Είπες θα ‘ρθεις.
Δίχως ώρα. Δίχως μέρος.
Μονάχα πότε. Παραμονή
Πρωτοχρονιάς.
Πίσω από την παλιομοδίτικη πόρτα του διαμερίσματος, μέτρησα τους
ορόφους που ανέβηκε το ασανσέρ. Τα βήματά σου ως την πόρτα. Την καμπύλη του
χεριού σου ως να χτυπήσεις το κουδούνι μου. Τις αναπνοές σου ως να ανοίξω.
Τα κλικ- κλακ των τακουνιών μου στο μάρμαρο οδήγησαν, αργά,
τα βαριά σου βήματα στο σαλόνι μου.
-Πού θα πάμε;
-Γιορτάζεται ο χρόνος που περνά; απόρησες σιγανά.
Το πού δεν είναι έννοια του λεξιλογίου σου.
Παντού.
Σε ποταμούς, σε λίμνες και κολυμπήθρες αλαβάστρινες.
Όπως απόψε.
Στου Νείλου τη θέρμη, που βουτήξαμε. Που βγαίναμε και
παίρναμε ανάσες, που μπαίναμε και βαφτιζόμαστε
στα αιώνια νερά. Του έρωτα, που είναι ανίκητος. Σαν το θάνατο.
Στις πρωτεύουσες τις πιο ανατολικές ανάβανε πυροτεχνήματα και
τραγουδάγανε στις πλατείες και στη δική μας περιμένανε οι άνθρωποι τη νέα
χρονιά κι εμείς δεν περιμέναμε.
Εμείς, δυο πολέμιοι του τέλους ήμασταν,
αγρίμια στη φαρέτρα, τη φτιαγμένη από μοκέτα, μαχητές του χρόνου. Του χρόνου που απαντηθήκαμε. Που δε θέλαμε να φύγει. Κι
έτσι πολεμάγαμε το τέλος, όπως πολεμιέται ο θάνατος. Με έρωτα.
Το μάταιο, πιο βέβαιο είναι κι από τον ουρανό, κι όμως χθες ιδρώναμε τίμια, ευλογημένοι
και λαβωμένοι μαζί, σύμμαχοι κι εχθροί μαζί, να μην περάσει ο χρόνος.
Απ’ το Σύνταγμα τ’ ακούσαμε.
Όλη η Αθήνα βούιζε.
Ήρθε.
2016.
Εμείς, δίχως λέξη, ξαναριχτήκαμε στη μάταιη μάχη μας.