Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

"Μη σέβεσαι τη θάλασσα. Να τη φοβάσαι." [Αλίκη Κατσαρού]

Δεν ήταν  κι εύκολο μετά από τόσους γύρους του κόσμου ως πλοίαρχος σε μεγαθήρια να σε υποχρεώνουν οι οικογενειακές συνθήκες να κάνεις τον καπετάνιο στη γραμμή Ηγουμενίτσα – Κέρκυρα. Δεν ήταν όμως τύπος ούτε της κατάθλιψης, ούτε του ποτού και του τσιγάρου, ήταν πάντα άνθρωπος της συνέπειας. Έτσι, με συνείδηση υπηρέτησε τα νέα του καθήκοντα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, άντε και με μερικές αψιμαχίες παραπάνω όταν οι άλλοι ήταν ασυνεπείς.
Την αγάπη του στη θάλασσα την έβγαλε όλη σε ένα ψαροντούφεκο και ένα ταχύπλοο σκάφος. Κρις-κραφτ τα λέγαμε τότε, και εγώ ως κόρη έζησα όλα μου τα καλοκαίρια πηδώντας από τη στεριά στο σκάφος και ανάποδα για να δέσω στα μικρολίμανα του νησιού που μας έπαιρνε στα ρεπό του.
Μια ζωή ξυπόλυτη, με μια δρασκελιά βρισκόμουν από την πλώρη στο μόλο, έδενα σε δευτερόλεπτα και δε χρειαζόμουν ποτέ οδηγίες για μπαλόνια, άγκυρες και τα ρέστα. Τον προλάβαινα από την ηλικία του δημοτικού.
Τα νεύρα μου τσατάλια κάθε φορά γιατί μας υποχρέωνε να φοράμε σωσίβια, εμένα και τον αδελφό μου ακόμα και στην πιο μικρή διαδρομή. Μάλιστα. Ο πλοίαρχος των μεγάλων φορτηγών πλοίων μας έβαζε σωσίβια για πέντε μίλια δρόμο. Τα νεύρα μου  επίσης τσατάλια επειδή  μέσα στα λιμάνια και στις μαρίνες πήγαινε σαν χελώνα και ανυπομονούσα αφόρητα για το αγαπημένο μου άραγμα.
Μεσοθαλασσίς, κάνα δυο φορές που μας πλεύρισε το λιμενικό για έλεγχο, μόλις έβλεπαν τον πατέρα μου έλεγαν ένα ‘καλημέρα καπετάνιε’ σηκώνοντας το καπέλο. Τότε εγώ φούσκωνα κι άλλο μέσα στο φουσκωτό μου σωσίβιο από υπερηφάνεια και εντάξει, τον συγχωρούσα για τα υπόλοιπα, γιατί καμάρωνα που ήξεραν τον μπαμπά μου και δεν του έκαναν έλεγχο, όπως στους υπόλοιπους οδηγούς σκαφών.
Μια φορά, στα μεγαλύτερα χρόνια, έτυχα σε ένα περιστατικό: το λιμενικό είχε σταματήσει έναν νεαρό και την παρέα του για μεγάλη ταχύτητα μέσα στη μαρίνα. Ο νεαρός παρακαλούσε τους λιμενικούς να δεχτούν να μιλήσουν στο τηλέφωνο με τον μπαμπά του. Ο μπαμπάς του ήταν πολιτικός.
Τότε σεβάστηκα ακόμα περισσότερο το δικό μου μπαμπά, που δεν ήταν βουλευτής. Και χάρηκα κι άλλο που είμαι κόρη του κι ας έπρεπε να φοράω σωσίβιο πάντα και να ανυπομονώ για το άραγμα.  
Σήμερα είναι 80 ετών και δεν έχει σκάφος. Ούτε εγώ έχω.
Έχω όμως όλη την πείρα και τη θαλασσινή ζωή που μου έμαθε ώστε να παθαίνω σοβαρή αλλεργία με όλους εκείνους που η σχέση τους με τη θάλασσα περιορίζεται στην οικονομική δυνατότητα της απόκτησης ενός σκάφους.
Κι έχω όλο το δικαίωμα να εκρήγνυμαι από θυμό με περιστατικά όπως το δυστύχημα της Αίγινας.
Γιατί τη θάλασσα όπως μας έλεγε ο πατέρας μας «Δεν πρέπει να τη σέβεσαι. Πρέπει να τη φοβάσαι».  Και γιατί πρέπει και να την αγαπάς. Όσοι ψάχνουν πίστα για επίδειξη ανδρισμού στη θάλασσα, διάλεξαν λάθος στοιχείο.






Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρας. Η Μαίρη ε

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνεσαι ένας μαραθωνοδρ