Η καρδιά της
είχε πονέσει εκείνο το Σαββατοκύριακο..Χρόνια είχε να πονέσει έτσι. Xρόνια είχε να κυκλοφορεί το σώμα της στη δουλειά, στη βόλτα, στο
σπίτι και να νιώθει ένα μαύρο, βαρύ μάρμαρο, στην γεωγραφική περιοχή που
ορίζουμε ως καρδιά. Ήταν οδυνηρό μα συνάμα, της θύμισε πώς είναι να είσαι
ζωντανή. Από μικρή είχε αυτή την ανόητη συνήθεια της ηρωίδας των παιδικών της
βιβλίων… 'Η Πολυάννα και Το Παιχνίδι της Χαράς'… Εκείνο το παιχνίδι, που ακόμα
κι όταν όλα πάνε ανάποδα, πρέπει πάντα, να βρίσκεις κάτι θετικό, κάτι όμορφο
μέσα στην ασχήμια.. Ακόμα και στη λαβωματιά που φορούσε στο στήθος, σαν αόρατο
στους άλλους, κόσμημα από παλιό ατσάλι και μαύρη λάβα, έβλεπε τόσο θάνατο όσο
και ζωή. Νιώθω, άρα ζω, είπε στον εαυτό της. Και αυτό είναι κάτι.
Δεν κράτησε
πολύ ο δυσβάσταχτος πόνος, γιατί η ζωή της ήταν τέτοια, που είχε χαρές πολλές
και άλλες τόσες ασχολίες. Κοίμισε τη λύπη- την νανούρισε σχεδόν, 'μες στις πολλές κινήσεις και ομιλίες' που
έλεγε και ο ποιητής. Καμιά φορά, ένιωθε πως κάπου μέσα της, είχε ένα κουτάκι περίτεχνο και
πορσελάνινο, που ρουφούσε την μαυρίλα… Πάντα αγαπούσε τα χρώματα... Της
πήγαιναν άλλωστε… Ίσως ένιωθε πως την προστάτευαν, σαν μια ασπίδα ενάντια στο
κακό. Όπως άλλοι φορούσαν χάντρα θαλασσιά, αυτή φορούσε πάνω της, το φως. Τα
χρώματα ήταν οι φύλακες άγγελοί της. Εκείνο το Σαββατοκύριακο, οι φίλοι της, είπαν
πως έχασε την λάμψη της, πως το πρόσωπό της ήταν θαμπό. Η μάνα της- αχ βρε μαμά-,
τι ένιωσε άραγε στη φωνή της και την έπαιρνε τηλέφωνο, ελάχιστα παραπάνω από το
συνηθισμένο τους; Τόσο ώστε να μην ενοχλεί και τόσο, όσο να κατευνάζει την
έγνοια της για το 'παιδί'.
Έλεγε κι άλλα ωραία, γιατί της άρεσαν τα
τσιτάτα. Στις αναποδιές ψιθύριζε στίχους παλιούς, 'θα περάσει κι αυτό, όπως
πέρασαν κι άλλα'… κι αποφθέγματα σοφών για βάρκες που θαλασσοδέρνονται, μα δε
βουλιάζουν και ανέμους που εναντιώνονται, μα κάτι σου διδάσκουν. Αντιμετώπιζε
τη λύπη κοιτώντας την στα μάτια, ντόμπρα, σχεδόν ατρόμητα, σαν έτοιμη για μια
αναμέτρηση έμπειρων, ξιφομάχων, που στέκονται ρωμαλέοι και περήφανοι, ο ένας
απέναντι στον άλλον. Όμως η λύπη είναι ρευστή και ένα μεγάλο μέρος της, ξέφευγε κι έμπαινε στο σώμα της βαθιά και
ύπουλα. Η λύπη της, αν τη μετάφραζε σε μία και μόνο έννοια, σε μία και μόνο
λέξη, θα ήταν ένα 'κρίμα…' Κρίμα για αυτό που θα
μπορούσε να βιωθεί μα για χίλιους λόγους, δεν
πήρε σχήμα και μορφή στον κόσμο αυτό.. Σαν ένα λουλούδι που δεν άνθισε και ω!
πόσο θα ομόρφαινε την πλάση, η ύπαρξή του..
Κι όμως… δε
θα υπήρχε λύπη αν ήταν ικανή για θυμό. Αυτή η χαζή 'ανωτερότητα' να αιτιολογεί τις
συμπεριφορές των άλλων, δεν της επέτρεπε την απελευθερωτική ανωτερότητα, του να
σπάσει ευθαρσώς τα δεσμά, σαν κινηματογραφική περσόνα, σαν θηλυκός Ρετ Μπάτλερ
που δεν δίνει πια δεκάρα για την Σκάρλετ Ο' Χάρα. Ήθελε να μπορεί να κάνει μια
έτσι και να κλείσει με θόρυβο, το παλιό βιβλίο. Να μην το κρατά κοντά στην
καρδιά της, ξεφυλλίζοντας κίτρινες ξεθωριασμένες σελίδες. Η αλήθεια είναι ότι
συχνά την ζέσταινε, έτσι όπως το κρατούσε εκεί κοντά. Ήταν οικεία η μυρωδιά
του, ήταν αγαπημένη η υφή του στα δάχτυλά της. Το κρατούσε και γλύκαινε. Το
κρατούσε και πονούσε. Φοβόταν πως αν το άφηνε, θα φαινόταν σε όλους- και στην
ίδια περισσότερο, μια διάτρητη καρδιά. Ήθελε να απαγκιστρωθεί και συνάμα δεν
ήθελε…
Χωρίς καν να
το καταλαβαίνει, η ματαίωση γύριζε προς τα μέσα. Γινόταν θυμός προς την ίδια -
μιας και δεν ήξερε να θυμώνει στους άλλους- και ο θυμός προς την ίδια έκανε το
σώμα της ηφαίστειο που εκρήγνυτο απρόσμενα, σε ώρες άσχετες, στην ουρά του σούπερ
μάρκετ, στη μέση ενός έργου στο σινεμά, στο αυτοκίνητο που κόλλησε στην κίνηση.
Ήξερε πολύ καλά πώς δεν έφταιγε το σινεμά, η ουρά, η κίνηση. Έφταιγε το
ανείπωτο και το μη βιωμένο. ‘Όσο δεν μιλά το στόμα σου θα μιλά το σώμα σου’,
έλεγε πάλι στον εαυτό της θυμούμενη ακόμα ένα αγαπημένο της απόφθεγμα. Με τα
χρόνια βέβαια, έμαθε να ακούει το σώμα της και να το σέβεται. Αυτό κουβαλάει
την ψυχή της και το ήθελε γερό. Μάθαινε να φροντίζει τις πληγές της, σαν να
φροντίζει τις πληγές μικρού παιδιού, με φροντίδα και αγάπη περισσή.
Μεγαλώνοντας,
ήταν πιο δεκτική σε οτιδήποτε σήμαινε ζωή- χαρές, περιπέτειες, πληγές, σε ό, τι
τέλος πάντων, κάνει μια καρδιά να χτυπά. Της άρεσαν οι άνθρωποι οι τσαλακωμένοι,
αυτοί που στο πρόσωπό τους κουβαλάνε τη ζωή, τους έρωτες και τους θανάτους
τους. Αυτοί που δεν φοβήθηκαν να ζήσουν, να αντισταθούν, να τραγουδήσουν δυνατά
και να χορέψουν ξέφρενα. Της άρεσε να είναι σαν γιαπωνέζικο σπασμένο βάζο. Από
αυτά που οι τεχνίτες, γεμίζουν τις ρωγμές τους με χρυσό, για να δείξουν πως η
ομορφιά και η αξία, είναι στην ιστορία που κουβαλάμε. Είχε στο βάζο της πολλές
ρωγμές- όπως όλος ο κόσμος, άλλωστε.. Μα είχε κι άλλο τόσο χρυσό. Δική της η
ιστορία, δικές της οι πληγές, δική της και η ομορφιά. Δικές της οι ρωγμές, δικό
της και το χρυσάφι.
Ήταν Άνοιξη, ήταν
ζωντανή και είχε πολλές δουλειές. Είχε πληγές να θεραπεύσει και πολλή ζωή να
ζήσει. Ντύθηκε με χρώματα και κοίταξε μπροστά.