Άγιε μου Σπυρίδωνα, πέρασε η εποχή των θαυμάτων; [Αλίκη Κατσαρού]

Φαντάζομαι,  παρότι δεν έχω διαβάσει βίους Αγίων, (κι ας είμαι Χριστιανή, μα ουχί εκκλησιαζόμενη)  πως για να γίνει κάποιος Άγιος, λογικά θα υπήρξε ένας τουλάχιστον χαρισματικός άνθρωπος, τολμηρός, και σίγουρα αιρετικός στα χρόνια των διωγμών. Θα υπήρξε αντιστασιακός αλλιώς δε θα γινόταν ‘ήρωας’, ασφαλώς ανιδιοτελής και σταθερός εκφραστής της ιδέας του, παρά τις πιέσεις του περιβάλλοντός του.
Προφανώς, όποιος ονομάστηκε Άγιος, υπήρξε ένας ξεχωριστός και σπουδαίος Άνθρωπος.
Προφανώς ένα τέτοιο πνεύμα, και εν προκειμένω, για να μπω στο θέμα μου, ο Άγιος Σπυρίδων, ο θαυματουργός, τον οποίο ως Κερκυραία σέβομαι και τιμώ, σήμερα αν έβλεπε με κάποιον μεταφυσικό τρόπο, πώς συμπεριφέρεται ένα σύνολο ανθρώπων την ημέρα της γιορτής του, ίσως και να έκλαιγε.

Στην πόλη, που ιστορικά και πολιτισμικά έχει ταυτιστεί ανά τους αιώνες με τη Χάρη του και που με περισσή φροντίδα έχει φυλάξει το σκήνωμά του, δε συμβαίνουν στις 12 Δεκεμβρίου, όσα ακριβώς ένας Άγιος θα επικροτούσε.
Αντιαισθητικά καροτσάκια που πουλούν λουκουμάδες όπου να ‘ναι, καροτσάκια στημένα ακόμη και από θεσμοθετημένους συλλόγους, με απλωμένα  πλαστικά πιατάκια για ‘κομψότερο!’ σερβίρισμα.
Εξέδρα χορού με φλογερό όνομα στην πάνω πλατεία, που προφανώς αξιοποιήθηκε με κάποιον τρόπο, όχι απόλυτα σχετικό με τη Χάρη του.
Κυρίες κομμωτηρίου, με πέλματα που περισσεύουν στριμωγμένα σε στενές γόβες και γυαλιστερά καλσόν, ή / και με επώνυμες τσάντες που περιφέρονται στην πλατεία Λιστόν, προκειμένου να ειδωθούν από όλους, κουτσομπολεύοντας και ποζάροντας,  μέρα γιορτή.
Αμέτρητες γλυκερές ευχές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης  από συζύγους σε συζύγους και από συγγενείς σε συγγενείς, λες και δεν τα λένε σπίτι τους. Οι ευχές, στριμωγμένες αγχωμένα, ανάμεσα στα αμέτρητα χριστουγεννιάτικα δέντρα, που αγωνιούν να βγουν από τους τέσσερις τοίχους  για να τα απολαύσει η υφήλιος.
Και μέσα σε όλα αυτά, δημόσιες υπηρεσίες και σχολεία που έκαναν ημιαργία την παραμονή της εορτής του Αγίου Σπυρίδωνα.
Αισθάνομαι μόνη. Μόνη μέσα στην υπερβολή, την οχλοβοή, την κακογουστιά που κάθε χρόνο, σε τούτον τον τόπο, εκφράζεται ολοένα και  πιο έντονα, (όπως και τις ημέρες του Πάσχα).
Και μέσα σ’ αυτή τη μοναξιά, αισθάνομαι τόσο κοντά στον Άγιο Σπυρίδωνα, συμπονώντας τον για το πόσο κακοποιείται η δόξα του, εν αγνοία του. Όπως επίσης αισθάνομαι τόσο κοντά σε όσους αγαπημένους μου απολαμβάνουν το στολισμένο μας δέντρο σπίτι μας, τις λιχουδιές μας, τις μουσικές μας και όσα μας ενώνουν.
Δεν αισθάνομαι όμως καθόλου μοναξιά, ομολογώ, επειδή πολλοί διαβάζοντας αυτό το κείμενο, θα με αφορίσουν. Αντιθέτως, είναι και ο λόγος που το γράφω. Είναι ο χρόνος που περνάει και που επιζητά πια αφορισμούς και ταυτίσεις. Για να νιώθουμε όλο και λιγότερη μοναξιά, υπάρχοντας εκεί που πραγματικά ανήκουμε, γιατί δεν αντέχονται στα ώριμα χρόνια ούτε οι υπερβολές, ούτε τα ψέματα, πια. Ούτε  η ευκολία και η ευτέλεια της εποχής που τείνει να επιβληθεί πανταχόθεν, παραμερίζοντας την ποιότητα, αντέχεται.
Άγιε μου Σπυρίδωνα, πέρασε η εποχή των θαυμάτων; Ή να ελπίζουμε ακόμα πως θα ανακοπεί ο κατήφορος; Χρόνια πολλά.