Στενοχωριέμαι πολύ σου λέω.
Γι’ αυτό δε γράφω. Με
τσακισμένο μολύβι, τι να γράψω;
Αναρωτήθηκες αν μπορώ να αντικρίζω τα ίδια πρόσωπα στο λούνα
παρκ της πολιτικής ανακύκλωσης; Μπροστά ή στην αναμονή, οι ίδιοι πάντα.
Δε με ενδιαφέρουν τα ονοματεπώνυμα. Ας είναι διαφορετικά. Τα
πρόσωπα είναι ίδια. Εννοώ οι ψυχές.
Αναρωτήθηκες αν μπορώ να ακούω τις ίδιες φωνές στα ραδιόφωνα,
στην τηλεόραση;
Αναρωτήθηκες αν αντέχω να χαιρετώ τους ίδιους υποκριτές στους
δρόμους που περπατώ;
Γιατί τίποτα δεν αλλάζει κι ας το ελπίσαμε. Ας μας γιγάντωσαν
οι ψεύτες, οι εδώ του τόπου και οι εκεί του κέντρου, την ελπίδα ότι θα
αλλάξουμε. Γι’ αυτό πάντα αντιπαθούσα τη λέξη ελπίδα, γιατί δε στηρίζεται πουθενά. Αιωρούμενη, συντηρεί τη μοίρα
των δειλών.
Τίποτα δεν αλλάζει λοιπόν στη χώρα που μάλλον της χαρίστηκαν
για το λόγο αυτό ακριβώς τα καλοκαίρια, για να μας ξεγελούν ότι κάτι αλλάζει.
Το μαγιό μας, ας πούμε.
Σε πλειστηριασμό βγήκαν τα όνειρα και οι ιδέες, πλειοδότησαν
οι πιο θρασείς και χάρισαν κάτι κατοστάρικα για τα Χριστούγεννα. Δικαιολογία
απιστίας. Ας γελάσω.
Ρασοφόροι μπρος, στρατιωτικές στολές ξοπίσω και από πάνω
κορώνες περηφάνιας και χασκόγελα μαριονέτας στο εκράν. Ας κλάψω.
Απέναντι απ’ το εκράν, εμείς θεατές – θύματα, ουδεμία ευθύνη
φέροντες για το αποτέλεσμα.
Ουδεμία ευθύνη, φυσικά, στο ομοιογενές πλήθος που διστάζει να
εκφράσει την δυσαρέσκειά του από φόβο
μήπως απολέσει τη βολή των μελών του.
Αξιολύπητοι, ψευτοευγενείς, με τα like μας και τις καλημέρες
μας, μην και χάσουμε καμιά καλή γνωριμία που ίσως κάποτε φανεί χρήσιμη. Μην και
δυσαρεστήσουμε το συμπαγές μόρφωμα, τη δήθεν
κοινωνία. Και κάποιοι μην και δυσαρεστήσουν τα αφεντικά. Όχι της
επιχείρησης, αυτό θα ήταν απολύτως θεμιτό. Τα αφεντικά του κόμματος που τους
έχουν υποσχεθεί μισθούλη μόλις περάσουν από την αναμονή στην εξουσία.
Ξέρεις, αισθάνομαι να καλουπώθηκα κι εγώ. Σαν να έχει αρχίσει
να με νοιάζει που με λένε απείθαρχη. Ποιοι; Έλα τώρα, ποιοι. Ας γελάσω.
Με τσακισμένο μολύβι, δεν πειράζει, τελικά θα συνεχίσω, το
υπόσχομαι.
Στη συντήρηση, όχι δε θα μπω, κι ας μου είπε πλαγίως ο φίλος
μας ότι μπήκα.
Φόβος ήταν, το παραδέχομαι.
Ήταν που είδα και βίωσα τις συνέπειες της ελευθερίας του
λόγου.
Δε σου λέει κανείς ευθέως ‘θα τιμωρηθείς’.
Συμβαίνει αυτομάτως. Έχει τον τρόπο του το σύστημα. Είπαμε,
αλλάζουν τα ονόματα, αλλά μοιάζουν πολύ μεταξύ τους τα πρόσωπα.
Και είναι τόσο άσχημα…