όταν ήμουν νέος
ήθελα να ερωτευτώ ένα
κορίτσι
κι εκείνη να μη με θέλει
να ζήσω μακριά της
όλη μου τη ζωή
να τροφοδοτεί τη σκέψη μου ο έρωτας
να γράφω για κείνη
ανούσια λόγια
δίχως ποτέ να τα διαβάσει
να βρω ένα σπίτι να
κατοικώ
στα ανατολικά από το δικό της σπίτι
σε μακρινή απόσταση
μην τύχει και με δει ποτέ
αλλά να μπορώ να στρέφομαι
προς εκείνη
το κάθε ηλιοβασίλεμα
και ν’ αντικρίζω το φλόγισμα της δύσης
τη θέρμη του ορίζοντα
σαν φωτιά
να τυλίγει τον τόπο της
φωτοστέφανο καυτό
να με θέλγει σαν
εκείνη
που θα έχω ερωτευτεί
(γιατί οι άνθρωποι ανέκαθεν
έλκονταν από το φως και τη θέρμη της φωτιάς)
τούτα ήθελα
όταν ήμουν νέος
την ώρα που φλογίζεται η δύση
το φως και η θέρμη της
να με καλούν να μεταβώ σε κείνη
να είναι αδήριτη η ανάγκη μου
να φλέγομαι από επιθυμία
να με μαγνητίζει η δύση
κι εκείνη που θα ‘χω ερωτευτεί
να είναι η φλόγα
που με σιγοκαίει
κι ας μην το μάθαινε
ποτέ