Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Κερκυραϊκό Πάσχα: Εν κινδύνω [Αλίκη Κατσαρού]

Η ορθοδοξία και οι μπότηδες. Το Bυζάντιο και ο Faccio. Οι εκκλησιαστικοί ύμνοι και τα damaschi. Ο Άγιος και το Duomo. Όλα τούτα δεν είναι απλές συναντήσεις, είναι κοσμογονία ενός σύντομου σπουδαίου κόσμου που ξεκινά την Κυριακή των Βαΐων και ζει ως την Κυριακή του Πάσχα σε μια γη της Μεσογείου που κρατιέται με πορφυρές κορδέλες δεμένη στην Ανατολή και τραγουδά όπερα όξω φωνή βαστώντας μέσα της τη Δύση. Στη γη της Κέρκυρας η Μεγάλη Εβδομάδα είναι από μόνη της ένας κόσμος, ένα σενάριο θαυμαστό. Σκηνογραφία η πόλη – Μνημείο, σκηνοθεσία ο πολιτισμός, μουσική η λόγια, θεατές όλη η Ελλάδα.

Τα έθιμα αιώνων για λόγους που ένας λαογράφος θα μπορούσε να μας εξηγήσει, συνενώθηκαν σε ένα μίγμα τέτοιας επιτυχίας που κράτησε χρόνους πολλούς και που η εκκλησία –τα του Καίσαρος τω Καίσαρι- και το σπουδαίο έργο των φιλαρμονικών συντήρησαν  ζωντανό, ακμαίο, σχεδόν μαγικό. Οι Κερκυραίοι, στυλοβάτες του Πάσχα είτε ως συμμετέχοντες, είτε ως θεατές, χωρίς αυτούς τίποτα δε θα είχε μείνει.

Τις δεκαετίες της ελληνικής ανάτασης, είτε αυτή εκφραζόταν με Μερσεντές όπως στα ’80, είτε με περιοδικά κουλτούρας NITRO όπως στα ’90, είτε με πολύ πιο τζετ-σετ καταστάσεις όπως στα ’00, το κερκυραϊκό Πάσχα αποθεώθηκε. Έγινε must κάθε ‘νεοέλληνα που σέβεται τον εαυτό του’, χαρά των ντόπιων που οι παραδόσεις τους πήραν τέτοια υπεραξία και ακόμα χαρά των καλών παλιών οικογενειών που γυάλισαν τα ασημικά τους, έφτιαξαν τους κήπους τους και άνοιξαν τα αρχοντικά τους σε φίλους και συγγενείς από την υπόλοιπη Ελλάδα υπενθυμίζοντάς τους και τη διαφορά του παλιού καλού κρασιού με το έστω και ακριβότερο μποζολέ του κόσμου.

Όλα τούτα ήταν υπέροχα. Η λαοθάλασσα στη Σπιανάδα πιο ζωηρή κι από τότε που δίνονταν εκεί μάχες μεταξύ Οθωμανών και Ενετών για την κατάκτηση του Φρουρίου. Οι φιλαρμονικές και οι χορωδίες σε συνεχή πρόοδο και επιδόσεις υψηλών προδιαγραφών. Έφτιαξαν και τα καφενεία, έφτιαξαν και τα εστιατόρια, εμπλουτίστηκε ο μεζές του ούζου, και χαιρόμασταν εμείς οι μεσαίοι επαρχιώτες μια περίοδο το χρόνο που ήμασταν πραγματικοί σταρ. Γιατί μας άξιζε.

Αυτή η λέξη ‘σταρ’ όμως, σα δαίμονας μπήκε και χώθηκε, δεν είναι 6-7 χρόνια, και κινδυνεύει να μετατρέψει τη μυσταγωγία σε πανηγύρι. Όπως κάτι τραγουδιστές που μόλις γίνονται πολύ διάσημοι αρχίζουν και χάνουν το μέτρο και γκρεμοτσακίζονται σαν άδειες κανάτες στο πλακόστρωτο, έτσι και το κερκυραϊκό Πάσχα αν δεν ανακτήσει σύντομα το μέτρο και την ποιότητά του, θα σπάσει σαν μπότης κόκκινος και κακόγουστος στο πεζοδρόμιο της πόλης.

Για όσους ξέρουν λίγα πράγματα λοιπόν, και βάζω και τον εαυτό μου μέσα, για εμάς που από παιδιά τρέχουμε μέσα στα καντούνια να προφτάσουμε το φόρτε του Αντάτζο, η στενοχώρια είναι μεγάλη. Και εξηγούμαι:

Ως τη Μεγάλη Πέμπτη όλα κυλούν μαγικά, ερωτικά, μωβ και γαλανά. Οι εκκλησίες γεμίζουν και στους γύρω χώρους δίνονται συναυλίες, γίνονται πρόβες, ανεβαίνουν δρώμενα.
Τη Μεγάλη Παρασκευή αρχίζει το πρόβλημα. Ας πούμε ότι η σύγκρουση των επιταφίων μέσα στην πόλη δεν είναι δα τόσο μεγάλο κακό και φέτος απεφεύχθη, μάλλον και χάριν σκληρής κριτικής. Ας πάμε απευθείας στον μεγάλο επιτάφιο της Μητροπόλεως που αποτελεί την κορύφωση του πένθιμου συναισθήματος. Όλη του η μαγεία ήταν ανέκαθεν η μουσική. Πώς να τη νιώσουμε πια τη μαγεία όταν περνά ως και μισή ώρα άηχη, ολόκληρα δεκαπεντάλεπτα στάσεων και τεράστια γκρουπ συμμετεχόντων που προχωρούν δίχως καν το τέμπο των ταμπούρων; Βέβαια η επιθυμία των πολυάριθμων μικρών και μεγάλων να συμμετάσχουν είναι σεβαστή, όμως το αποτέλεσμα είναι κακό. Μήπως θα ήταν λύση η συμμετοχή μιας ακόμη μπάντας; Μήπως το μοίρασμα των μουσικών σε περισσότερα τμήματα; Προφανώς το τελευταίο θα μείωνε το ακουστικό αποτέλεσμα. Πάντως πρέπει να δοθεί μια λύση, αν αυτή δεν θα είναι η μείωση των ατόμων στα τμήματα, γιατί η παρακολούθησή του επιταφίου της Μητροπόλεως αγγίζει πια τα όρια του μαρτυρίου. Τουλάχιστον για εμάς που  δε θέλουμε ποτέ να τον χάνουμε.

Το Μέγα Σάββατο, παρότι έχει μεγαλώσει αφύσικα και ο επιτάφιος του Αγίου Σπυρίδωνος (που συμβαίνει αυτό το πρωινό χάρη στο καράβι με τα σιτηρά που ως εκ θαύματος Αγίου σταμάτησε στην Κέρκυρα και την έσωσε από σιτοδεία τον 16ο αι.), εξαιτίας της πορείας του αλλά και της ώρας, 9π.μ., ο κόσμος δεν είναι αφόρητα πολύς, έτσι διαλέγουμε με μεγαλύτερη άνεση το πόστο μας και ακούμε καλά, αλλά και ακολουθούμε όπως οι παλιοί μας την Παλιά παραλλήλως και εκστασιασμένοι από τον Αμλέτο.


Όμως, αμέσως μόλις τελειώσει, τρέχουμε σπίτι μας. Και μάλιστα έντρομοι. Γιατί αλήθεια, πώς να αντέξουμε την εξαιρετικά κιτς μετάλλαξη του ταπεινού ‘δεισιδαιμονικού’ εθίμου της ρίψης μικρών πήλινων σκευών σε παράσταση επίδειξης και κακογουστιάς; Έντεκα και ένα λεπτό είχαν πέσει τα κανάτια κάποτε. Την τελευταία πενταετία ο χρόνος συνεχώς αυξάνεται, φέτος έφτασε τις έντεκα και δεκαεφτά με ιαχές, μετρήματα, ποδοσφαιρικούς όρους και τύπους που επιτέλους  ευτύχησαν γιατί ναι, τους έδειξε το εκράν! Μπορεί και το ΣΚΑΙ, μπορεί και ο ΑΝΤΕΝΝΑ! Ζήτωωω!!

Η πιο πάνω κορύφωση του κιτς δυστυχώς πλαισιώνεται από κακόγουστα καρότσια μικροπωλητών με τρόφιμα ή κινέζικα αντικείμενα, ενίοτε με χορευτικά γκρουπ εκ Βαλκανίων ή εξ Ηπείρου ορμώμενα και με διάφορα shows τα οποία ενθαρρύνονται από το πλήθος του κόσμου.

Στο πλήθος αυτό, στο υπερπλήθος που η πόλη δεν αντέχει –ας μην κοροϊδευόμαστε- βρίσκεται και η ρίζα του προβλήματος ή της λύσης. Γιατί εννοείται πως θέλουμε πολύ κόσμο, εννοείται πως έχουμε γίνει καλύτεροι στην παροχή υπηρεσίας, πως έχουμε εξελίξει τις μπουτίκ και τα καταστήματά μας επειδή έχουμε μεγάλη επισκεψιμότητα αλλά όχι μόνον αυτό. Το Πάσχα αντί εμείς να μυήσουμε τους επισκέπτες στο δικό μας τέμπο,  στο απαλό χρώμα των λιλά φαναριών και στο γήινο του πηλού των μπότηδων, παρασυρόμαστε εμείς σε έναν ξένο ρυθμό και βάφουμε τους μπότηδες κόκκινους, τους βάζουμε κορδέλες και στρας και δίνουμε και έναν κόκκινο στον πρωθυπουργό να πετάξει, αν είναι δυνατόν!

Επίσης, όσον αφορά την εξυπηρέτηση του κόσμου, οι δυνατότητές μας έχουν όριο, ας το παραδεχτούμε. Και πιστεύω είναι καλύτερο να προτιμούμε έναν καλό κόσμο που απολαμβάνει ποιοτικές υπηρεσίες από τον αναρίθμητο κόσμο που ικανοποιείται με κάτω του μετρίου υπηρεσίες. Αλλά αυτό είναι βέβαια ένα άλλο κεφάλαιο, των ειδικών του Τουρισμού.
Συμφωνώντας στα πιο πολλά, με άρθρα που γράφτηκαν  από το 2013 ως το 2016 από Κερκυραίους με αγάπη και άποψη, νομίζω πως ήρθε η στιγμή της περισυλλογής και των παρεμβάσεων για το κερκυραϊκό Πάσχα.

Η Κέρκυρα που αγαπάμε, προϋποθέτει γνώση ιστορίας, πολιτισμό, ευγένεια και μεγάλη προσοχή σ’ αυτό που είναι. Μια αρχόντισσα, λίγο γερασμένη, λίγο κουρασμένη αλλά πάντα τόσο κομψή που όσο κι αν μεγαλώνει, ο αέρας της μοσχοβολά class. Με πολύ μεγάλη έγνοια για τούτον τον τόπο τον ιδιαίτερο, με τα λίγα που ξέρω και που κάνω, θέλω να πω σε όσους μπορούν να ακούσουν: Το Κερκυραϊκό Πάσχα βρίσκεται εν κινδύνω και οφείλουμε να το σώσουμε. Είναι δικό μας και εμείς δικαιούμαστε να του δίνουμε χρώμα, σχήμα, εικόνα. Ας μην επιτρέπουμε τη διαστρέβλωσή του από άσχετους, πρόχειρους και κερδοσκόπους. Ας σεβαστούμε τις ρίζες του και τη διάρκειά του. Ας σεβαστούμε και απόψεις σαν του Νίκου Δήμου το 2006, πριν ξεκινήσει ο ευτελισμός. Εδώ είμαστε, παρόντες και μπορούμε.

Με αγάπη,
μια πολύ Κερκυραία,
Αλίκη.

Υ.Γ. Μην παραλείψω να μοιραστώ τη μεγάλη μου τύχη φέτος να βρεθώ και το βράδυ της Μ. Παρασκευής στο φόρτε του Αντάτζο και το πρωί του Μ. Σαββάτου στο φόρτε του Κάλντε Λάκριμε και του Αμλέτο, όσοι γνωρίζουν, καταλαβαίνουν. Από βάθους καρδιάς ευγνωμονώ τους μουσικούς της Κέρκυρας.




Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρας. Η Μαίρη ε

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνεσαι ένας μαραθωνοδρ