Οι ουρές στις τράπεζες δε με σοκάρουν. Στα χρόνια του
μνημονίου, από το μπαλκόνι μου που είχε πανοραμική θέα σε έναν πεζόδρομο με
τρεις τράπεζες, η εικόνα ήταν ίδια με τη σημερινή, δις το μήνα τουλάχιστον.
Σε μια χώρα που μόνο μια μειονότητα είχε τη δυνατότητα να
πάρει ένα επαρκές ποσόν από την τράπεζα στο συρτάρι για τις ημέρες της κρίσης
(και της εκδίκησης των αγαπημένων μας εταίρων), σε μια χώρα που η ζωή για τους
πολλούς είναι μεροδούλι- μεροφάι, που οι μισοί έχουν απολέσει τις πιστωτικές
τους κάρτες, που το εν τρίτο της παραγωγικής ηλικίας είναι άνεργοι, που θα
κουραστώ να γράφω και να διαβάζετε τι άλλο έχει συμβεί και συμβαίνει, -είναι
και περιττό άλλωστε, τα ‘χουν πρωτοπεί πολλοί- σε μια τέτοια χώρα λοιπόν δε με
φοβίζουν ούτε οι ουρές, ούτε τα 60 ημερησίως. Ειδικά τα 60, είναι πολλά. Ξέρω
τόσους που ζουν με 10 τη μέρα οικογενειακώς, και πολλά λέω.
Ούτε τα ΜΜΕ με σοκάρουν. Τα μάθαμε τόσα χρόνια τώρα,
τρομολαγνεία, παραποίηση, κουτσομπολιό και συμφέροντα. Καταλαβαίνουμε και κρίνουμε
πού η αλήθεια, πού το συμφέρον. Μονάχα χθες με ξεπέρασαν που πήγα να κάνω εμετό
με το CNN και την αντίστροφη μέτρηση.
Ούτε ο Άδωνις με σοκάρει, (μήλιγγα θα τον έλεγαν οι
συντοπίτες μου, έτσι αποκαλούσαν στα παλιά χρόνια τους διανοητικά πειραγμένους
από παιδικές παθήσεις, όπως η μηνιγγίτιδα), ούτε ο Σαμαράς, ούτε ο Βενιζέλος,
ούτε καν το αφηνιασμένο άτι, ονόματι Ζωή Κωνσταντοπούλου, που προσφέρει δωρεάν case study στους ανά την επικράτεια
ειδικευομένους εις την ψυχιατρική.
Αυτό που με τρομάζει είναι πως ο πρωθυπουργός μας και το
στενό επιτελείο του, παρότι αριστεροί, καλλιεργημένοι και γαλουχημένοι με
πλατιά κοινωνική παιδεία, μοιάζουν να μην έχουν διαβάσει τα αυτονόητα για έναν
αριστερό. Και δεν εννοώ οικονομικές θεωρίες και αναλύσεις. Εννοώ πως μάλλον
δεν διάβασαν ποτέ Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ και Υγκώ.
Γιατί αν τους είχαν διαβάσει, θα έκαναν DNA τους (προχθεσινή φράση του
πρωθυπουργού) πως οι δυνατοί δε νικούν απλώς. Εκδικούνται, κατακερματίζουν,
συρρικνώνουν, εξευτελίζουν τους αδυνάμους.
Δε συζητάμε ποιανού είναι το δίκιο. Ούτε τις πταίει, ποιοι
έκλεισαν σπίτια και ποιοι θανάτωσαν αξιοπρέπεια και ζωές. Γνωρίζουμε καλά.
Συζητάμε αν μπορεί ο αδικηθείς να κερδίσει.
Λυπάμαι, αδύνατον.
Αυτό που με τρομάζει, είναι τα δόντια των δυνατών, που
γυαλίζουν στο σκοτάδι και ιδρώνω.
Κι αν μου τραγουδάει ο καφετζής της γειτονιάς μου με
κέφι ‘εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε
φτωχοί’, λυπάμαι Μηνά μου (έτσι τον λένε), αλλά την εφηβεία την πέρασα προ
καιρού, μαζί και τις άδειες τσέπες από το χαρτζιλίκι που σκόρπαγα, μαζί και την
άγνοια κινδύνου.
Τώρα είμαι ενήλικη και ξέρω να φοβάμαι.
Και μαζί να απαιτώ ενήλικες επιλογές, υπολογισμούς,
διορατικότητα, συνέπεια από μια κυβέρνηση στην οποία πίστεψα – κι ας μην είχα
καμιά στενή συγγένεια μαζί της- και από
έναν πρωθυπουργό, τον εντιμότερο μετά τον Γεώργιο Ράλλη.
Λυπάμαι.
Και φοβάμαι.
Υ.Γ. Και ακόμα ελπίζω…