Ένα πρωί μια μπλε γραμμή στο λευκό στυλό του φαρμακείου.
Λιγότερα ταξίδια, άλλα ξενύχτια, με μπιμπερό στο χέρι και άλλα βιβλία, με ανάγλυφα παπάκια και κοτούλες.
Επαναλάβατε παρακαλώ.
Δις.
Θα μπορούσε να είναι τρις. Μα μόλις πετάχτηκε το τελευταίο
πάμπερ στα απορρίμματα, άρχισε το αληθινό ταξίδι, ‘το πιο μακρύ ταξίδι μου’ εσείς,
και δε χωρούν άλλοι επιβάτες, η ομάδα είναι πλήρης.
Ενοχές, φοβίες, λατρεία, όνειρα, ιδέες και ιδεοληψίες, πίστη
και θαυμασμός, γέλιο και κλάμα, απλωμένα
στα όσα τετραγωνικά του δικού μας κόσμου.
Παιχνίδι με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες.
Παιχνίδι με τη δημοκρατία.
Παιχνίδι με το ποιος είσαι και ποιος είμαι.
Παιχνίδι ακόμα και με το Εγώ. Το Εγώ που μαζί μεγάλωσε και
μίκρυνε σε μια τέλεια ισορροπία αλληλεγγύης.
Κι ακόμα, ένα άλλο, προκλητικό παιχνίδι με το DNA. Να σας μαθαίνω τα μεν και να
ξεφυτρώνουν τα δε, φυτεμένα ποιος ξέρει από πότε, στο βιολογικό πλέγμα της δικής
ύπαρξης. Έτσι, να μαθαίνω εγώ να σέβομαι ό, τι είστε, παρεμβάσεις δε χωρούν. Αγαπώ
αυτό που είστε κι όχι αυτό που θα ήθελα να είστε.
Κι ακόμα αγαπώ τα άνθη
του μυαλού σας όταν μοσχομυρίζουν στην έκφρασή σας, λέω, καλό λίπασμα βάλαμε.
Ναι, βάλαμε. Δεν είμαι μόνη μου στο ταξίδι. Όσο η μητέρα, τόσο κι ο πατέρας,
βάρος ειδικό είναι στα σταθερά σας βήματα. Κυρίως σ’ εκείνα έξω από τα
τετραγωνικά του δικού μας κόσμου.
Για τα δικά σας αυτόνομα βήματα συμβαίνει το δικό μας το
ταξίδι. Για το δικό σας μεγάλο ταξίδι
στη ζωή. Τούτο είναι, ας πούμε, ‘προπαρασκευαστικό’.
Και πού είστε; Δεν οφείλετε σχεδόν τίποτα. Εγώ σας οφείλω. Τα
οδοιπορικά μου, για το πιο μεγάλο ταξίδι, το χωρίς όρια, το γεμάτο ανακαλύψεις,
το γεμάτο συναισθήματα, το γενικώς γεμάτο, ξεχειλίζον, απέραντο ταξίδι που μου
χαρίζετε, το ταξίδι της Μητρότητας.
Είπα σχεδόν, γιατί κάτι θέλω να σας ζητήσω, μοναδική πληρωμή:
Στην αποβίβαση, να μου κλείσετε εσείς τα μάτια.