Ένιωσα μιαν ανατριχίλα.
Διέβην το Ρουβικώνα κι επανήλθα στο
Δημοτικό μου Σχολείο, στο Νέο Φρούριο. Ανέβηκα τα πλατύσκαλα της αρχαίας μίνας
και βγήκα στο ξέφωτο της αυλής. Αποφοίτησα από εδώ ακριβώς είκοσι τρία χρόνια
πριν. Είκοσι τρία χρόνια…. Το πώς κυλά ο
χρόνος είναι κωμικοτραγικό. Σαν χείμαρρος φουσκωμένος απ’ τις βροχές του
Νοέμβρη.
Η μπροστινή αυλή μου φάνηκε μικρή,
λιλιπούτεια, σαν να κατέστην ο πλέον βραχύσωμος Γκιούλιβερ όλων των εποχών –
κείνα τα χρόνια φάνταζε αχανής. Πλήθος παιδοβόλια εξαπλωμένα σε όλα τα μήκη και
τα πλάτη της. Γαιτανάκι παιχνιδιού, παιδιάστικων φωνών, μικροερίδων της ηλικίας,
κέφι, ζωντάνια, σαν μελίσσι – το θαύμα της διάδρασης της παιδικότητας. Θαύμα
θαυμάτων.
Στο κατώφλι της εξώθυρας ένιωσα ρίγη.
Τούτο το κατώφλι το πέρασα περίπου 850 φορές, από τα μέσα της δευτέρας
δημοτικού (από μια παγωμένη Τετάρτη του Φλεβάρη του 1987, λίγους μήνες πριν ο
Γιαννάκης υψώσει εκείνο το Κύπελλο στο Ευρωμπάσκετ της Αθήνας) μέχρι το πανηγυρικό
φινάλε της έκτης, το μαγικό Ιούνη του 1992, λίγο πριν η Πατουλίδου φωνάξει για
την Ελλάδα ρε γαμώ το κι ο Πύρρος Δήμας, παιδαρέλλι 20 ετών, δειπνήσει με το
χρυσό μετάλλιο φορεμένο, στο σπίτι της θείας μου που ‘τυχε να’ ναι Πρόξενος στη
Βαρκελώνη και τη ζηλέψαμε εκείνο το βράδυ – τις ίδιες μέρες που
θαλασσοπνίγονταν στα ελληνοαλβανικά στενά εκατοντάδες συντοπίτες του που
ερχόντουσαν κατά δώ μετανάστες, δίχως εκείνοι να σηκώνουν εκατοντάδες κιλά στο
ζετέ και το αρασέ στ’ αθλητικά τερέν – μα μόνον στα χωράφια και τις οικοδομές.
(χίλια εννιακόσια
ενενήντα δύο
μαζί κι αυτό το χρόνο
μαζί εμείς οι δύο)
Το έπαιζε το ραδιόφωνο, τη μέρα της αποφοίτησης.
Μπουγελωνόμαστε στην αυλή κι αναζητούσαμε ιδίως τα κορίτσια που φορούσαν άσπρες
μπλούζες. Κάτι το ιδιαίτερο μας είχαν πει ότι συνέβαινε όταν καταβρέχαμε τις άσπρες
τους μπλούζες και μετά το δοκιμάσαμε και στο τέλος αισθανθήκαμε περίεργα, άβολα
και συναρπαστικά μαζί – όταν είδαμε τ ί ή
τ α ν αυτό που συνέβαινε.
Στην Τετάρτη δημοτικού χούφτωσα τη
δασκάλα μας, ήταν πολύ όμορφη και μου βγήκε κάπως αυθόρμητα και εισέπραξα ένα
ευθύβολο χαστούκι «μην το ξανακάνεις ποτέ αυτό». Το ξύλο δεν είναι ορθή
παιδαγωγική μέθοδος αλλά έφερε αποτέλεσμα – δεν το επανέλαβα ποτέ / άνευ της ρητής
ή σιωπηρής συναινέσεως του θύματος, τουλάχιστον. Μα τούτο συνέβη αρκετά αργότερα.
Την ίδια χρονιά, ένα πρωινό, την ώρα της
προσευχής, ο υποδιευθυντής έδινε παραγγέλματα
με στεντόρεια φωνή (βετεράνος καταδρομέας ο ίδιος) «εν – δύο, εν – δυο,
ΠΡΟΟΟΟΟΟΣΟΧΗ ! Α-ΝΑ-ΠΑΥ-ΣΗ !» κι εμείς σε στοίχιση υποδυόμαστε τα στρατιωτάκια
με βαριεστημένο σημειωτόν. Εγώ, αφηρημένος, ποιος ξέρει τί σκεφτόμουν, ίσως το
Ροβήρο τον Κατακτητή του Ιουλίου Βερν ή το Ναυαγό της Κυνθίας, έκανα
ακομπανιαμέντο σε δεύτερο χρόνο, κάπως αψυχολόγητα, με την παιδική φωνή μου
παραποιημένη «εν – δύο, εν – δύο ΠΡΟΟΟΟΟΣΟΧΗ», μέσα όμως σε ελάχιστα
δευτερόλεπτα η κατάσταση άλλαξε άρδην, η συγχορδία μας ήταν αταίριαστη
προφανώς, ο καταδρομέας – υποδιευθυντής ρώτησε «ποιος το έκανε αυτό», εγώ, με
το θάρρος της ευθύνης μου είπα «εγώ» κι εκείνος με σβελτάδα ζηλευτή κατέβηκε τα
σκαλιά εμπρός στο κατώφλι που έλεγα πιο πάνω, μπήκε μέσα στις γραμμές μας και
μου έριξε ένα πλούσιο, καταδρομικό γρονθοχάστουκο, κι εγώ κατακοκκίνισα και δάκρυσα από τον πόνο αλλά δεν έ κ λ α ψ
α, είχα κι εγώ έναν θείο καταδρομέα στην Κύπρο το 1974, στο δεύτερο Αττίλα, που
τραυματίστηκε στο πόδι από πυροβολισμό Τούρκου και όταν είμαστε μικροί μας άφηνε να βάζουμε το
δάκτυλο στην τρύπα της πατούσας του και το δάκτυλο έβγαινε από την άλλη πλευρά
και για κάποιον λόγο το βρίσκαμε συναρπαστικό εγώ και ο αδερφός μου αυτό, όμως τούτος
ο καταδρομέας ήταν εξ ίσου δυνατός και η παρανοϊκή σκέψη λίγο πριν γίνω δέκα
χρονών και προσπαθώντας να μην κλάψω ήταν ότι με τούτον τον καταδρομέα και το
θείο μου μαζί θα κερδίσουμε σίγουρα τον πόλεμο με τους Τούρκους, σαν να έχουμε
Γκάλη – Γιαννάκη στο μπάσκετ και ήταν η
εποχή λίγο αργότερα από το «Βυθίσατε το Χώρα» και ο Οζάλ στις εθνικιστικές
εφημερίδες στα περίπτερα εμφανιζόταν ως Βεελζεβούλ, ήταν εποχή εθνικής ανάτασης
που διήρκεσε μέχρι αργότερα που κατάλαβα ότι το σωστό είναι το Αιγαίο να ανήκει
στα ψάρια του μέχρι οι άνθρωποι να φτάσουμε την ωριμότητα των ψαριών και να μην
τσακωνόμαστε μεταξύ μας για μαλακίες.
Όμως, όταν είπα στη μαμά μου ότι με
χαστούκισαν πάλι στο σχολείο και με ρώτησε ποιός και είπα ο υποδιευθυντής και
με ρώτησε με αγωνία «τον χούφτωσες κι αυτόν» και είπα όχι, αφ’ ενός μεν η μαμά
μου προβληματίστηκε, αφ’ ετέρου δε πρέπει να ένιωσε μιαν ανακούφιση που κράτησε
καλά κρυμμένη μέσα της (δεν αναστέναξε, δηλαδή, ως συνήθως).
Συγχωρέστε μου τη φλυαρία της συγκίνησης,
αυτό που ήθελα να πω αρχικά ήταν ότι πέρασα το κατώφλι του παλιού μου δημοτικού
σχολείου κι έκανα αίτηση για να εγγραφεί στο προνήπιο ο γιος μου και, να,
περιμένω την κλήρωση και έχω λίγη αγωνία γιατί θα ήθελα να εγγραφεί εκεί για
ανεξήγητους λόγους και όταν είδα την αίθουσα του νηπιαγωγείου μου ήρθε να βάλω
τα κλάματα (παρ’ ότι εγώ δεν είχα πάει εκεί, όπως είπα) αλλά η αίθουσα ήταν η
παλιά βοηθητική του σχολείου - που τώρα
αναδίδει παιδικότητα και ζωή και θυμήθηκα που σε αυτή την αίθουσα ο Αρσένης μου
είχε αρπάξει από το χέρι το αυτοκόλλητο με τον Αναστόπουλο που ήταν σπάνιο και
μου το κόλλησε στο θρανίο και σκίστηκε εν όσω το ξεκολλούσα για να το βάλω στο
άλμπουμ και είχα στενοχωρηθεί πάρα πολύ, έκλαιγα και η δασκάλα μου με ρώτησε
γιατί κλαίω και της είπα για τον Αναστόπουλο κι εκείνη επέμεινε γιατί κλαις για
τον Αναστόπουλο κι εγώ της είπα γιατί πήρε μεταγραφή από τον Ολυμπιακό στην
Αβελλίνο (για να μη μαρτυρήσω τον αλήτη τον Αρσένη που μου το χάλασε), ήταν ο
αγαπημένος μου παίχτης που έβαζε τα γκολ, κυρία, και στην ίδια αίθουσα είχα
κάνει κι ένα εμβόλιο το χειμώνα της τρίτης και τη μέρα του εμβολίου ερωτεύτηκα εκείνη
τη συμμαθήτρια μου που μου κρατούσε το χέρι όταν έκανα το εμβόλιο και δεν
έκλαψα γιατί τη ντρεπόμουν και δεν έπρεπε να στενοχωρηθεί αφού μου κρατούσε το
χέρι, έπρεπε να της δείξω ότι η στοργική της πράξη έφερε αποτέλεσμα, άλλωστε
ήταν εκείνη που με φρόντισε κι όταν έφαγα το γρονθοχάστουκο του υποδιευθυντή
(δε με στήριξε όταν χούφτωσα τη δασκάλα) κι επίσης ήταν εκείνη που με φίλησε
στο φινάλε της πέμπτης δημοτικού και δεν το έμαθε κανείς ότι με φίλησε αλλά την
επόμενη χρονιά, όταν ξαναβρεθήκαμε δε μιλούσαμε όχι γιατί δεν ήταν ωραίο το
φιλί, ίσα ίσα - αλλά γιατί ήταν ωραίο
και δεν ξέραμε πώς να το διαχειριστούμε και τι κάνουμε μετά από αυτό.
Για όλα αυτά και γι’ άλλα πολλά έχω
αγωνία και συγκινούμαι για την κλήρωση.