταν η Μαρία μεγάλωσε, έπαψε να καθρεφτίζεται αποκλειστικά
και μόνον στους καθρέφτες του σπιτιού της. Διαπίστωσε δε με ανησυχία πως ό, τι έβλεπε
στους ξένους καθρέφτες, σχεδόν ποτέ δε συμφωνούσε με ό, τι έβλεπε στους
καθρέφτες του οικογενειακού σπιτιού.
Όταν μεγάλωσε κι άλλο και έφυγε δια παντός από το σπίτι, είχε
φυσικά την ανάγκη να καθρεφτίζεται όπως κάθε άνθρωπος, συνεχώς και καθημερινά.
Συνάντησε πολλούς καθρέφτες.
Κάποιοι την έδειχναν ηλίθια. Άλλοι πολύ έξυπνη. Άλλοι χοντρή.
Άλλοι άψογη. Υπήρχαν βέβαια και καθρέφτες, που συχνά τη βοηθούσαν να βρει μια
μέση απάντηση για το τι ήταν πραγματικά. Κοιτούσε μέσα τους και έβλεπε το
είδωλο της χωρίς υπερβολές, χωρίς δηλαδή πολλή χαζομάρα, ή πολύ πάχος, ούτε
όμως και τέλειο, και ανακουφιζόταν. Χωρίς το άγχος της τελειότητας που της
δημιουργούσαν οι καθρέφτες της παιδικής της ηλικίας, κρατούσε κοντά της τούτους
τους καθρέφτες, που έδειχναν την αλήθεια ή σχεδόν, και τους έκανε κοντινούς της.
Η μεγάλη πια Μαρία, διαπίστωσε πως συχνά έβαζε στη ζωή της και
άλλους καθρέφτες, που της δημιουργούσαν μεγάλα προβλήματα. Είχε ας πούμε
αγαπήσει έναν καθρέφτη κάποτε που την έδειχνε πάντα, μα πάντα ελλιπή. Ούτε οι
δίαιτες, ούτε η μελέτη, ούτε η σκληρή δουλειά, τίποτα δεν έκανε τον καθρέφτη να
καθρεφτίσει τη Μαρία επαρκή. Τι κι αν οι άλλοι οι κοντινοί της καθρέφτες, της
έλεγαν, καλή είσαι, προχώρα, η Μαρία θλιβόταν που ο αγαπημένος της καθρέφτης
δεν την έβρισκε ποτέ αρκετή και σχεδόν αγωνιζόταν για να αρέσει σε εκείνον και
μόνο.
Πολλές φορές θλιβόταν και όταν καθρεφτιζόταν σε κάποιους άλλους
μακρινούς, μπορεί και φθηνούς καθρέφτες που υπήρχαν τριγύρω. Εκεί, η Μαρία
έβλεπε τέρατα. Παρά την απόσταση της από αυτούς τους καθρέφτες, υπολόγιζε ό, τι
έβλεπε στο τζάμι τους και το έπαιρνε τοις μετρητοίς. Την παραμόρφωση, την
ψευτιά, την αλλοίωση των μακρινών καθρεφτών, που καθόλου δεν τους είχε δει από
κοντά, η Μαρία την έπαιρνε κατάκαρδα. Έτσι μοιάζω; αναρωτιόταν.
Φαίνεται πως δεν είχε μεγαλώσει ακόμα αρκετά, αφού θλιβόταν
με τους ξένους, και αυτό το κατάλαβε, όταν επιτέλους μπήκαν στη ζωή της
κάποιοι, όχι πολλοί, μα σπουδαίοι καθρέφτες. Ήταν πεντακάθαροι. Έδειχναν την
αλήθεια. Πολλές φορές η αλήθεια δεν ήταν απολύτως ευχάριστη, μα συχνά ήταν
θαυμάσια.
Μέσα τους η μεγάλη πια Μαρία έβλεπε την ομορφιά της, έβλεπε
και τα ελαττώματα της. Πολλές φορές πονούσε από την τόση καθαρότητα, άλλες
πετούσε στα σύννεφα από το θαυμασμό που της επέστρεφαν οι καθρέφτες, κι άλλες
απλά τους ψιθύριζε ‘σ’ αγαπώ’ γιατί της άρεσε να ακούει το ‘σ’αγαπώ’ μέσα από
το καθαρό τους τζάμι.
Το καθρέφτισμα της Μαρίας στους σωστούς καθρέφτες μόνο θέμα
τύχης δεν ήταν.
Γιατί στη ζωή, για να βρεις τα μάτια πάνω στα οποία θέλεις να
καθρεφτίζεσαι, χωρίς να παραμορφώνεσαι ούτε προς το κακό, ούτε προς το καλό,
πρέπει πρώτα να συναντήσεις πολλά άλλα μάτια και να αναμετρηθείς μαζί τους.
Η επιλογή των ανθρώπων στους οποίους καθρεφτίζουμε την ύπαρξη
μας, είναι από τις σοφότερες επιλογές της ζωής μας. Κρίνει την ποιότητα, την
αλήθεια και την ουσία μας. Μπορεί καμιά φορά να αργεί, μα όταν αυτή η επιλογή
συμβαίνει, έχουμε ανοίξει έναν σημαντικό δρόμο στη ζωή.
Προσοχή στους καθρέφτες, λοιπόν.