Στο τελευταίο σκαλί της μαρμάρινης σκάλας που μ’ ανέβαζε στον
παράδεισο της παιδικής μου ηλικίας, ήσουν εκεί ένα μεσημέρι. Ψηλός, λιγνός, με
παντελόνι καμπάνα και ένα κεφάλι Απόλλωνα γερμένο στο πλάι, σαν βαρύ από τις σκέψεις.
Είχα μια σάκα κόκκινη, ορθογώνια παραλληλόγραμμη, από δέρμα με μεταλλικές αγκράφες
και χαρούμενες ζωγραφιές κι έτρεχα. Δυο-δυο ανέβαινα τα σκαλιά κι όταν έφτασα
λαχανιασμένη, σφάλισα τη βαριά πόρτα και
χώθηκα στο βελούδο της αγάπης των δικών μου. Ούτε που σε είχα δει.
Σε ένα επαρχιακό μπαρ,
όταν μεγάλωσα και φόρεσα στενό δερμάτινο παντελόνι και σκουλαρίκια κρίκους,
λίγο πριν σταματήσει η μουσική εξαιτίας της νέας τότε νομοθεσίας, είπες ‘συγνώμη’
και τράβηξες το πανωφόρι σου από το σκαμπώ που καθόμουν. Μέσα από τον καπνό που
φυσούσα αδέξια ίσως να πρόσεξα ένα λοξό χαμόγελο και έναν κρόταφο που τολμούσε
να γκριζάρει απαλά. Ούτε που σε είχα δει πάντως.
Σε μια πολιτική συγκέντρωση στο κέντρο της Αθήνας, από
εκείνες που σνόμπαρα γιατί είχαν λίγο κόσμο και εμπόδιζαν την αγορά που τόσο
μου αρέσει στη μεγάλη πόλη, σε προσπέρασα κι όπως σε ακούμπησα με τις σακούλες
μου, είπα ‘συγνώμη’, ούτε που απάντησες, άκουγες με προσοχή τον ομιλητή κι ίσως
ονειρευόσουν. Ούτε κι εκεί σε είχα δει.
Στην Γκαρ Λιόν, στο Παρίσι, εγώ περίμενα την ξαδέλφη μου από
μιαν άλλη χώρα για να διασκεδάσουμε το Σαββατοκύριακο, δούλευα τότε εκεί, κι εσύ
ανέβαινες στο τρένο. Φίλησες μια γυναίκα πριν μπεις στο βαγόνι σου και της χάιδεψες
το πρόσωπο. Ίσως τότε σε είδα πρώτη φορά. Όχι για κάποιον άλλο λόγο, μόνο
επειδή χάιδεψες το πρόσωπο μιας γυναίκας τράβηξες το βλέμμα μου από την
απέναντι αποβάθρα. Την κίνησή σου είδα δηλαδή, όχι εσένα για να είμαστε
ειλικρινείς.
Ένα βράδυ Αναστάσεως στην Κέρκυρα, το λέω λες κι έχω βρεθεί
πουθενά αλλού βράδυ Αναστάσεως ποτέ, μπήκα σε ένα εστιατόριο με τους γονείς μου
και τα παιδιά μου. Τρώγαμε πριν την Ανάσταση τότε, γιατί ήταν μικρά, και ήσουν
εκεί με μεγάλη παρέα, πίνατε ποτά και καπνίζατε. Μάλλον ήσασταν πελάτες γιατί
είχατε πιάσει από νωρίς ένα μεγάλο τραπέζι για τη μεταμεσονύκτια μαγειρίτσα. Το
χέρι σου ήταν απλωμένο στους ώμους μιας γυναίκας, ποιος ξέρει αν ήταν η ίδια
του Παρισιού, ρουφούσες λαίμαργα το χρυσοκίτρινο υγρό από το ποτήρι σου, ουίσκυ
το λένε, και μιλούσες χαμογελαστά. Όταν βγήκα με το ένα παιδί αγκαλιά, ο δρόμος μύριζε
πασχαλιά και μια θαλασσινή αύρα που ερχόταν πίσω από τα τείχη της πόλης, με ζάλισε σαν να είχα πιει εγώ όλο σου το
ουίσκυ. Δεν ξέρω γιατί νόμισα εκείνη τη στιγμή ότι είχα πιει το ποτό ενός αγνώστου
που αγκάλιαζε μιαν άλλη γυναίκα αλλά τότε σε είδα για πρώτη φορά. Φορούσες άσπρο πουκάμισο.
Σε είδα κι άλλη μια στο ταμείο ενός σούπερ μάρκετ.
Κρυφοκοίταξα τα ψώνια σου. Είναι τόσο αδιάκριτοι αυτοί που κοιτούν τα ψώνια των
άλλων κι εγώ έγινα όμοια με αυτούς. Ήθελα από τα πράγματα που προτιμούσες να
πάρω πληροφορίες για τον τρόπο που ζεις. Οι πληροφορίες ήταν καλές.
Μόλις σηκώθηκα μετά από χρόνια από ένα βαρύ κάταγμα που με
είχε καθηλώσει σε απραξία, χίμηξα στη δράση. Με κάλεσαν σε μια διάλεξη τοπικού
ενδιαφέροντος. Είχα γράψει πολλές ωραίες σελίδες με ιστορικο-ρομαντικό
περιεχόμενο και τις ανέγνωσα με εξαιρετικό στυλ. Ήταν για πρώτη μου φορά η
στιγμή μου να υπάρχω. Σήκωσα τα μάτια σε μια παύση, για να κοιτάξω το κοινό, όπως πρέπει
να κάνει ο σωστός ομιλητής και σε είδα στην πρώτη σειρά. Ίσως να μην ήμουν
εντελώς ευπρεπώς ντυμένη, ήταν καλοκαίρι άλλωστε, γιατί εσύ κοιτούσες τα πόδια
μου, σταυρωμένα κάτω από την έδρα.
Πάντως με είδες. Και σε είδα.
Και μετά σε είδα παντού και πάντα, στην σκάλα των παιδικών μου
χρόνων, στα ταξίδια, στις δουλειές μου, στις βραδιές μου και ακόμα στον
καθρέφτη, τα βράδια πριν πέσω για ύπνο που μιλούσα στον άγνωστο εαυτό μου,
εκείνον που ήθελα να γνωρίσω, εκείνον που σε είχε πάντα μέσα του και που όταν
τον βρήκα σε είδα και σε βρήκα ολόκληρο.