Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

2016 [Αλίκη Κατσαρού]

Είπες θα ‘ρθεις.

Δίχως ώρα. Δίχως μέρος.

Μονάχα  πότε. Παραμονή Πρωτοχρονιάς.

Πίσω από την παλιομοδίτικη πόρτα του διαμερίσματος, μέτρησα τους ορόφους που ανέβηκε το ασανσέρ. Τα βήματά σου ως την πόρτα. Την καμπύλη του χεριού σου ως να χτυπήσεις το κουδούνι μου. Τις αναπνοές σου ως να ανοίξω.

Τα κλικ- κλακ των τακουνιών μου στο μάρμαρο οδήγησαν, αργά, τα βαριά σου βήματα στο σαλόνι μου.

-Πού θα πάμε;
-Γιορτάζεται ο χρόνος που περνά; απόρησες σιγανά.

Το πού δεν είναι έννοια του λεξιλογίου σου.
Παντού.

Σε ποταμούς, σε λίμνες και κολυμπήθρες αλαβάστρινες.
Όπως απόψε.

Στου Νείλου τη θέρμη, που βουτήξαμε. Που βγαίναμε και παίρναμε ανάσες,  που μπαίναμε και βαφτιζόμαστε στα αιώνια νερά. Του έρωτα, που είναι ανίκητος. Σαν το θάνατο.

Στις πρωτεύουσες τις πιο ανατολικές ανάβανε πυροτεχνήματα και τραγουδάγανε στις πλατείες και στη δική μας περιμένανε οι άνθρωποι τη νέα χρονιά κι εμείς δεν περιμέναμε.

Εμείς, δυο πολέμιοι του τέλους ήμασταν, αγρίμια στη φαρέτρα, τη φτιαγμένη από μοκέτα, μαχητές  του χρόνου. Του χρόνου  που απαντηθήκαμε. Που δε θέλαμε να φύγει. Κι έτσι πολεμάγαμε το τέλος, όπως πολεμιέται ο θάνατος. Με έρωτα.

Το μάταιο, πιο βέβαιο είναι κι από τον ουρανό, κι όμως  χθες ιδρώναμε  τίμια,  ευλογημένοι και λαβωμένοι μαζί, σύμμαχοι κι εχθροί μαζί, να μην περάσει ο χρόνος.

Απ’ το Σύνταγμα τ’ ακούσαμε.
Όλη η Αθήνα βούιζε.
Ήρθε.
2016.

Εμείς, δίχως λέξη, ξαναριχτήκαμε στη μάταιη μάχη μας.




Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

2023, Ιούλιος, Κέρκυρα.

Έχουμε τη μεγάλη τύχη να διατηρούμε ένα συμπαθητικό σπίτι στην Κέρκυρα, και έναν μεγάλο έρωτα για την ίδια την Κέρκυρα αλλά και για καθετί ωραίο. Όπως η ίδια η Κέρκυρα.  Πέντε καλοκαίρια δεν κατορθώσαμε να πάμε, για λόγους σημαντικούς και ασήμαντους. Φέτος ήταν υπόσχεση. Εγώ λόγω καταγωγής, έχω περάσει στην Κέρκυρα  περισσότερα από τα μισά καλοκαίρια της ζωής μου. Έχω τόσες αναμνήσεις, όσες δεν έχω για κανένα άλλο μέρος ή συμβάν. Θυμάμαι το αυτοκίνητο του παππού και της γιαγιάς που μας πήγαινε στις δημοφιλείς  παραλίες της εποχής, τον Ίψο, το Πέραμα, τον Άη Γιάννη. Μας πήγαινε και στα ξενοδοχεία, όπου ήταν όλοι φιλόξενοι και περιποιητικοί, περισσότερο με μάς που ήμασταν ντόπιοι, παρά με τους ξένους. Θυμάμαι τα θεόρατα κλαμπ σάντουιτς στο Mira Mare, το κοτόπουλο στο καλαθάκι στο K erkyra Golf και την ταβέρνα στο Πυργί όπου με τσίμπησε μια μέλισσα. Από την πόλη θυμάμαι τα αστραφτερά πεζοδρόμια και τους άδειους δρόμους τα απομεσήμερα, τα ψητά καλαμπόκια, τις άμαξες και τα τρίκλυκλα, ακό

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρας. Η Μαίρη ε

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη