(6)
― Γιάννα; Η φωνή του Αντρέα δειλή, ακούστηκε στο τηλέφωνο σαν
από πολύ μακριά, κι ας χωρίζονταν τα σπίτια μας από το πολύ 2 χιλιόμετρα.
― Αντρέα! Χάρηκα τόσο που τον άκουσα.
― Θα ήθελα να σε δω.
― Κι εγώ.
Κούρνιασα στη συντροφιά του και καλύφθηκα από το υπόστεγο που
μου πρόσφερε και με προφύλασσε από τη βροχή που με απειλούσε στον παρόντα
πικραμένο χωροχρόνο της ζωής μου. Ο έρωτας για τον Αντρέα είχε τελειώσει. Έκανα
χρήση του μονόδρομου δικού του έρωτα για να φωλιάσω, για να κρυφτώ από τους
δράκους και να δανειστώ λίγο από τον φωτεινό του κόσμο, τον τόσο αλλιώτικο από
τον δικό μου.
Η συνθήκη αυτή, κράτησε ως τον Οκτώβρη. Η παράταση βοήθησε
και τους δυο. Εκείνον ως υποκατάστατο μέχρι την οριστική διακοπή, εμένα ως
δεκανίκι στους κακοτράχαλους δρόμους.
Τον μπαμπά τον είδα λίγο πριν αναχωρήσω. Φάγαμε στη
συνηθισμένη ψησταριά. Δεν αναφερθήκαμε στο παρελθόν, ούτε στο μέλλον. Δεν
κουβεντιάσαμε τίποτα που να έχει μέσα το «εμείς». Μια ελαφριά πολιτική
συζήτηση, η σύγκριση Αγγλίας-Ελλάδας, οι σπουδές μου, ο τρόπος διδασκαλίας στο
εξωτερικό και άλλα τέτοια γέμισαν το μεγάλο κενό ανάμεσά μας. Με ικανή, για τα
δεδομένα, υποκρισία, φέραμε εις πέρας τη βραδιά.
Τη Νανά πάλι τη βαριόμουν. Είχα θυμώσει και λίγο μαζί της με
το κους-κους που έκανε, αλλά λίγες ημέρες πριν φύγω της έδωσα χώρο. Καθόμουν
πολλά πρωινά, μόλις εκείνη ερχόταν από τη γιαγιά σε μας, μαζί της στο σαλόνι
και τη σιγοντάριζα στο κουτσομπολιό κακολογώντας την Αλβανίδα μαυροφόρα.
Ύστερα, ανάβαμε την τηλεόραση και παρακολουθούσαμε πρωινές εκπομπές. Η Νανά
ήταν ενθουσιασμένη με τη νέα τηλεοπτική πραγματικότητα που έμοιαζε με ζωντανό
περιοδικό ποικίλης ύλης στην οθόνη. Μάλιστα, με ρωτούσε αν οι σπουδές μου
περιλαμβάνουν και τέτοια πράγματα γιατί με ονειρευόταν στη θέση της ξανθιάς
νεόκοπης τηλεπαρουσιάστριας.
― Νανά, πρέπει να
είσαι ξανθιά για να κάνεις εκπομπή στην τηλεόραση. Έτσι συμβαίνει και στην
Αγγλία.
― Σιγά, τα βάφεις! Πιο
όμορφη από αυτές είσαι.
― Να γίνω ξανθομαλλούσα,
βρε Νανά; Θα είμαι η Γιάννα μετά;
― Όχι Γιαννούλα μου, όχι ψυχή μου. Πουθενά να μην πας. Αλλά
μπορεί να θέλουνε και μελαχρινές. Εσένα δηλαδή, θα σε παίρνανε οπωσδήποτε!
― Νανά, θα προσπαθήσω, μόλις πάρω το πτυχίο, της έλεγα και
μέσα μου γελούσα.
― Πάρε εσύ οπωσδήποτε το χαρτί σου, έλεγε εκείνη με έμφαση,
γιατί βλέπεις τι γίνεται. Ένα χαρτί χρειάζεται. Μετά βλέπουμε. Ύστερα,
επανερχόταν ξανά στο θέμα της.
― Πόσο θέλω να σε δω
στην τηλεόραση, δε λέγεται! Την κοίταζα καλά-καλά και εκείνη συμπλήρωνε:
― Μα αφού το αξίζεις. Τι, δεν το αξίζεις; Καλύτερες είν’
αυτές;
Η απόλυτη, άνευ όρων
αγάπη της Νανάς που με κύκλωνε, μου έδινε τόση ασφάλεια, όση καμία άλλη αγάπη.
Η φροντίδα της επικυρωνόταν πάντα, σε κάθε συζήτηση με την κατάληξη «Να σου
βράσω ένα αβγό; Να σου στύψω ένα χυμό; Θέλεις μία φέτα ψωμί με βούτυρο; Τώρα το
έφερα το ψωμί, είναι ζεστό».
Αν η Νανά σταματούσε να φέρνει καθημερινά το ψωμί, φρέσκο και
ζεστό από το φούρνο στο σπίτι, το τελευταίο προπύργιο της σπιτικής θαλπωρής θα
είχε γκρεμιστεί. Η καθημερινή της συνήθεια, ήταν κάτι σαν συμβολισμός της
συνέχειας του σπιτιού, έδειχνε πως δεν έχουν όλα διαλυθεί, πως υπήρχε μια
ρουτίνα. Γιατί όσο βαρετή κι αν ακούγεται η λέξη ρουτίνα, άλλο τόσο αποτελεί το
εχέγγυο της συνέχειας μιας, όποιας καθημερινότητας. Περισσότερο από όλους, τη
ρουτίνα στη ζωή μας την εξασφάλιζε η λατρεμένη μου Νανά.
Αγγελούδι μου, την πιο
στοργική γιαγιά του κόσμου, δεν έμελε να τη γνωρίσεις.
(7)
Ο γυρισμός μου στο Λονδίνο
συνοδεύτηκε από την απορία των άλλων γιατί δε γύρισα από την Ελλάδα ηλιοκαμένη.
Τι να τους εξηγούσα, πως είχα γίνει αφρικανάκι αλλά επειδή μετά με στενοχώρησε
ο μπαμπάς κλείστηκα στο σπίτι και με κατάπιε για μισό καλοκαίρι το χωνί που
κατάπινε τη μάνα μου; Εμφανώς πιο αδύνατη έτρωγα τις μακαρονάδες που έφτιαχνε ο
Antonio για να με παχύνει, χωρίς ποτέ να τελειώνω το πιάτο μου. Όταν γκρίνιαζε
του εξηγούσα πως στην εποχή των top models δεν δικαιούσουν να είσαι πιο παχύς
από όσο ήμουν εγώ. Εκείνος εξυμνούσε τη Sophia Loren και τις μεσογειακές
καμπύλες και η θεία Λένα έμπαινε στη μέση λέγοντας πως ήμουν μια χαρά.
Νοιάζονταν και οι δυο για μένα αλλά χωρίς ακρότητες. Περνούσαν χρόνο μαζί μου
μα διατηρούσαν την ανεξαρτησία τους οργανώνοντας εκδρομές και εξόδους στις
οποίες δεν ήμουν καλεσμένη. Διατηρούσαν ακριβώς τις ισορροπίες που χρειαζόμουν.
Συχνά με παρακινούσαν να γνωρίσω περισσότερους φίλους και να δημιουργήσω
παρέες. Η θεία Λένα τόνιζε χαριτολογώντας «μακριά από Ιταλούς, είναι πονηροί»,
ο Antonio απαντούσε «μακριά από Έλληνες, είναι επαρχιώτες» και εγώ τους
απαντούσα πως ακόμα υπάρχει ο Αντρέας, άρα να μην ανησυχούν.
Η ανεξαρτησία που μου εξασφάλιζαν ήταν πολύτιμη. Είχα αρχίσει
να την αξιοποιώ και να την ευχαριστιέμαι. Μια βραδιά του Οκτώβρη, εποχή που η
Αγγλία αρχίζει να φοράει τα χειμωνιάτικά της γιατί οι νύχτες έρχονται νωρίς μαζί με το κρύο τους, είχα μείνει ως
αργά στη βιβλιοθήκη. Περπατώντας στα σχεδόν άδεια δρομάκια ανάμεσα από τα
κτίρια του πανεπιστημίου, τύλιγα τις κρύες μου παλάμες στα μανίκια της μπλούζας
μου και περιεργαζόμουν τα τούβλα παλιάς κοπής των πεζόδρομων. Ήξερα πως η θεία
Λένα με τον Antonio έλειπαν στη Σκωτία. Δε βιαζόμουν για κανένα λόγο να
επιστρέψω ούτε είχα να πάω κάπου αλλού. Κοιτούσα τα κτίρια της σχολής, άλλα
χτισμένα με τούβλα, άλλα βικτωριανά, τους μικρούς κήπους και τα αίθρια, όλα σε
αρμονία μεταξύ τους. Αντί να στρίψω στον συνηθισμένο δρόμο και να βγω σε ένα
πεντάλεπτο στη στάση του μετρό, συνέχισα να περπατώ και να περιεργάζομαι τα
κτίρια. Μερικά είχαν φωτισμένα παράθυρα, γιατί κάποιοι μεταπτυχιακοί έμεναν ως
αργά στα εργαστήρια. Αυτή η σποραδική ζωντάνια στο έρημο campus, μου μετέδιδε
μια συμβολική αισιοδοξία. Αποφάσισα να πάρω το λεωφορείο αντί του μετρό προκειμένου
να χαζέψω κι άλλα φωτισμένα παράθυρα. Ήθελα να απλώσω τα μάτια μου στην πόλη
που έπεφτε σιγά-σιγά για ύπνο. Τα φωτισμένα παράθυρα στους σκοτεινούς και
μισοάδειους δρόμους ήταν κάτι που με γοήτευε από παιδί. Το Λονδίνο πρόσθετε
επιπλέον γοητεία στο θέαμα. Το λεωφορείο είχε όλους κι όλους τρεις επιβάτες που
κατέβηκαν πριν από μένα. Δε χρειαζόταν να αλλάξω γραμμή, απλώς η συνοικία της
θείας Λένας ήταν, ευτυχώς για μένα που ήθελα να παρατείνω το χρόνο, η τελευταία
στάση. Κόλλησα το μέτωπό μου στο τζάμι. Ανέπνεα απαλά για να μη το θαμπώσω.
Απόψε δεν έβρεχε. Η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή. Ένα παράθυρο στον τρίτο όροφο ενός
γκρι βικτωριανού οικήματος, με επιβλητική είσοδο, ήταν πολύ φωτισμένο και οι
βελούδινες κουρτίνες του ανοιχτές. Πρόλαβα να δω το ζωγραφισμένο, ανοιχτόχρωμο
ταβάνι και το φωτιστικό που γλύκαινε με το κίτρινο ζεστό φως του το δωμάτιο.
Σκαρφάλωσα στο δωμάτιο και στάθηκα στο παράθυρο. Είδα τη Γιάννα μόνη σε ένα
λεωφορείο μιας αχανούς πόλης. Μόνη. Επανέλαβα σιωπηλά σαν η λέξη να ήταν μουσική.
Σαν να έπαιζα στο πιάνο δυο νότες.
Μόνη, μόνη.
Κοίταξα από τον τρίτο
ένα γύρο την πόλη όσο έπιανε το μάτι. Το κομμάτι στο πιάνο έγινε συγχορδία.
Μόνη στη μεγάλη πόλη.
Στο στήθος μου απλώθηκε ένα ευτυχισμένο συναίσθημα που
σμίκρυνε το μόνιμο βάρος στο διάφραγμα, σε μέγεθος μπιζελιού. Μια πριγκίπισσα
ενοχλείται πάντα από ένα μπιζέλι. Μα τώρα το είχα σχεδόν ξεχάσει, σχεδόν δεν το
αισθανόμουν γιατί το μεγάλο μου συναίσθημα έτσι όπως με κοιτούσα από το όμορφο
λονδρέζικο παράθυρο, ήταν η Ελευθερία. Πολλές φορές στο μέλλον θα συνύφανα την
ελευθερία με την ευτυχία. Αυτή εδώ ήταν η πρώτη. Η φωνούλα του ηχείου
ανακοίνωσε την τελευταία στάση της διαδρομής. Κατέβηκα το σκαλοπάτι του
λεωφορείου χαμογελώντας. Μαζί μου κατέβηκε και ο οδηγός για να καπνίσει στο
μικρό διάλειμμα που είχε. Πριν πάρω τη στροφή για το δρόμο προς το σπίτι,
γύρισα προς το μέρος του και του φώναξα ολόκαρδα “Thank you”.
Χαμογέλασε συγκαταβατικά.
Έστριψα τη γωνία και κατέβηκα από το φανταστικό μου παράθυρο.
Περπατούσα βιαστικά και έψαχνα τα κλειδιά μου. Είχα επιστρέψει στο έδαφος. Είχα
όμως προλάβει να με δω αλλιώς. Ελεύθερη. Η Γιάννα έγινε εκείνο το βράδυ η
καλύτερη φίλη της Γιάννας. Η φιλία αυτή είχε γεννηθεί στο κάθισμα ενός άδειου
λεωφορείου σαν ένα καλό ξεκίνημα για τη συνέχεια.
Ήρθα πιο κοντά στα
λόγια της θείας Ειρήνης, ένιωσα πιο ανάλαφρη και κοίταξα επιτέλους τον
προσωπικό μου χάρτη με μεγαλύτερη προσοχή τολμώντας να σχεδιάσω πάνω του την
πορεία που ήθελα να χαράξω.
Η πορεία, χωρίς να είναι σαφής εμπεριείχε πάντως μιαν
απόφαση: δε θα γυρνούσα να ζήσω στην πόλη μου.
Έχω συμφιλιωθεί με το
παρελθόν, καιρό τώρα και ακόμα πιο πολύ τη μεγάλη ώρα που με το Μάνο
ξεγυμνώσαμε τις αλήθειες μας, σκάψαμε στα λαγούμια ο ένας τ’ αλλουνού, και
ξαναγεννηθήκαμε. Από μια εσώτερη ανάγκη όμως, χρειάζομαι αποστάσεις ασφαλείας
από τα γκρίζα χρόνια της μικρής μου πατρίδας. Ο Μάνος συναισθάνεται τις ανάγκες
μου με την πελώρια ελευθερία της αγάπης. Η συνάντησή μας, πέταξε και των δυο
τους καλυπτικούς μανδύες μακριά. Ξεγυμνωθήκαμε. Αγαπηθήκαμε γυμνοί κι αληθινοί.
Όταν η πιο μεγάλη αλήθεια, σαν τσεκούρι έσπασε τις καρδιές μας, δεν μπορούσαμε
παρά να διαλέξουμε πως θέλουμε να γίνουμε γονείς. Ανάγκη ήσουν μικρούλι μου,
όχι επιλογή. Μόλις βεβαιώσαμε τον ερχομό σου, το τσεκούρι έγινε πέλεκυς
θριάμβου, σύμβολο δύναμης της συνέχειας της ζωής, που όσα παίρνει, άλλα τόσα
χαρίζει στους ανθρώπους. Αν δεν συναντιόμουν με το Μάνο, θα έκλαιγε η ιστορία.
Όχι των βιβλίων, η άγραφη ιστορία, η μεγάλη μικρή ιστορία των ανθρώπων.
ΑΛΙΚΗ ΚΑΤΣΑΡΟΥ, ΦΛΑΣΜΠΑΚ 2ο μέρος, κεφ.6 και κεφ. 7, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΙΛΥΡΑ, ΑΘΗΝΑ, 2017