Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αχ, Πορτόνι! [Αλίκη Κατσαρού]

Αφορμή για τα παρακάτω πήρα από το λογοτεχνικό-ιστορικό περιοδικό που δειλά εμφανίστηκε στην πόλη και νομίζω θα μεγαλώσει και θα κατακτήσει τους αναγνώστες με την ύλη των επόμενων τευχών του. Ο τίτλος του περιοδικού, «Πορτόνι», μου αρέσει πολύ. Είναι κερκυραϊκή λέξη, γλυκιά και μικρή εκδοχή της πόρτας και μάλλον σημαίνει την καγκελόπορτα, όμως εμείς εδώ οι ντόπιοι τη χρησιμοποιούμε για να εννοήσουμε και την είσοδο της οικοδομής, προφανώς της πολυκατοικίας και μάλιστα της παλιάς, γιατί για τη μονοκατοικία χρησιμοποιούμε τη λέξη πόρτα ή εξώπορτα.
Εκτός από το περιοδικό, τον τελευταίο καιρό με έχουν απασχολήσει πολύ και τα πορτόνια της πόλης μας.

Δεν εννοώ αρχιτεκτονικά, εννοώ κοινωνικά, αν και η αρχιτεκτονική με την κοινωνία πορεύονταν ανέκαθεν χέρι-χέρι και θα λέγαμε ότι η αρχιτεκτονική είναι από τους σοβαρότερους μάρτυρες της ιστορίας ως τεκμήριο πραγματικό και αυταπόδεικτο των ανθρώπινων πράξεων.
Κοινωνικά λοιπόν, τα πορτόνια στην πόλη παίζουν εσχάτως ένα σοβαρό ρόλο.
Στεγάζουν εφήβους.
Καθόλου άστεγους, μα ασκεπείς μάλλον ως προς το πού θα στεγάσουν τα φιλιά τους, το κάπνισμά τους, την κοπάνα τους και το πρόχειρο φαγητό τους.
Τόσο μεγάλο ρόλο έχουν αναλάβει τα πορτόνια, τόσο της μόδας έχουν γίνει, που κάποιοι ιδιοκτήτες έχουν κολλήσει χαρτάκια τύπου «μην κλείνετε την είσοδο», «απαγορεύεται η άσκοπη παραμονή στην είσοδο» και άλλα παρόμοια.
Νωρίς το πρωί, πριν τις οχτώ τα πορτόνια της πόλης που βρίσκονται κοντά στα διάφορα γυμνάσια και λύκεια γεμίζουν κόσμο. Ένας με σκουλαρίκι στο φρύδι, άλλος με κρυμμένο τσιγάρο στο μανίκι και αγωνία να το ανάψει, άλλος με μια τυρόπιτα ή έναν καφέ συναντιούνται στα πορτόνια την ώρα που ο καθηγητής στο σχολείο σημειώνει τον σταυρό της απουσίας στο αντιπαθητικό  δημόσιο έγγραφο του απουσιολογίου.
Τα μεσημέρια λιγότερο. Ίσως αποφεύγονται οι συναντήσεις με τους νοικοκυραίους που γυρνούν στο σπίτι και δυσαρεστούνται από τη φασαρία στην πολυκατοικία τους.
Τα βράδια όμως του χειμώνα που νυχτώνει νωρίς στην πιο βροχερή πόλη της χώρας, τις ώρες που οι δρόμοι είναι άδειοι, τα πορτόνια της πόλης αναστενάζουν.  Πόδια τυλιγμένα με μπλου τζην και πλεγμένα μεταξύ τους σαν φίδια σε συνουσία, πρόσωπα φουντωμένα και μαζί αφημένα στον κόσμο του φιλιού και του ονείρου, χέρια παγωμένα που στην ένωσή τους εκτοξεύουν την κλίμακα Fahrenheit στη θερμοκρασία του ήλιου, τιμούν τα πορτόνια με την ύπαρξή τους. Σταυρός απουσίας εδώ δεν υπάρχει. Εδώ συμβαίνει η πρώτη παρουσία στον κόσμο της αγάπης και της ηδονής. Εδώ συμβαίνει η πρώτη ανακάλυψη του σώματος, της επιδερμίδας που ανατριχιάζει, του λαιμού που γέρνει, που απλώνει σα δρόμος για να κυλήσει ανεμπόδιστα το φιλί, του χειλιού που σιγοψιθυρίζει σ’ αγαπώ, κι ας μη γνωρίζει αλήθεια πώς είναι ακόμα η αγάπη.
Κι εγώ που γνωρίζω πια πώς είναι η αγάπη, παρατηρώ με ζήλια τη μόδα των πορτονιών και θέλω να χωθώ σε ένα παλιό, ψηλό πορτόνι με πλακάκι ιταλικό του 1920, φως  κιτρινωπό κι αδύναμο και πλατιά μαρμάρινα σκαλοπάτια, ούτε για τσιγάρο, ούτε για κοπάνα, μα για ένα φιλί  ρομαντικό σαν σε σκηνοθεσία μιας εφηβείας που δε θέλει να φύγει ποτέ εντελώς. Αχ, πορτόνι!


Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρας. Η Μαίρη ε

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνεσαι ένας μαραθωνοδρ