Βγήκε
στο μπαλκόνι τυλιγμένη με την κουβερτούλα του διαβάσματος, εκείνη που την
σκέπαζε τις ώρες που πέρναγε σκυμένη πάνω από ατελείωτες σελίδες. Μια ζωή
ολάκερη με αυτές αναμετριόταν. Πότε την κυνηγούσαν εκείνες να την
κατασπαράξουν, πότε τις έπαιρνε εκείνη στο κατόπι. Το ήξερε πια καλά. Τα μαύρα
σημαδάκια πάνω στις λευκές σελίδες, αυτά τα επαναλαμβανόμενα στίγματα με γεύση
αιωνιότητας ήταν παρηγοριά, λαχτάρα, αποκούμπι. Εκεί τα όνειρα, τα δάκρυα, εκεί
και τα γέλια. Όλα εκεί.
Σαν
σημαδάκι ένιωθε και εκείνη, μα όχι πάνω σε λευκή σελίδα. Μοναχικό. Και πώς
αντέχεται η μοναξιά χωρίς βιβλία; Περασμένα μεσάνυχτα, μα δεν είχε ύπνο.
Κοιμόταν άραγε εκείνος; Τον φαντάστηκε να σουλατσάρει ανέμελα στην
ονειροπολιτεία και χαμογέλασε στη νύχτα, να του πάει το χαμόγελο ονειρικό
πεσκέσι. Τον φαντάστηκε να χαϊδεύει τα χείλη της με τ’ ακροδάχτυλά του,
«χαμογελάς και ζεσταίνεις την καρδιά μου», της έλεγε και γινόταν το μέσα της πηλός
αφημένος στα χέρια μάστορα λατρεμένου. Νύχτα ανοιξιάτικη, μα η παγωνιά κρατούσε,
τουλάχιστον για εκείνη. Αν είναι παγωμένη η ψυχή, παγώνουν όλα, ακόμη και στη
λιακάδα.
Vincent Van Gogh
Ταξίδεψε
νοερά στην πατρίδα, εκεί που η άνοιξη είχε μυρωδιά. Και χρώμα. Πόσο της έλειπε….
Έσκαβε μέσα της βαθιά η νοσταλγία, γρατζουνούσε τα μύχια της ψυχής της, τα
κρυμμένα. Τον υπόλοιπο καιρό δεν έδινε σημασία. Είχε συνηθίσει μια ζωή
κοσμοπολίτικη, όπου γης και πατρίς, χειμώνες, καλοκαίρια και φθινόπωρα κυλούσαν
από πάνω της χωρίς σημάδια. Μα η άνοιξη έσπαγε τις κλειδαριές της, γκρέμιζε τα
τείχη που είχε χτίσει μέσα και γύρω της. Ήταν μεθυστική. Και ταυτισμένη με την
ίδια της την ύπαρξη, που είχε πάρει για όνομα όλα της γης τα λουλούδια. Τι
δουλειά είχε μια Μυριάνθη σε μια πόλη χωρίς άνοιξη; Το βλέμμα της πλανήθηκε στα
αμέτρητα φωτάκια εμπρός της, η μεγάλη πόλη έμοιαζε να ξενυχτά μαζί της. Τόσα
φωτάκια, μα το σκοτάδι αδιαπέραστο. Και ο ουρανός; Ας έβλεπε τουλάχιστον τα
αστέρια να της γνέφουν! Μετά βίας διέκρινε μερικά. Τα ηλεκτρικά φωτάκια είχαν
καταπιεί τη λάμψη τους.
Θα
ήθελε να ήταν οι δυο τους σε μια παραλία. Να μετρούν αστέρια και παφλασμούς
κυμάτων. Να κουρνιάζει στης ζεστής φωλιάς του το απάγκιο, φωτιά τα μπράτσα του,
να της καίνε το δέρμα. Μα ήταν μόνη σε ένα κρύο μπαλκόνι και ένιωθε τη μοναξιά
να γίνεται της ψυχής της το ρούχο. Κρύωνε. Η κουβερτούλα του διαβάσματος
έμοιαζε πια καμωμένη από λέξεις, σκόρπια γράμματα χωρίς θέρμη. Προσπάθησε να
αγκαλιάσει τον εαυτό της, να γίνει ένα κουβάρι από σκέψεις, όνειρα, αναμνήσεις,
προσμονές… Ματαιοπονούσε, το ήξερε. Έλειπε το μαγικό ραβδί του, που θα τη
μεταμόρφωνε σε νεράιδα του. Και εκείνος θα την έσφιγγε πάνω του και θα τη
στροβίλιζε μέχρι να ζαλιστεί. Και θα γελούσε… Θα ήταν όλη ένα γέλιο, καμωμένο
από τη ζάχαρη άχνη της καρδιάς του. Μα ήταν μόνη στην απεραντοσύνη της νύχτας
σε ένα κρύο μπαλκόνι καταμεσής της μεγάλης πόλης.
Τι
να ονειρευόταν άραγε εκείνος; Θυμήθηκε την τελευταία τους συνάντηση. Κλεφτές
στιγμές από ζωές γεμάτες, μα δεν την ένοιαζε. Όταν εκείνος εμφανιζόταν, ο
χρόνος σταματούσε και άρχιζε το χτυποκάρδι. Τον γευόταν, μα δεν τον χόρταινε.
Μαζί του ζούσε από την αρχή, της μίλαγε και η βραχνάδα της φωνής του είχε τη
γεύση του παραμυθιού. Μοιράζονταν ανάσες, ρουφούσε τη δική του άπληστα, εκείνος
το οξυγόνο της, από αυτό ανέπνεε τις ώρες που περνούσε δίχως του. Μοιράζονταν
βλέμματα, τα μάτια του κάρβουνα που χώνονταν στη σάρκα της από άκρη σε άκρη και
άναβαν πυρκαγιές όπου ακουμπούσαν. Μοιράζονταν λέξεις, σάμπως αυτές δεν τους είχαν
ενώσει εξαρχής; Καμωμένοι και οι δυο από σελίδες, σκόρπιες οι δικές της, τις
είχε μαζέψει εκείνος τρυφερά και τις διάβαζε μέσα από τα μάτια της. Και κάθε
σελίδα τους έφερνε πιο κοντά. Και γίνονταν οι δυο μια κηλίδα στο χρόνο
ανεξίτηλη. Μα όταν μπήκε στην κουβέντα ένας άλλος χρόνος, ο μέλλοντας, όλα
άλλαξαν.
Εκείνος
της είπε «δεν μπορείς να ανήκεις στο μέλλον μου» και εκείνη ήξερε πως είχε
δίκιο. Δεν είχε τίποτα μελλοντικό να του δώσει. Ούτε υπόσχεση, ούτε προσδοκία.
Ήταν η ίδια το έρημο σπίτι του ανύπαρκτου μελλοντικού χρόνου. Είχε μόνο μια
ψυχή, μια καρδιά, ένα κορμί. Και αυτά έβαζε στα πόδια του μπροστά, σφάγιο στο
βωμό του πιο πρόθυμο δεν θα’ βρισκε κανένα. Μα είχε δίκιο εκείνος. Έπρεπε να
τον αφήσει να γίνει ευτυχισμένος, να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει, να
γεμίσει της ζωής του το βιβλίο με όσα είχε ονειρευτεί. Εκείνη ήταν απλώς
περιττή. Και μόνη πάνω στο ίδιο παγωμένο μπαλκόνι, χωμένη στην ίδια κουβερτούλα
που την τύλιγε τόσα χρόνια, γιατί τώρα δεν της πρόσφερε ούτε τόση δα ζεστασιά;
Κράτησε εκείνος τη ζέστη του κορμιού της. Δεν την ένοιαζε πια η άνοιξη. Ούτε τα
φωτάκια της πόλης. Ούτε καν τα αστέρια που πάσχιζαν να ρίξουν λίγη λάμψη στο
σκοτεινό ουρανό. Μια φωνή ούρλιαξε μέσα της, μα τίποτα δεν ακούστηκε. «Οι
μεγάλοι πόνοι είναι βουβοί», της είχε πει κάποτε εκείνος. Και σπάσαν όλα εντός της
και γίναν οι σελίδες της ζωής της κουρελόχαρτα στον άνεμο. Και έγινε η άηχη
κραυγή λυγμός. Και μούσκεψε η κουβερτούλα, σβήσαν οι λέξεις από πάνω της. Ύφαναν
τα δάκρυα το υδάτινο πέπλο τους και φάνταξε από μέσα τους η μοναξιά πιο φοβερή.
Πόση
μοναξιά χωράει μια ψυχή; Πόση μοναξιά χωράει μια ζωή; Και τώρα, τι;