Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Λεβεντιά [Αλίκη Κατσαρού]

Έχω βρεθεί μάρτυρας της παρακάτω σκηνής: Νεόπλουτος γίγαντας του τόπου, σε σάλα κοσμικού εστιατορίου-μπαρ της εποχής, παράγγειλε μεγαλόφωνα μια maxi γαλλική σαμπάνια, κέρασμα σε γνωστό του που έτρωγε σε παρακείμενο τραπέζι,  για την επόμενη βραδιά που θα γιόρταζε στο ίδιο μέρος τη γιορτή του. Πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις, δηλαδή αμέσως μετά την αναχώρησή του, ο γαλαντόμος new-rich τηλεφώνησε στο εστιατόριο και ακύρωσε την παραγγελία. Η επίδειξη είχε γίνει, όλα τα τραπέζια είχαν θαυμάσει τη γενναιοδωρία του. Τι πείραζε που την επομένη, η πράξη της γαλαντομίας δε θα πραγματοποιούταν; Μονάχα ο εορτάζων θα γνώριζε την ακύρωση του κεράσματος από τον γίγαντα, λίγο το κακό…
Τέτοιες εκφράσεις βλαχιάς και γυφτιάς μαζί, (και ας με συγχωρήσει η φυλή των Βλάχων και των Αθιγγάνων για τη χρήση των επικρατούντων αυτών όρων), συνέβησαν χιλιάδες, συχνά και πυκνά στα in μέρη της επικράτειας προ κρίσης. Το ‘φαίνομαι’ νικούσε το ‘είμαι’ στα σημεία. Τα σημεία ήταν οι βιτρίνες, μικρές, μεσαίες, μεγάλες, ανάλογα τον πληθυσμό. Το ότι η βιτρίνα της Αθήνας, θεωρείτο και θεωρείται μεγάλη βιτρίνα, αυτό είναι μια άλλη μεγάλη πλάνη του επαρχιωτισμού μας. Τύφλα να ‘χει το διεθνές jet set, το Παρίσι, η Νέα Υόρκη και το Τόκυο, άστα βράστα.
Με την οικονομική κρίση τα πολλά-πολλά κόπηκαν γιατί οι γίγαντες μαζεύτηκαν στα σπιτικά τους, στα μαγαζιά τους, στα δικαστήρια τους, ή στη μαμά τους, δεν έχει σημασία. Καθόλου στενόχωρο αυτό. Καθαρίσαμε κάπως και είδαμε αλήθειες που τα παραμορφωτικά τζάμια των βιτρινών, μας έκρυβαν. Όμως, το στενόχωρο της κρίσης είναι ότι μαζί με τη ‘βλαχιά’ χάθηκε και η λεβεντιά.
Λεβεντιά ας πούμε είναι  να δεις έναν γνωστό ή φίλο που εκτιμάς πολύ σε ένα εστιατόριο και να πεις διακριτικά στο σερβιτόρο να σου χρεώσει όλα τα ποτά του. Λεβεντιά είναι να συναντήσεις τυχαία τα παιδιά σου με τους φίλους τους σε ένα παγωτατζίδικο και να πληρώσεις το λογαριασμό. Λεβεντιά είναι να έχει ένα παιδάκι γενέθλια και να αγοράζεις δώρα και για τα αδελφάκια του.

Λεβεντιά είναι να βγάζεις τους γονείς σου για φαγητό στο καλύτερο εστιατόριο της πόλης. Να μπορείς να δανείσεις λεφτά σε όποιον φίλο σου έχει ανάγκη. Να κάνεις αναπάντεχα δώρα στις φίλες σου, στη μαμά σου, στη θεία σου και να το ευχαριστιέσαι σαν να τα έκανες στον εαυτό σου. Λεβεντιά είναι στις γιορτές να δίνεις φιλοδώρημα  στην κοπέλα που καθαρίζει τη σκάλα και να αγοράζεις μικροδωράκια για όλα τα ανίψια σου.
Λεβεντιά είναι να δίνεις φιλοδώρημα στο νοσοκόμο, την καμαριέρα, σε όποιον σου κάνει πιο ευχάριστη τη ζωή με την προσφορά του. Να καλείς στο σπίτι σου παρέες. Να κάνεις δωρεά στο Χαμόγελο, στη Φλόγα, στη Φιλαρμονική, στον Πολιτιστικό Σύλλογο Κωλοκοτρονιτσίου, όπου τέλος πάντων η καρδιά σου το λέει. Κυρίως, να μπορείς να αδειάσεις τις τσέπες σου, μαζί και την ψυχή σου στα χέρια ενός επαίτη που τα μάτια του σε ξεπληρώνουν ως την τελευταία δραχμή που του δίνεις.
Θα μου πείτε, η λεβεντιά δεν αποτιμάται σε χρήμα. Φυσικά και όχι. Μονάχα που η εποχή αυτή στέρησε και μάλλον θα συνεχίσει να στερεί στους αληθινούς λεβέντες και στις λεβέντισσες τη χαρά να  εκφράζουν την ψυχή τους με τα μικρά extras που κάνουν τη ζωή μας πιο όμορφη.
Οι άνθρωποι που ευχαριστιούνται πραγματικά να δίνουν στους άλλους, οι ακριβώς αντίθετοι του γίγαντα που περιέγραψα αρχικά, κατανοούν βαθιά πόσο λυπηρή είναι η αδυναμία της μικρής υλικής προσφοράς. Πολύ πιο επίπονη από την αδυναμία να πας καλοκαίρι στη Μύκονο και χειμώνα στην Αράχοβα, κι αυτό γιατί ο πόνος της είναι ψυχικός και αντιστρόφως αντίθετος του χρηματικού της κόστους.

Δύσκολοι καιροί για πρίγκιπες, όχι imitation, για αληθινούς πρίγκιπες στην ψυχή, για λεβέντες που λέει ο λαός μας, και ξέρει ακριβώς τι εννοεί…

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

2023, Ιούλιος, Κέρκυρα.

Έχουμε τη μεγάλη τύχη να διατηρούμε ένα συμπαθητικό σπίτι στην Κέρκυρα, και έναν μεγάλο έρωτα για την ίδια την Κέρκυρα αλλά και για καθετί ωραίο. Όπως η ίδια η Κέρκυρα.  Πέντε καλοκαίρια δεν κατορθώσαμε να πάμε, για λόγους σημαντικούς και ασήμαντους. Φέτος ήταν υπόσχεση. Εγώ λόγω καταγωγής, έχω περάσει στην Κέρκυρα  περισσότερα από τα μισά καλοκαίρια της ζωής μου. Έχω τόσες αναμνήσεις, όσες δεν έχω για κανένα άλλο μέρος ή συμβάν. Θυμάμαι το αυτοκίνητο του παππού και της γιαγιάς που μας πήγαινε στις δημοφιλείς  παραλίες της εποχής, τον Ίψο, το Πέραμα, τον Άη Γιάννη. Μας πήγαινε και στα ξενοδοχεία, όπου ήταν όλοι φιλόξενοι και περιποιητικοί, περισσότερο με μάς που ήμασταν ντόπιοι, παρά με τους ξένους. Θυμάμαι τα θεόρατα κλαμπ σάντουιτς στο Mira Mare, το κοτόπουλο στο καλαθάκι στο K erkyra Golf και την ταβέρνα στο Πυργί όπου με τσίμπησε μια μέλισσα. Από την πόλη θυμάμαι τα αστραφτερά πεζοδρόμια και τους άδειους δρόμους τα απομεσήμερα, τα ψητά καλαμπόκια, τις άμαξες και τα τρίκλυκλα, ακό

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρας. Η Μαίρη ε

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη