Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ροζ [Αλίκη Κατσαρού]

Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν ότι δεν έβγαζε το χέρι του από πάνω της. Είτε τύλιγε το μπράτσο της με την παλάμη του, είτε ακουμπούσε το μηρό της, και σε κάποιες στιγμές, κυρίως όταν της μιλούσε, έπιανε απαλά τον ώμο της.
Τα τραπεζάκια ήταν απλωμένα στην τεχνητή χερσόνησο με μοναδικά κτίσματα ένα εκκλησάκι, το λιτό οίκημα με το καφέ του ισογείου που ανήκε στο Δήμο του νησιού και ένα μπαρ που φώτιζε τις καλοκαιρινές νύχτες μέχρι το ξημέρωμα. Οι δυο τους είχαν διαλέξει το τραπεζάκι το πιο κοντά στη θάλασσα, τόσο κοντά που κοιτώντας τους από κάποια απόσταση έλεγες πως επιπλέουν πάνω στο νερό.
Τους πρόσεξα αμέσως, όχι γιατί ήταν παράξενοι ή διαφορετικοί αλλά γιατί ανήκαν στους ανθρώπους εκείνους που τραβούν την προσοχή μου και την περιέργειά μου σε βαθμό αδιακρισίας. Μου συμβαίνει αυτό μερικές φορές, με αγνώστους ανθρώπους, δικούς μας ή αλλοδαπούς, να με ενδιαφέρουν τόσο που να φαντάζομαι τη ζωή τους, το σπίτι τους, τις ιδιαίτερες στιγμές τους με μια φαντασία δική μου. Μια τέτοια όμως φαντασία που  αξιοποιεί οπτικά ερεθίσματα και αντικειμενικά στοιχεία ώστε να μη γίνεται αχαλίνωτη, αντιθέτως να πλάθει πολύ γήινα σενάρια, πιθανώς εξωραϊσμένα από κοινοτυπίες ή κάπως μυθιστορηματικά, πάντως όχι μακρινά από την πραγματικότητα.
Εκείνη δε μιλούσε. Κοιτούσε ευθεία και άκουγε.
Έστρεφε μακριά το βλέμμα, αφηνόταν, ταξίδευε, τουλάχιστον έτσι έμοιαζε, και όταν της μιλούσε εκείνος, γύρναγε για λίγο προς το μέρος του χωρίς να μιλά. 

Ο ήλιος έπεφτε και έπεφτε και βαφόταν ροζ βαθύ, πορτοκαλο-ρόζ, φλογισμένο μάγουλο έφηβης, πυρωμένο μανταρίνι, λαμπιόνι LED σε χρωματισμένο γυαλί. Παράξενος σήμερα, ολοστρόγγυλος, χαμήλωνε, έφευγε αργά και λες ήταν τσιγκούνης τούτο το σούρουπο, δε χάριζε λίγο από το χρώμα του στον ουρανό να τον βάψει μισό τόνο για να παραταθεί το ρομάντζο.
Εκείνη τον κοιτούσε συνεχώς τον ήλιο σαν να ακολουθούσε την αργή πορεία του πίσω από το περίγραμμα των ορεινών όγκων. Όταν έμεινε το ένα του τεταρτημόριο, σαν ροζ ξαπλωτή παρένθεση πάνω από την κορυφογραμμή της απέναντι στεριάς, εκείνος έχωσε τα δάχτυλά του στα μαλλιά της, πίσω από το σβέρκο και έγειρε στο πρόσωπό της. Της φίλησε απαλά, πολύ απαλά τα χείλη. 
Ήταν τέτοια η κίνηση αυτού του άντρα, τέτοια η έκφραση που έκλεισα κι εγώ τα μάτια για 1-2 δευτερόλεπτα και αισθάνθηκα πάνω στα χείλη μου ένα ακριβό βελούδο να με ακουμπά πολύ απαλά και να αποτραβιέται ήσυχα.
Όταν τους ξανακοίταξα, μετά το φιλί,  οι άκρες των χειλιών της είχαν ανηφορίσει, σαν σε χαμόγελο, όχι όμως ολόκληρο. Η παρέα μου κουβέντιαζε και προσποιούμουν πως συμμετέχω, προσπαθώντας να μην καταλάβουν ότι είχα χωθεί ανάμεσα στο άγνωστο ζευγάρι πλάθοντας μια από τις ιστορίες μου.
Προχωρούσα ωστόσο. Φανταζόμουν ήδη το σπίτι τους, κίτρινο με μεγάλη στέγη με έντονη οξεία γωνία στην κορυφή και τρεις τετράγωνους φεγγίτες. Μέσα ήταν ρούστικο, και το παράθυρο της κουζίνας έβλεπε σε ένα μεγάλο δάσος. Ήταν στη γερμανική εξοχή, πέντε χιλιόμετρα από τη στάση του τρένου. Εκείνη τα απογεύματα μετά τη δουλειά θα έφτιαχνε μηλόπιτα και αυτός θα έκοβε ξύλα. Θα τον κοιτούσε μέσα από το τζάμι και θα της έκλεινε πονηρά το μάτι.
Μετά εκείνος σηκώθηκε. Έβαλε την τσάντα του στην πλάτη. Αυτή παρέμεινε καθισμένη. Πήγε από πίσω της. Επανέλαβε μια κίνηση με το πόδι του δυο - τρεις φορές.
Περίμενα να σηκωθεί κι εκείνη για να τους παρατηρήσω καλά. Να δέσω το σενάριο μου. Αλλά εκείνη δε σηκώθηκε. Αυτός απασφάλισε τελικά το φρένο και τράβηξε προς τα πίσω το αναπηρικό της αμαξίδιο για να το στρίψει και να φύγουν. Αυτή δεν τον κοίταξε καν. Κοίταζε μακριά. Κάπου. Ή πουθενά. 
Ίσως να μην είχε δει ούτε τον ροζ ήλιο. 
Ίσως δεν είναι όλα ροζ, τελικά.




Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρα...

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται...

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνε...