Αυτό που
μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν ότι δεν έβγαζε το χέρι του από πάνω της. Είτε
τύλιγε το μπράτσο της με την παλάμη του, είτε ακουμπούσε το μηρό της, και σε
κάποιες στιγμές, κυρίως όταν της μιλούσε, έπιανε απαλά τον ώμο της.
Τα τραπεζάκια ήταν απλωμένα στην τεχνητή χερσόνησο με μοναδικά κτίσματα ένα εκκλησάκι, το λιτό οίκημα με το καφέ του ισογείου που ανήκε στο Δήμο του νησιού και ένα μπαρ που
φώτιζε τις καλοκαιρινές νύχτες μέχρι το ξημέρωμα. Οι δυο τους είχαν διαλέξει το
τραπεζάκι το πιο κοντά στη θάλασσα, τόσο κοντά που κοιτώντας τους από κάποια
απόσταση έλεγες πως επιπλέουν πάνω στο νερό.
Τους πρόσεξα αμέσως, όχι γιατί ήταν παράξενοι ή διαφορετικοί αλλά γιατί ανήκαν στους ανθρώπους εκείνους που τραβούν την προσοχή μου και την περιέργειά μου σε βαθμό αδιακρισίας. Μου συμβαίνει αυτό μερικές φορές, με αγνώστους ανθρώπους, δικούς μας ή αλλοδαπούς, να με ενδιαφέρουν τόσο που να φαντάζομαι τη ζωή τους, το σπίτι τους, τις ιδιαίτερες στιγμές τους με μια φαντασία δική μου. Μια τέτοια όμως φαντασία που αξιοποιεί οπτικά ερεθίσματα και αντικειμενικά στοιχεία ώστε να μη γίνεται αχαλίνωτη, αντιθέτως να πλάθει πολύ γήινα σενάρια, πιθανώς εξωραϊσμένα από κοινοτυπίες ή κάπως μυθιστορηματικά, πάντως όχι μακρινά από την πραγματικότητα.
Εκείνη δε μιλούσε. Κοιτούσε ευθεία και άκουγε.
Έστρεφε μακριά το βλέμμα, αφηνόταν, ταξίδευε, τουλάχιστον έτσι έμοιαζε, και όταν της μιλούσε εκείνος, γύρναγε για λίγο προς το μέρος του χωρίς να μιλά.
Τους πρόσεξα αμέσως, όχι γιατί ήταν παράξενοι ή διαφορετικοί αλλά γιατί ανήκαν στους ανθρώπους εκείνους που τραβούν την προσοχή μου και την περιέργειά μου σε βαθμό αδιακρισίας. Μου συμβαίνει αυτό μερικές φορές, με αγνώστους ανθρώπους, δικούς μας ή αλλοδαπούς, να με ενδιαφέρουν τόσο που να φαντάζομαι τη ζωή τους, το σπίτι τους, τις ιδιαίτερες στιγμές τους με μια φαντασία δική μου. Μια τέτοια όμως φαντασία που αξιοποιεί οπτικά ερεθίσματα και αντικειμενικά στοιχεία ώστε να μη γίνεται αχαλίνωτη, αντιθέτως να πλάθει πολύ γήινα σενάρια, πιθανώς εξωραϊσμένα από κοινοτυπίες ή κάπως μυθιστορηματικά, πάντως όχι μακρινά από την πραγματικότητα.
Εκείνη δε μιλούσε. Κοιτούσε ευθεία και άκουγε.
Έστρεφε μακριά το βλέμμα, αφηνόταν, ταξίδευε, τουλάχιστον έτσι έμοιαζε, και όταν της μιλούσε εκείνος, γύρναγε για λίγο προς το μέρος του χωρίς να μιλά.
Ο ήλιος
έπεφτε και έπεφτε και βαφόταν ροζ βαθύ, πορτοκαλο-ρόζ, φλογισμένο μάγουλο
έφηβης, πυρωμένο μανταρίνι, λαμπιόνι LED σε χρωματισμένο γυαλί. Παράξενος
σήμερα, ολοστρόγγυλος, χαμήλωνε, έφευγε αργά και λες ήταν τσιγκούνης τούτο το
σούρουπο, δε χάριζε λίγο από το χρώμα του στον ουρανό να τον βάψει μισό τόνο
για να παραταθεί το ρομάντζο.
Εκείνη τον κοιτούσε συνεχώς τον ήλιο σαν να ακολουθούσε την αργή πορεία του πίσω από το περίγραμμα των ορεινών όγκων. Όταν έμεινε το ένα του τεταρτημόριο, σαν ροζ ξαπλωτή παρένθεση πάνω από την κορυφογραμμή της απέναντι στεριάς, εκείνος έχωσε τα δάχτυλά του στα μαλλιά της, πίσω από το σβέρκο και έγειρε στο πρόσωπό της. Της φίλησε απαλά, πολύ απαλά τα χείλη.
Εκείνη τον κοιτούσε συνεχώς τον ήλιο σαν να ακολουθούσε την αργή πορεία του πίσω από το περίγραμμα των ορεινών όγκων. Όταν έμεινε το ένα του τεταρτημόριο, σαν ροζ ξαπλωτή παρένθεση πάνω από την κορυφογραμμή της απέναντι στεριάς, εκείνος έχωσε τα δάχτυλά του στα μαλλιά της, πίσω από το σβέρκο και έγειρε στο πρόσωπό της. Της φίλησε απαλά, πολύ απαλά τα χείλη.
Ήταν
τέτοια η κίνηση αυτού του άντρα, τέτοια η έκφραση που έκλεισα κι εγώ τα μάτια
για 1-2 δευτερόλεπτα και αισθάνθηκα πάνω στα χείλη μου ένα ακριβό βελούδο να με
ακουμπά πολύ απαλά και να αποτραβιέται ήσυχα.
Όταν
τους ξανακοίταξα, μετά το φιλί, οι άκρες
των χειλιών της είχαν ανηφορίσει, σαν σε χαμόγελο, όχι όμως ολόκληρο. Η παρέα
μου κουβέντιαζε και προσποιούμουν πως συμμετέχω, προσπαθώντας να μην καταλάβουν
ότι είχα χωθεί ανάμεσα στο άγνωστο ζευγάρι πλάθοντας μια από τις ιστορίες μου.
Προχωρούσα
ωστόσο. Φανταζόμουν ήδη το σπίτι τους, κίτρινο με μεγάλη στέγη με έντονη οξεία
γωνία στην κορυφή και τρεις τετράγωνους φεγγίτες. Μέσα ήταν ρούστικο, και το
παράθυρο της κουζίνας έβλεπε σε ένα μεγάλο δάσος. Ήταν στη γερμανική εξοχή,
πέντε χιλιόμετρα από τη στάση του τρένου. Εκείνη τα απογεύματα μετά τη δουλειά θα έφτιαχνε μηλόπιτα και αυτός θα έκοβε ξύλα. Θα τον κοιτούσε μέσα από το τζάμι και θα της έκλεινε πονηρά το μάτι.
Μετά
εκείνος σηκώθηκε. Έβαλε την τσάντα του στην πλάτη. Αυτή παρέμεινε καθισμένη. Πήγε από πίσω της.
Επανέλαβε μια κίνηση με το πόδι του δυο - τρεις φορές.
Περίμενα
να σηκωθεί κι εκείνη για να τους παρατηρήσω καλά. Να δέσω το σενάριο μου. Αλλά
εκείνη δε σηκώθηκε. Αυτός απασφάλισε τελικά το φρένο και τράβηξε προς τα πίσω
το αναπηρικό της αμαξίδιο για να το στρίψει και να φύγουν. Αυτή δεν τον κοίταξε
καν. Κοίταζε μακριά. Κάπου. Ή πουθενά.
Ίσως να μην είχε δει ούτε τον ροζ ήλιο.
Ίσως δεν είναι όλα ροζ, τελικά.