Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οι αφ' υψηλού καταδίκες [Αλίκη Κατσαρού]

Μόλις διάβασα με προσοχή και έναν περίπου θαυμασμό μια συνέντευξη της Σώτης Τριανταφύλλου. Πολλά βιβλία της τα έχω λατρέψει. Την ίδια πολλές φορές την έχω “μισήσει”. Η συνέντευξή της με έβαλε ξανά στη δυσκολία των αμφιλεγόμενων  συναισθημάτων που τέτοιοι άνθρωποι προκαλούν.
Έκλεισα το περιοδικό «Γυναίκα» που φιλοξενούσε τη συνέντευξη, και στάθηκα να κοιτώ απαθής τον τοίχο απέναντι από τον καναπέ μου. Δεξιά, το έπιπλο με τα ευρύχωρα συρτάρια εντός των οποίων κοιμούνται ήσυχα δυο τίτλοι σπουδών επαρχιακών πανεπιστημίων. Όλα τούτα  μέσα στο μετρίου μεγέθους επαρχιακό μου διαμέρισμα, στη μικρή μεγέθους επαρχιακή μου πόλη.
Μέσα στο θρίαμβο της χρυσής μου μετριότητας, με τα μάτια καρφωμένα στον τοίχο, το ασυνείδητο εκείνο τμήμα του εγκεφάλου μου, το ανεξάρτητο από την ζώσα πραγματικότητα, ταξίδευε στο Παρίσι που η Σώτη βρίσκει πολύ πιο ενδιαφέρον από την Αθήνα, στα πάμπολλα πτυχία της, στα  χιλιάδες βιβλία που έχει διαβάσει και στα δεκάδες που η ίδια έχει γράψει, στον πανύψηλο δείκτη ευφυΐας της και στην άφταστη ικανότητά της να αφομοιώνει τη γνώση με ταχύτητα και διάρκεια πολύ μεγαλύτερη από του μέσου ανθρώπου.
Σε λίγα δευτερόλεπτα αισθάνθηκα ως ο ορισμός της αποτυχίας.
Γιατί η Σώτη άξιζε και αφού άξιζε, τόλμησε και αφού τόλμησε, πέτυχε και αφού πέτυχε, χαλαρή και υπεράνω κρίνει, κατακρίνει και ω, ναι! καταδικάζει όχι μονάχα τους Έλληνες πολιτικούς αλλά τους Έλληνες ψηφοφόρους, όχι μονάχα τα ελληνικά βιβλία  της ιστορίας αλλά τα βιβλία της ιστορίας παντού στον κόσμο, και πολλά - πολλά άλλα που όποιος ενδιαφέρεται ας τα διαβάσει, εύκολο δα να τα βρει στο διαδίκτυο.
Ξέρετε, προίκα δεν είναι μονάχα η περιουσία ή η ομορφιά, προίκα είναι και οι εξαιρετικές ικανότητες, του να παράγει κανείς με τη ευφυΐα του, θαυμαστά αποτελέσματα. Προίκα είναι ακόμα μια ανατροφή ελεύθερη από κοινωνικές προκαταλήψεις και μικροαστικά συμπλέγματα, ανατροφή που φτιάχνει ελεύθερους ανθρώπους. Η Σώτη Τριανταφύλλου  προφανώς και διαθέτει  την προίκα της ευφυΐας και της ανατροφής και με την απουσία των ενοχών που μια άλλη προίκα όπως η περιουσία ή η ομορφιά θα της δημιουργούσαν, εκφράζει τις κατά μεγάλο μέρος αφοριστικές της απόψεις εντελώς προκλητικά.
Όχι ότι δε συμφωνώ σε αρκετά.
Μα, με σοκάρει ή καλύτερα με υποβαθμίζει σε πολίτη – άνθρωπο - γυναίκα δεύτερης κατηγορίας ο τρόπος με τον οποίο προικισμένοι άνθρωποι επιλέγουν να εκφραστούν, χαρακτηρίζοντας τη μετριότητα της κανονικότητας των υπολοίπων σχεδόν ως ντροπή.
Σύμφωνα με ανθρώπους σαν εκείνη  η ζωή στην Ελλάδα, η γυναίκα που δε σπούδασε αλλά μεγαλώνει με στοργή τα παιδιά της, η μεσαία επαγγελματική πορεία του μισθωτού, η ψήφος στο ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠΑΣΟΚ, το συναίσθημα με την επακόλουθη έλλειψη ψυχραιμίας, όλα είναι απόδειξη υστέρησης. Άλλωστε ευθαρσώς το είπε Οι Έλληνες δε διαβάζουν βιβλία γιατί είναι καθυστερημένοι.
Προλαβαίνω απαντήσεις νεοφιλελεύθερων και μη ότι η Τριανταφύλλου απλώς λέει την αλήθεια, απαντώντας από πριν ότι η αλήθεια καθενός είναι δική του και μπορεί να ορίζεται από πολύ διαφορετικά πράγματα από τα πάμπολλα πτυχία, όπως ας πούμε από μια γαλάζια βάρκα με κόκκινα κουπιά στο νησιώτικο λιμανάκι της καρδιάς του.
Η ελιτίστικη κριτική προς ανθρώπους και  κοινωνίες δεν κάνει κάποιον σπουδαιότερο, τον κάνει αντιπαθητικό. Στο κάτω κάτω αγαπητή κυρία Τριανταφύλλου, εάν δεν υπήρχαμε εμείς, οι πολλοί μέτριοι αναγνώστες σας πώς θα ζούσατε στο Παρίσι, βιοποριζόμενη από τη συγγραφή;
Καταλήγω για άλλη μια φορά ότι η ευγένεια που απορρέει από τον σεβασμό, στην καθημερινότητα, στο διαδίκτυο, και ακόμα περισσότερο σε μια συνέντευξη που θα διαβάσουν χιλιάδες άνθρωποι έχει τόση μα τόση σημασία. Τελικά, μήπως δείχνει και λίγο από την ψυχή;




Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται...

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρα...

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνε...