
Θα
γελούσε ο άντρας της αν τα ήξερε όλα αυτά. Θα την κορόιδευε. «Γεράσαμε Έφη», θα
της έλεγε. «Γεράσαμε και εσύ ονειρεύεσαι έρωτες; Αυτά είναι για τα νιάτα!».
Εκείνη όμως δεν την ένοιαζαν τα χρόνια. Τι κι αν ανήμερα αυτού του καταραμένου
Αγίου θα έκλεινε τα 50; Η κόρη της θα της έφερνε πάλι μια τούρτα- καρδιά. Λόγω
της ημέρας τα ζαχαροπλαστεία μόνο τέτοιες πουλούσαν. Το κόκκινο γλάσο θα την
προκαλούσε να πάρει όλο το κουτί και να το πετάξει από το μπαλκόνι, ω, πόση
χαρά θα της έδινε αυτό! Μα όχι, θα έπρεπε πάλι να κάνει την έκπληκτη, να
ευχαριστήσει το κορίτσι της που τη σκέφτηκε, να θαυμάσει το γευστικό
κατασκεύασμα που την περιγελούσε και να φορέσει το χαμόγελο που θα έδειχνε πόσο
ευτυχισμένη ήταν. Ο σύζυγος θα τη φιλούσε χωρίς καν να την ακουμπήσει, σαν τις
κυρίες που φιλιούνται στον αέρα για να μη γεμίσει η μία την άλλη κραγιόν. Και
εκείνη θα έκλεινε τα μάτια στιγμιαία. Και θα φανταζόταν δύο χείλη να παλεύουν
με τα δικά της με πάθος και μια γλώσσα να χώνεται στο στόμα της και να το
οργώνει. Και εκείνη να λιγοθυμά από ηδονή. Φιλί ζωή και θάνατος μαζί. Και όλα
φως. Ω, ναι, αυτό τελικά ήταν το μόνο που λαχταρούσε το πεινασμένο για χάδια
κορμί της. Την επιστροφή στο φως. Και το μηδενικό που θα έμπαινε σύντομα στην
ένδειξη των χρόνων της ήταν η ευκαιρία της να μηδενίσει το κοντέρ. Αρχή και
τέλος πλάτη με πλάτη. Αρχή και τέλος κορώνα γράμματα στο νόμισμα της ζωής της.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι της ανάλαφρη.
Είχε πολλά να ετοιμάσει και ο χρόνος ήταν μόνο μια κλεψύδρα που άδειαζε προς
μία και μόνη κατεύθυνση. Είχε μπροστά της λιγότερο από 14 ημέρες. Και τότε θα
άρχιζε το ταξίδι προς το φως….