Αφορμή για τα παρακάτω πήρα από το λογοτεχνικό-ιστορικό
περιοδικό που δειλά εμφανίστηκε στην πόλη και νομίζω θα μεγαλώσει και θα
κατακτήσει τους αναγνώστες με την ύλη των επόμενων τευχών του. Ο τίτλος του
περιοδικού, «Πορτόνι», μου αρέσει πολύ. Είναι κερκυραϊκή λέξη, γλυκιά και μικρή
εκδοχή της πόρτας και μάλλον σημαίνει την καγκελόπορτα, όμως εμείς εδώ οι
ντόπιοι τη χρησιμοποιούμε για να εννοήσουμε και την είσοδο της οικοδομής,
προφανώς της πολυκατοικίας και μάλιστα της παλιάς, γιατί για τη μονοκατοικία χρησιμοποιούμε
τη λέξη πόρτα ή εξώπορτα.
Εκτός από το περιοδικό, τον τελευταίο καιρό με έχουν απασχολήσει πολύ και τα πορτόνια της πόλης μας.
Δεν εννοώ αρχιτεκτονικά, εννοώ κοινωνικά, αν και η
αρχιτεκτονική με την κοινωνία πορεύονταν ανέκαθεν χέρι-χέρι και θα λέγαμε ότι η
αρχιτεκτονική είναι από τους σοβαρότερους μάρτυρες της ιστορίας ως τεκμήριο
πραγματικό και αυταπόδεικτο των ανθρώπινων πράξεων.
Κοινωνικά λοιπόν, τα πορτόνια στην πόλη παίζουν εσχάτως ένα σοβαρό
ρόλο.
Στεγάζουν εφήβους.
Καθόλου άστεγους, μα ασκεπείς μάλλον ως προς το πού θα στεγάσουν
τα φιλιά τους, το κάπνισμά τους, την κοπάνα τους και το πρόχειρο φαγητό τους.
Τόσο μεγάλο ρόλο έχουν αναλάβει τα πορτόνια, τόσο
της μόδας έχουν γίνει, που κάποιοι ιδιοκτήτες έχουν κολλήσει χαρτάκια τύπου
«μην κλείνετε την είσοδο», «απαγορεύεται η άσκοπη παραμονή στην είσοδο» και
άλλα παρόμοια.
Νωρίς το πρωί, πριν τις οχτώ τα πορτόνια της πόλης που
βρίσκονται κοντά στα διάφορα γυμνάσια και λύκεια γεμίζουν κόσμο. Ένας με
σκουλαρίκι στο φρύδι, άλλος με κρυμμένο τσιγάρο στο μανίκι και αγωνία να το
ανάψει, άλλος με μια τυρόπιτα ή έναν καφέ συναντιούνται στα πορτόνια την ώρα
που ο καθηγητής στο σχολείο σημειώνει τον σταυρό της απουσίας στο
αντιπαθητικό δημόσιο έγγραφο του
απουσιολογίου.
Τα μεσημέρια λιγότερο. Ίσως αποφεύγονται οι συναντήσεις με τους
νοικοκυραίους που γυρνούν στο σπίτι και δυσαρεστούνται από τη φασαρία στην
πολυκατοικία τους.
Τα βράδια όμως του χειμώνα που νυχτώνει νωρίς στην πιο
βροχερή πόλη της χώρας, τις ώρες που οι δρόμοι είναι άδειοι, τα πορτόνια της
πόλης αναστενάζουν. Πόδια τυλιγμένα με
μπλου τζην και πλεγμένα μεταξύ τους σαν φίδια σε συνουσία, πρόσωπα φουντωμένα
και μαζί αφημένα στον κόσμο του φιλιού και του ονείρου, χέρια παγωμένα που στην
ένωσή τους εκτοξεύουν την κλίμακα Fahrenheit στη θερμοκρασία του ήλιου, τιμούν
τα πορτόνια με την ύπαρξή τους. Σταυρός απουσίας εδώ δεν υπάρχει. Εδώ συμβαίνει
η πρώτη παρουσία στον κόσμο της αγάπης και της ηδονής. Εδώ συμβαίνει η πρώτη
ανακάλυψη του σώματος, της επιδερμίδας που ανατριχιάζει, του λαιμού που γέρνει,
που απλώνει σα δρόμος για να κυλήσει ανεμπόδιστα το φιλί, του χειλιού που
σιγοψιθυρίζει σ’ αγαπώ, κι ας μη γνωρίζει αλήθεια πώς είναι ακόμα η αγάπη.
Κι εγώ που γνωρίζω πια πώς είναι η αγάπη, παρατηρώ με ζήλια
τη μόδα των πορτονιών και θέλω να χωθώ σε ένα παλιό, ψηλό πορτόνι με πλακάκι
ιταλικό του 1920, φως κιτρινωπό κι
αδύναμο και πλατιά μαρμάρινα σκαλοπάτια, ούτε για τσιγάρο, ούτε για κοπάνα, μα
για ένα φιλί ρομαντικό σαν σε σκηνοθεσία
μιας εφηβείας που δε θέλει να φύγει ποτέ εντελώς. Αχ, πορτόνι!