Η εποχή της άγνοιας κινδύνου πέρασε και παρότι ένα μικρό
κομμάτι αθωότητας κανείς ποτέ δε θα μου πάρει, ο αυθορμητισμός του
πληκτρολογίου μου ορθολογίζεται εκνευριστικά τον τελευταίο χρόνο. Είναι που
θέλει να με προστατεύσει.
Αντιστέκομαι.
Γιατί στην παγίδα της αυτολογοκρισίας, μια φορά να πέσεις,
καλύτερα πέτα την πένα και το πληκτρολόγιο κι όποια προέκταση της ελευθερίας
σου έχεις.
Τόσον καιρό παρατηρώ, παρατηρώ και δε μιλώ γιατί οι δικοί μου
δεν εντυπωσιάζονται πια.
Παρατηρώ τα ίδια
πρόσωπα στους ίδιους διαδρόμους ‘υπουργείων’ με το ένα χέρι απλωμένο και το άλλο
σ’ ένα περίστροφο.
Παρατηρώ τα ίδια τηλεοπτικά και –ο θεός να τα κάνει-
δημοσιογραφικά φαινόμενα.
Υπάρχουν ακόμη εκπομπές ταλέντων κι ας μη θυμόμαστε καν τους
προηγούμενους νικητές.
Συναυλίες με δήλωση στην εφορία φέτος, εξού και μίνιμουμ
κράτηση κατ’ άτομο 500 ευρώ και όχι δεν είναι του ΜικΤζάγκερ.
Απόψεις, δηλώσεις και βαρύγδουπα από στόματα που θαρρείς ποτέ
δε θα χορτάσουν κι ας νομίσαμε προς στιγμή πως η εποχή τους πέρασε.
Πάνω από αυτά ανορθόδοξος πόλεμος, φανατισμός, νεκροί.
Φταίχτες και θύματα, ποιος είναι ποιος, μπερδεμένα πράματα -όχι πάντως οι
πολίτες.
Παρατηρώ, παρατηρώ και δε μιλώ και αναρωτιέμαι γιατί οι δικοί
μου δεν εντυπωσιάζονται πια. Τους κοιτώ εξεταστικά. Αναίσθητοι δεν έγιναν.
Άβουλοι δεν ήσαν ποτέ. Τα μάτια τους έχουν μέσα κάθε εικόνα, κακή, καλή. Ακολουθώ
σιωπηλά τα βήματά τους για να δω τι τους κρατά πέρα από τη συζήτηση για όσα πικρά
και βρώμικα.
Μου δείχνουν το δρόμο.
Δρόμο με θάλασσες, ουρανούς καθαρούς και χελιδόνια που
χαράζουν ελεύθερες πορείες. Δρόμο με χέρια που χαϊδεύουν, δε γνωρίζουν άλλη
λειτουργία. Με χείλη που χαμογελούν και μιλούν
λέξεις καθρέφτες. Πόδια που πατούν σε χώμα γόνιμο.
Δρόμο με γέλια παιδιών. Με λευκό παγωμένο κρασί και γύρω
γιασεμιά. Με καλημέρες και καληνύχτες που το καλή σημαίνει καλή. Με σεντόνια
ζωγραφισμένα από τα όνειρα μιας αθώας νύχτας. Και βλέμμα χωρίς τα βάρη καμίας
ένοχης μέρας.
Βαδίζω πίσω τους. Παρατηρώ το δρόμο τους. Έτσι καταλαβαίνω
πως κάποτε δε θα εντυπωσιάζομαι κι εγώ από τα αειθαλή πρόσωπα και τις πράξεις
που κάνουν τον κόσμο μας να μένει απαράλλαχτα κακός.
Γιατί δεν είναι αυτός ο κόσμος. Υπάρχει δρόμος.
Τον κοιτώ. Θέλω να τον περπατήσω. Ξυπόλυτη φυσικά. Κάποιος
μου ψιθυρίζει πριν ακουμπήσω την πατούσα μου στο καθαρό χώμα: «Υπερασπίσου το
παιδί, γιατί αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα».
Πάω.