Σε μια εβδομάδα ο φούρνος του πατέρα μου κλείνει για πάντα. Παράξενο συναίσθημα, γλυκόπικρο μα συνάμα μεστό, σαν την αίσθηση που έχει κανείς όταν ζωγραφίζει έναν όμορφο κύκλο και φτάνει η στιγμή να ενωθεί η αρχή με το τέλος του. Όλη μου την ζωή την μοίρασα σε δυο φούρνους-αυτόν στην Καισαριανή και αυτόν στην Κέρκυρα. Σε αυτόν οφείλουμε το ότι μεγαλώσαμε καλά, το ότι σπουδάσαμε, το ότι ξέρουμε τι θα πει σκληρή δουλειά.
Όταν
γεννήθηκα, ο φούρνος υπήρχε ήδη. Στην Καισαριανή, οδός Νέας Εφέσου. Το κτίριο
ανήκε σε μια υπέροχη γυναίκα την κυρία Θάλεια, που έγινε νονά μου και με μεγάλωσε
μέχρι τα δέκα, τότε που μετακομίσαμε στην Κέρκυρα. Όσο οι γονείς μου δούλευαν
με κρατούσε η νονά, η οποία ήταν σαν την γιαγιά που δεν είχα στην Αθήνα. Χάρις
σε αυτή είχαμε διαβάσει σαν παιδιά, όλη την κλασσική παιδική λογοτεχνία, μιας
και τα δώρα μας ήταν πάντα βιβλία. Έξω
απο τον φούρνο έμαθα ποδήλατο. Θυμάμαι τον μπαμπά να με κρατάει και ύστερα να
μην με κρατάει άλλο. Αίσθηση φόβου και άγριας ελευθερίας μαζί με την γλυκιά
επιτυχία των παιδικών κατορθωμάτων. Με θυμάμαι να ρωτάω την μάμα μου αν μπορώ
να πιω ένα ‘γιοκο τσοκο’ ή να φάω εκείνες τις ωραίες μίνι-βανίλιες στα κεσεδάκια
με σχήμα κύπελλο, καρδιά κλπ. Στον φούρνο παίζαμε 'μαγαζί' και πουλούσαμε τα
κοσμήματα των μαμάδων μας μέχρι που το ανακάλυψαν και έγιναν έξαλλες. Στην
γωνιά της Νέας Εφέσου με Μιχαήλ Καραολή παίζαμε σχοινάκι, κάνοντας περίπλοκα
σχέδια με το λάστιχο ενώ τραγουδούσαμε ρυθμικά 'λε-μο-να-κι μυ-ρω-δα-το'. Ανταλλάζαμε
γυάλινους βόλους με τον αδερφό μου και μου πουλούσε αθλητικά περιοδικά, τα
οποία ακόμα αναρωτιέμαι για ποιο λόγο τα αγόραζα! Δίπλα, το μαγαζί της κυρά
Νότας με τα γιαούρτια, το ποδηλατάδικο του κυρ- Κώστα και απέναντι το
ψιλικατζίδικο του Κυρ- Μανώλη. Εκεί αγόραζε ο αδερφός μου τα ‘Μίκυ Μάους’, τον ‘Τιραμόλα’,
τον ‘Μπλέκ’ και εγώ τις πρώτες μου ‘Μανίνες’ και ‘Κατερίνες’. Στην άλλη γωνία
οι σιδεράδες που έστηναν γλέντια και έψηναν συχνά στα κάρβουνα και ο κυρ
Βασίλης ο Τσαγκάρης που μου έφτιαξε τα πρώτα μου τακουνάκια, κάτι κιτς τσόκαρα
που ήταν τότε της μόδας και ένα ζευγάρι μαύρα κομψά λουστρινάκια. Τα πρωινά
στον φούρνο μας ετοίμαζε η μαμά ένα ποτήρι γάλα και ο μπαμπάς μας έπαιρνε
σχολείο μαζί με τα ψωμιά που κουβαλούσε για τις ταβέρνες της περιοχής. Τσακωνόμασταν
με τον αδελφό μου για το ποιος θα κάτσει μπροστά και σε κανέναν μικρό ή
ενήλικο, δεν είχε περάσει η ιδέα ότι κανένας από τους δύο μας δεν έπρεπε να
κάθεται μπροστά. Άλλες εποχές.
Συχνά οι
γειτόνισσες έφερναν τα φαγητά τους για ψήσιμο. Είχαμε μια "Κέρκυρα"
φτιαγμένη απο ζυμάρι, κρεμασμένη, γιατί ο πατέρας μου είχε πάντα καημό για τον
τόπο του και κάθε καλοκαίρι ερχόμασταν διακοπές, κλείνοντας το μαγαζί για ένα μήνα.
Το '86 ήρθαμε μόνιμα.
Χτισαμε το
σπίτι μας εδω, το νέο μας φούρνο και ένα πρατήριο στη πλατεία του χωριού. Ο
πρώτος χρόνος στο σχολείο πέρασε με ένα «ποια Μαρία; Η Μαρία η καινούργια». Σχολούσα το μεσημέρι και έχοντας μεγαλώσει
πλέον, κρατούσα το μαγαζί για να πάει η μαμά να μαγειρέψει. Ο φούρνος μας, ήταν
το στέκι της παρέας, εκεί όπου μαζευόμασταν όλοι οι συμμαθητές. Μόλις ακούγαμε
το αυτοκίνητο του μπαμπά να ανεβαίνει άλλοι εξαφανιζόταν στα στενά καντούνια
του χωριού και άλλοι έκαναν πως ψωνίζουν και τους τύλιγα στα ψέματα μια
φρατζόλα ψωμί χωριάτικο. Το ψωμί το τυλίγαμε πάντα σε χαρτί 'αφίς'. Για μένα
αυτό το υπόλευκο, λεπτό χαρτί ήταν ένας καμβάς πάνω στον οποίο πότε έγραφα
στιχάκια και πότε δημιουργούσα τη θερινή ή χειμερινή κολεξιόν μόδας του 87, του
88, του 89.
Ο πατέρας της
κολλητής μου, είχε επίσης φούρνο- παντοπωλείο, σε ένα στενό πίσω από την
πλατεία. Από αυτά που έμπαινες και μύριζαν φέτα, μπακαλιάρο και ρέγγες και
νομίζεις πως από κάπου θα πεταχτεί ο Ζήκος ο Μπακαλόγατος. Γράφαμε μηνύματα η
μία στην άλλη πάνω στο χαρτί ‘αφίς’ και τα στέλναμε, χρησιμοποιώντας την μικρή
ξαδερφούλα που είχε την κωδική ονομασία 'πετούμενο πόστ'. Φτιάχναμε
χειροποίητους φακέλους που έγραφαν απ' έξω "Από Μερκαντικό Τριφύλλης προς
Τσακλής Μπέικερι".
Περνούσαμε όμορφα.
Τα καλοκαίρια, ο φούρνος ήταν η δουλειά μας. Κάναμε ό,τι θέλαμε τα μεσημέρια και τα απογεύματα πηγαίναμε όλοι οι φίλοι για μπάνιο, τρώγαμε παγωτά, κάναμε βόλτες, αλλά τα πρωινά ήμασταν εκεί. Ο αδελφός μου συχνά απο τις δύο και εγώ απο τις πέντε το πρωί. Με ένα καθημερινό 'ωχ! ακούγαμε τα βήματα των γονιών που έρχοταν να μας ξυπνήσουν - η μαμά γλυκά γλυκά, αλλά αναποτελεσματικά, ο μπαμπάς με ένα βάρβαρα, αποτελεσματικό πάτημα του διακόπτη φωτός και ένα στιβαρό 'σηκωθείτε!'. Κατέβαινα στον φούρνο και βοηθούσα την μαμά μου στην συσκευασία, αφού πρώτα έκανα καφέ, πικρό, σκέτο για τον μπαμπά, γλυκό με γάλα για τη μαμά. Έφηβη πια, έκανα και τον δικό μου και ξεκινούσα. Έβαζα τα ψωμιά, τα ψωμάκια, τα κρουασάν, τα στρουντελ, τις τυρόπιτες και όλα τα καλούδια σε σακούλες, τα ξεχώριζα ανά μαγαζί, έγραφα τιμολόγια, τα φορτώναμε στο αυτοκίνητο και πάλι από την αρχή. Το κασετόφωνο ήταν πάντα θέμα τσακωμού: Ο μπαμπάς μου ήθελε κάθε πρωί να ακούει Γούναρη, εγώ ήθελα Παπακωνσταντίνου. Στο τέλος το κλείναμε τελείως και καμιά φορά τραγουδούσαμε μόνοι μας, παράφωνα. Πότε φωνές, πότε γέλια, πότε νεύρα, πότε αστεία. Όταν ξεκλέβαμε χρόνο και λουφάραμε με τον αδερφό μου, η μαμά μας φώναζε και έτσι εμείς είχαμε εφεύρει την 'λούφα εν κινήσει' όπου φαινόταν σαν να κάνουμε κάτι αλλά ουσιαστικά δεν κάναμε τίποτα. Όταν τσακωνόμαστε, καρφώναμε ο ένας τον άλλον με το γνωστό ως και σήμερα αστείο «Μαμαα ο Μιχάλης κάθεται», «Μαμαα η Μαρία δεν δουλεύει».
Τα καλοκαίρια, ο φούρνος ήταν η δουλειά μας. Κάναμε ό,τι θέλαμε τα μεσημέρια και τα απογεύματα πηγαίναμε όλοι οι φίλοι για μπάνιο, τρώγαμε παγωτά, κάναμε βόλτες, αλλά τα πρωινά ήμασταν εκεί. Ο αδελφός μου συχνά απο τις δύο και εγώ απο τις πέντε το πρωί. Με ένα καθημερινό 'ωχ! ακούγαμε τα βήματα των γονιών που έρχοταν να μας ξυπνήσουν - η μαμά γλυκά γλυκά, αλλά αναποτελεσματικά, ο μπαμπάς με ένα βάρβαρα, αποτελεσματικό πάτημα του διακόπτη φωτός και ένα στιβαρό 'σηκωθείτε!'. Κατέβαινα στον φούρνο και βοηθούσα την μαμά μου στην συσκευασία, αφού πρώτα έκανα καφέ, πικρό, σκέτο για τον μπαμπά, γλυκό με γάλα για τη μαμά. Έφηβη πια, έκανα και τον δικό μου και ξεκινούσα. Έβαζα τα ψωμιά, τα ψωμάκια, τα κρουασάν, τα στρουντελ, τις τυρόπιτες και όλα τα καλούδια σε σακούλες, τα ξεχώριζα ανά μαγαζί, έγραφα τιμολόγια, τα φορτώναμε στο αυτοκίνητο και πάλι από την αρχή. Το κασετόφωνο ήταν πάντα θέμα τσακωμού: Ο μπαμπάς μου ήθελε κάθε πρωί να ακούει Γούναρη, εγώ ήθελα Παπακωνσταντίνου. Στο τέλος το κλείναμε τελείως και καμιά φορά τραγουδούσαμε μόνοι μας, παράφωνα. Πότε φωνές, πότε γέλια, πότε νεύρα, πότε αστεία. Όταν ξεκλέβαμε χρόνο και λουφάραμε με τον αδερφό μου, η μαμά μας φώναζε και έτσι εμείς είχαμε εφεύρει την 'λούφα εν κινήσει' όπου φαινόταν σαν να κάνουμε κάτι αλλά ουσιαστικά δεν κάναμε τίποτα. Όταν τσακωνόμαστε, καρφώναμε ο ένας τον άλλον με το γνωστό ως και σήμερα αστείο «Μαμαα ο Μιχάλης κάθεται», «Μαμαα η Μαρία δεν δουλεύει».
Όταν σπουδάζαμε, τελειώνοντας τις εξετάσεις, πιάναμε
δουλειά. Βγαίναμε τα βράδια και γυρίζαμε
χαράματα αλλά στις πέντε, έπρεπε να είμαστε εκεί. Ήταν φορές που έλεγα ότι πετάγομαι
ένα λεπτό στην τουαλέτα και μετά ερχόταν η μαμά μου σπίτι και με έβρισκε να κοιμάμαι
στον καναπέ.
Όλοι έμπαιναν στον φούρνο και έλεγαν 'αα τι ωραία μυρωδιά' και εμείς είχαμε την γκρίνια του πρωινού ξυπνήματος και την ζέστη μέσα στο κατακαλόκαιρο. Φορούσαμε όλοι μακό, ό, τι ναι, ρούχα αταίριαστα αρκεί να είναι κάπως δροσερά και άνετα για τη δουλειά. Έκανα διανομές στα ξενοδοχεία της περιοχής και όπως μπαίναμε στις κουζίνες να αφήσουμε τα ψωμιά, έβλεπα τους τουρίστες στην τραπεζαρία και ζήλευα που ήταν εκεί για να φάνε το πρωινό και όχι για να το κουβαλήσουν. Έκτοτε δεν υπάρχει φορά που να έχω αντικρύσει μπουφέ πρωινού σε ξενοδοχείο και να μην νιώσω ένα περίεργο τσίμπημα, σχεδόν σαν ενοχή για όσους κουράστηκαν για να απολαύσω εγώ το πρωινό μου.
Όλοι έμπαιναν στον φούρνο και έλεγαν 'αα τι ωραία μυρωδιά' και εμείς είχαμε την γκρίνια του πρωινού ξυπνήματος και την ζέστη μέσα στο κατακαλόκαιρο. Φορούσαμε όλοι μακό, ό, τι ναι, ρούχα αταίριαστα αρκεί να είναι κάπως δροσερά και άνετα για τη δουλειά. Έκανα διανομές στα ξενοδοχεία της περιοχής και όπως μπαίναμε στις κουζίνες να αφήσουμε τα ψωμιά, έβλεπα τους τουρίστες στην τραπεζαρία και ζήλευα που ήταν εκεί για να φάνε το πρωινό και όχι για να το κουβαλήσουν. Έκτοτε δεν υπάρχει φορά που να έχω αντικρύσει μπουφέ πρωινού σε ξενοδοχείο και να μην νιώσω ένα περίεργο τσίμπημα, σχεδόν σαν ενοχή για όσους κουράστηκαν για να απολαύσω εγώ το πρωινό μου.
Όσο και αν
γκρινιάζαμε όμως τον φούρνο τον αγαπήσαμε. Ο θόρυβος του -είναι δίπλα από το δωμάτιο
μου- ποτέ δεν με ενόχλησε. Είναι θόρυβος οικείος, γνώριμος. Λες και ο θόρυβος
του σημαίνει ζωή. Σαν την καρδιά που χτυπά σε έναν οργανισμό. Ο φούρνος που έβγαζε
ψωμί, στήριξε εμάς και όλη την οικογένεια όταν χρειάστηκε. Εκεί ζήσαμε χαρές
και λύπες. Δεν έπαψε ποτέ να λειτουργεί ακόμα και όταν ο θάνατος χτύπησε την
πόρτα της οικογένειάς μας και ο πατέρας μου χτυπούσε το κεφάλι του από την οδύνη.
Αλλά το ψωμί έπρεπε να βγει.
Αν μπόρεσα να σπουδάσω και να κάνω μεταπτυχιακά, να πάω σε σεμινάρια και ταξίδια, είναι επειδή οι γονείς μου έβαζαν το ρολόι κάθε βράδυ στη μία, στις δυο, στις τρεις. Δεν μπόρεσαν να ξενυχτήσουν ποτέ γιατί έπρεπε να δουλεύουν, όταν οι άλλοι κοιμούνται. Για αυτό ίσως, ο μεσημεριανός ύπνος, ήταν στο σπίτι μας κάτι, όχι μόνο απαραίτητο, αλλά σχεδόν ιερό. Όταν μια στο τόσο ερχόταν οι αλευράδες από τα Γρεβενά και την Καλαμπάκα, μέσα στο καταμεσήμερο, τους ξυπνούσα απαλά απαλά, όπως ξυπνάς ένα μωρό.
Αν μπόρεσα να σπουδάσω και να κάνω μεταπτυχιακά, να πάω σε σεμινάρια και ταξίδια, είναι επειδή οι γονείς μου έβαζαν το ρολόι κάθε βράδυ στη μία, στις δυο, στις τρεις. Δεν μπόρεσαν να ξενυχτήσουν ποτέ γιατί έπρεπε να δουλεύουν, όταν οι άλλοι κοιμούνται. Για αυτό ίσως, ο μεσημεριανός ύπνος, ήταν στο σπίτι μας κάτι, όχι μόνο απαραίτητο, αλλά σχεδόν ιερό. Όταν μια στο τόσο ερχόταν οι αλευράδες από τα Γρεβενά και την Καλαμπάκα, μέσα στο καταμεσήμερο, τους ξυπνούσα απαλά απαλά, όπως ξυπνάς ένα μωρό.
Ο φούρνος θα κλείσει αλλά θα μείνει μέσα μας, αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας. Μας δίδαξε τόσα που δεν μπορώ καν να τα απαριθμήσω. Καμιά φορά, πάνω στην πολλή δουλειά, μου έλεγε ο πατέρας μου, με μια αδιόρατη στεναχώρια 'αχ παιδί μου, τι καλά που θα ήταν να ήσουν κόρη τραπεζίτη ε;' αλλά ξέρω τώρα, πως ήμουν τυχερή και δεν θα ήθελα να είμαι κόρη κανενός άλλου παρά των ανθρώπων που με γέννησαν. Μεγάλωσα μαζί τους και τους έζησα να δουλεύουν τίμια, με το κεφάλι ψηλά, να χτίζουν με τον μόχθο τους και την αξία τους όσα έχτισαν. Τίποτα δεν τους χαρίστηκε. Με έμαθαν να είμαι μέλος μιας ομάδας και να δουλεύω αρμονικά, να κάνω θυσίες για τον άλλο άνθρωπο. Να μη ζητάω από κανέναν, αλλά να παλεύω με τις δυνατότητές μου. Ο φούρνος ήταν το σκηνικό της ζωής μας, ήταν το χαρτί πάνω στο οποίο γράφαμε τις ιστορίες μας. Νέα σκηνικά θα ανοίξουν για τους δικούς μου. Δεν τους φοβάμαι. Είναι άνθρωποι που όπως έψηναν το ψωμί, έψησαν και τον χαρακτήρα τους έτσι ώστε να αντέχει. Είναι άνθρωποι που όπως δημιουργούσαν από αλεύρι και νερό, έτσι θα δημιουργήσουν ξανά με όποια υλικά θελήσουν. Ο φούρνος μας είχε τη δική του ιστορία. Μια ιστορία γεμάτη από όλα όσα σημαίνουν ζωή.