Η μύγα [Αλίκη Κατσαρού]

Ανήκω στην οικογένεια των Muscidae. Υπάρχω ως είδος στη γη εδώ και 65 εκατομμύρια χρόνια. Η κανονική μου ζωή, αν δεν ήμουν βιονική, θα ήταν  8 με 10 μέρες. Εγώ όμως προβλέπεται να ζήσω όσο ένας μέσος άνθρωπος, με μια συγκεκριμένη αποστολή: Να καταγράψω τις ανθρώπινες ιστορίες της πόλης.

Μπαίνω σε κουζίνες, σε τουαλέτες, πετάω στον αέρα και προσγειώνομαι στα τραπέζια και τα φαγητά. Οι άνθρωποι λένε «μια μύγα» και προσπαθούν να με εξοντώσουν. Δεν ξέρουν όμως πως είμαι βιονική.

Επειδή έχω την ικανότητα να βρίσκομαι σε πολλά διαφορετικά σημεία ταυτόχρονα, κατορθώνω και συλλέγω γρήγορα και αξιόπιστα το υλικό  που μου χρειάζεται. Οι καλύτερες στιγμές μου είναι όταν βρίσκομαι μέσα στα σπίτια. Εκεί βλέπω όλες τις αλήθειες που βρίσκονται κλεισμένες μέσα από  παράθυρα και πόρτες. Διαπιστώνω πόσο ανασφαλείς είναι οι άνθρωποι, πόσο φοβισμένοι είναι και πόσο καλοί ή πόσο κακοί. Πάντως σχεδόν όλοι είναι ανασφαλείς και φοβισμένοι. Όχι μόνο για τους πολέμους, για την οικονομική κατάσταση και για τις ασθένειες. Πιο πολύ ανασφαλείς είναι για τις σχέσεις της καθημερινότητάς τους.


Αδέλφια καβγαδίζουν χυδαία, ηλικιωμένοι ανησυχούν μήπως πεθάνουν από εγκατάλειψη, σύζυγοι ζουν μονίμως μουτρωμένοι και εργαζόμενοι κακοπερνούν στις δουλειές τους. Η στατιστική μου μελέτη ως τώρα λέει, πως η ράτσα των ανθρώπων, όσο μεγαλώνει σκυθρωπιάζει. Εντάξει, όχι όλοι, αλλά οι περισσότεροι.

Ενώ οι νέοι και τα παιδιά, είναι η χαρά της ζωής. Γελούν πολύ, αποζητούν συνέχεια τη χαρά. Αφού όταν βλέπω νέο ή παιδί να κλείνεται στο δωμάτιό του και να είναι κακόκεφο, το ενοχλώ τόσο πολύ με το θόρυβό μου ώστε να το αναγκάσω να μετακινηθεί από την αδράνειά του και να πάει να βρει τη χαρά έξω, στη ζωή. Νομίζω πως οι νέοι είναι τόσο ευχάριστοι γιατί είναι αθώοι. Και οι ενήλικες όταν είναι αθώοι, είναι οι πιο συμπαθητικοί άνθρωποι. Αλλά δυστυχώς, πληρώνουν σκληρά την αθωότητά τους.

Τον μεγαλύτερο εκνευρισμό, τον παθαίνω όταν πετάω πάνω από τραπέζια όπου μαζεύονται πολλοί ενήλικες. Χθες ας πούμε, είχε μια λιακάδα να, και βγήκα στα καφενεία της πόλης, γιατί εγώ σαν είδος, αυτό κάνω από αρχαιοτάτων χρόνων, ακολουθώ τους ανθρώπους. Στο τραπέζι που διάλεξα για την  συλλογή του υλικού μου, άκουγα τρεις ανθρώπους, ο ένας μάλιστα έμοιαζε και σοφός, γιατί είχε άσπρα μαλλιά και γυαλάκια, σαν καθηγητής, να μιλούν για έναν τέταρτο, με πολύ κακούς χαρακτηρισμούς. Όσο πέρναγε η ώρα, είχα πειστεί πως ο άνθρωπος αυτός είναι απαίσιος και τους είχε βλάψει. Μετά, διαπίστωσα  ότι κανείς από τους τρεις δεν τον γνώριζε προσωπικά. Θύμωσα τόσο πολύ, που  πριν φύγω για το επόμενο τραπέζι λέρωσα την ποικιλία του ούζου τους όσο μπορούσα περισσότερο. Παρότι με έβλεπαν να το κάνω, συνέχισαν να τρώνε. Η λαιμαργία τους, δε σταματούσε πουθενά…

Τώρα, βρίσκομαι  στην αρχή της αποστολής μου. Τα πρώτα δείγματα είναι ενθαρρυντικά. Οι καταγραφές μου, προμηνύονται πλούσιες. Θα περάσω από γραφεία τοπικών αρχόντων, από δημόσιες υπηρεσίες, από πανεπιστημιακές αίθουσες, από οικοδομές, από σαλόνια και από πορνεία. Είμαι βέβαιη πως θα συναντήσω πολλούς σπουδαίους ανθρώπους και πολλούς ασήμαντους. Θα γράψω για όλους. Και πριν τελειώσω την αποστολή μου, θα βρεθώ σε μια παιδική χαρά.

Γιατί από τους ανθρώπους, όσα άσχημα κι αν γνωρίσω, αυτό που θέλω να κρατήσω,  είναι το γέλιο τους, τότε  που αντηχούσε χωρίς αντίλαλο, τότε που ήταν όλοι τους παιδιά.