Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η κόκκινη τσάντα [Αφροδίτη Κουσουνή]

Η κόκκινη τσάντα
Την κοιτώ που στέκει ανοιχτή και άδεια πάνω στον καναπέ. Από μακριά μοιάζει με έναν τεράστιο κόκκινο λεκέ πάνω στο μπεζ της ταπετσαρίας. Πλησιάζοντας γίνεται φανερό ότι το χρώμα έχει ξεθωριάσει, ενώ διακρίνονται γραμμές από στυλό, οι γραμμές της ζωής της, μπλε, όχι διάφανες σαν εκείνες τις χαραγμένες στις παλάμες, ύφασμα η δική της σάρκα, πολυκαιρισμένο πια. Ξεφτισμένοι οι σπασμένοι ιμάντες, δεμένοι πρόχειρα μεταξύ τους, απομεινάρι του τελευταίου ταξιδιού της, επιστροφή από πατρίδα σε πατρίδα.
Την κοιτώ και θυμάμαι την πρώτη μας συνάντηση. Ή μάλλον, για να ακριβολογώ, αυτά που προηγήθηκαν της πρώτης μας συνάντησης. Σεπτέμβρης ήταν, θαμπός. Στοίβες γύρω μου φωτοτυπίες και βιβλία. Φοιτητικός πανικός στο ζενίθ, ασορτί με την μουνταμάρα του γερμανικού τοπίου, οι πενήντα αποχρώσεις του γκρι, όλες μαζί και διόλου ηδονικές, μοναδικό χρώμα του γκρινιάρη ουρανού. Σωροί τα πεσμένα φύλλα τριγύρω, κίτρινα και ξερά, να’ χει να μουσκεύει με δάκρυα το ξημέρωμα, θλιμμένο για τον απόντα ήλιο, βασιλιάς που παραιτήθηκε από τη διεκδίκηση του ουράνιου θρόνου και έφυγε να φωτίσει άλλες πολιτείες. Η απόφαση ελήφθη εκείνο το πρωί που έμοιαζε με απόγευμα. «Όχι», σκέφτηκα, «τέλος η συννεφιά. Θα πάω να βρω τον ήλιο μου». Φοιτητής και ο «ήλιος μου» στο Μιλάνο, ένα τσιγάρο δρόμος δηλαδή και η προσδοκία να διώξει το μπλε το γκρι ακαταμάχητη. «Έκπληξη!», θα αναφωνούσα και τον φανταζόμουν να λιώνει από τη χαρά του με την ταχύτητα παγωτού σε καύσωνα ντάλα μεσημέρι. Μετρούσαμε ήδη 6,5 χρόνια μαζί, τι κι αν μας χώριζαν πια μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα; Αυτά επηρέαζαν τα συμβατικά ζευγάρια, όχι εμάς. Εμείς ήμασταν αυτοί για τους οποίους φτιάχτηκε το σύμπαν, μόνο και μόνο για να συναντηθούν. Τέτοια αγάπη!

Το ίδιο μεσημέρι πέταξα. Ήλιος το πρόσωπό μου, στον αγύριστο η συννεφιά, αντάμωσα το γαλάζιο του ουρανού ταξιδεύοντας και χαζοχαμογελούσα μονάχη σε όλη την πτήση, τι χρώμα έχει στ’ αλήθεια η χαρά; Θα πήγαινα κατευθείαν στη βιβλιοθήκη που ήξερα ότι περνούσε τα απογεύματά του. Διάβαζε με θέα το πάρκο, μασουλώντας ένα καπάκι από στυλό ή τις άκρες των δαχτύλων του, για να συγκεντρώνεται. Θα κατευθυνόμουν στη γνωστή γωνιά που όλοι ήξεραν πως ήταν δική του, εκεί ζούσε, περιτριγυρισμένος από την ανάσα των βιβλίων. Θα έβλεπα τη φαρδιά του πλάτη, το ελαφρώς σκυμμένο, σχεδόν ολότελα ξυρισμένο κεφάλι. Θα τον αγκάλιαζα από πίσω και, αφού περίμενα να περάσει το πρώτο έμφραγμα, εγκεφαλικό ή ό,τι άλλο πάθαινε από το σοκ, μιας και το ίδιο πρωί που είχαμε μιλήσει τίποτα δεν προμήνυε συνάντηση, θα περνούσαμε μερικές υπέροχες μέρες και νύχτες και τότε, ήμουν σίγουρη, τα αγαπημένα χέρια θα έσβηναν σαν γομολάστιχα κάθε ίχνος μουτζούρας από την ψυχή μου, στα μάτια του θα καθρεφτιζόμουν πολύχρωμη, ουράνιο τόξο για να περπατήσει εκείνος πάνω του.
Ω, πώς να αντισταθεί η καρδιά στο παλλόμενο κόκκινο που την καλεί; Μα η παλέτα είχε αυτοβούλως επιλέξει άλλο χρώμα για τη μέρα εκείνη. Πέτυχε η έκπληξη, μα έπαθα εγώ εγκεφαλικό, έμφραγμα και σκοτοδίνη, όλο το Τμήμα Επειγόντων μαζί. Πλημμύρισαν τα μάτια μου φως, έλαμπε το ξανθό κεφάλι κουρνιασμένο στην αγκαλιά του, πώς γίνεται ήλιος και να παγώνει τα πάντα γύρω του; Και γίναν το πράσινο του πάρκου, το καφέ των βιβλίων και το μπλε του ουρανού όλα ένα. Μαύρος καμβάς με μοναδική παραφωνία έναν χρυσό λεκέ, εκείνον που κύκλωναν προστατευτικά τα μπράτσα του, πόση πλάνη χωράει στο χρυσάφι;
Έλαμψε στιγμιαία και το κόκκινο. Στο βλέμμα που ανταλλάξαμε. Κουβέντα καμιά. Επιβίβαση στην επόμενη πτήση και επιστροφή στο άχρωμο. Του πόνου.
Στην αίθουσα αφίξεων άλλη έκπληξη. Η αποσκευή μου πουθενά. Δεν ήξερα για ποιο λόγο πραγματικά να κλάψω. Για τα χαμένα υπάρχοντα, για εκείνον που με πρόδωσε ή μήπως για τον ήλιο, που διάλεξε να βγει μόνο μακριά μου; Ξέμεινα μέσα σε λίγες ώρες από αγάπη και από ρούχα να την ντύσω, λες και αρνήθηκαν τα πράγματά μου να γυρίσουν πίσω στερημένα από χρώμα, αν άνοιγα τη βαλίτσα θα είχαν γίνει άραγε διάφανα;
Η αποζημίωση από την αεροπορική εταιρεία ήρθε λίγες εβδομάδες αργότερα. Με αυτήν αγόρασα μια βαλίτσα κατακόκκινη και ένα ασορτί σακίδιο. Την κόκκινη τσάντα που αργοπεθαίνει γερασμένη στον καναπέ μου. Στα δεκαπέντε χρόνια που κύλησαν την φόρτωνα ακατάπαυστα βιβλία, εισιτήρια, πορτοφόλια, παυσίπονα για τον πονοκέφαλο, κουλουράκια της γιαγιάς μου, φωτογραφικές μηχανές, στυλό που χάνονταν μονίμως και άπειρες στιγμές. Με συντρόφεψε παντού. Σε κάθε μέρος του κόσμου. Έγινε το μαξιλάρι μου σε αίθουσες αναμονής και γέμισε αμέτρητες φορές την αγκαλιά μου. Την έσυρα σε αεροδρόμια, σταθμούς λεωφορείων, τρένα και ταξί. Και κάθε φορά που η ψυχή μου βούλιαζε στο μαύρο, ήταν πάντα εκεί. Να μου θυμίζει με το χρώμα της ότι δεν πειράζει που οι έρωτες πεθαίνουν, αρκεί που γεννιούνται άλλοι στη θέση τους.
Την κοιτάζω και ξέρω πως θα κάνω καιρό πια να τη δω. Συνειδητοποιώ πως δεν φταίει το πέρασμα του χρόνου για το χρώμα της που αλάφρυνε. Ανακατεύτηκε το κόκκινό της με της δικής μου της ζωής τα χρώματα και ποτίστηκε το ύφασμά της από των διαδρομών μου τη μυρωδιά. Και συνειδητοποιώ πως τελικά η μεγαλύτερη αξία των πραγμάτων είναι οι μνήμες που κουβαλούν.


Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο Ηγεμόνας και η Μαίρη

Βάζω απέναντί μου το πρόσωπό της. Είναι μεσήλικη, παντρεμένη, έχει δυο παιδιά, ένα σπίτι, δύο αυτοκίνητα, δυο πιστωτικές, καμία αποταμίευση, γενικώς μικρομεσαία. Στα τέλη του μήνα ζορίζονται αλλά τελικά τα καταφέρνουν με τον σύζυγο, δημόσια υπάλληλος αυτή, στέλεχος επιχείρησης εκείνος.   Έχω βρεθεί μαζί της σε κοινές συναναστροφές δυο τρεις φορές και βρίσκομαι κάθε μέρα στο Facebook . Η Μαίρη είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του Ηγεμόνα, όπου ηγεμόνας είναι αυτός που φαντάζεστε. Τον θαυμάζει, τον γεμίζει καρδούλες, ευχές, συγχαρητήρια και συμβουλές.  Και δεν είναι μόνον η Μαίρη, είναι ο  άντρας της Μαίρης, οι φίλοι της Μαίρης, πολλές ακόμα Μαίρες που τον υποστηρίζουν φανατικά, και τον θεωρούν ό, τι καλύτερο μας έχει συμβεί τα τελευταία χρόνια. Τον θεωρούν έναν προοδευτικό, σύγχρονο, ανοιχτόμυαλο Ευρωπαίο με σοβαρότητα, εντιμότητα και τόλμη. Έναν πατριώτη που κουράζεται για το καλό της χώρας, που επιτελεί μεταρρυθμίσεις και έργο, που τελικά είναι, αν όχι μεσσίας, σωτήρας. Η Μαίρη ε

Σώπα ανόητε! [Αλίκη Κατσαρού]

Όσοι έχουμε περάσει από τα ελληνικά πανεπιστήμια, ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σαν τον Τσιόδρα, δεν είναι κανόνας. Όλοι θυμόμαστε αρκετούς που το κύριο τους ενδιαφέρον εξαντλούταν στις χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, των οποίων τη λάντζα έκαναν πάντα οι φοιτητές.  Θυμόμαστε άλλους που ναρκισσίζονταν από το ύψος της πανεπιστημιακής έδρας με νεαρές φοιτήτριες και άλλους που εντελώς αδιάφοροι, μετά από μικρή ή μεγάλη πορεία στα γράμματα και τις επιστήμες, εξασφάλιζαν τα οικονομικο-κοινωνικά προνόμια του ακαδημαϊκού και περνούσαν από τα αμφιθέατρα όπως οι τουρίστες από την πλατεία Συντάγματος. Επίσης, όσες νέες και ωραίες έχουμε περάσει από μικρά και μεγάλα ελληνικά νοσοκομεία συνοδεύοντας ηλικιωμένους γονείς ή μικρά παιδιά, σίγουρα θυμόμαστε αρκετούς από τους άρρενες ιατρούς να απλώνουν την σεξιστική τους νοοτροπία στο χώρο, θεωρώντας μας αυτονόητα θύματα της λευκής τους μπλούζας.  Το αίσθημα ανωτερότητας πολλών γιατρών δεν εξαντλείται απαραίτη

Σήμερα , 17 Νοεμβρίου 2024. [ Αλίκη Κατσαρού ]

  Είχα μια απελπιστικά δύσκολη μέρα. Από αυτές που θες να σβήσεις από τη μνήμη σου, όμως δεν είναι χάρτινες σελίδες στο ημερολόγιο  να τις σκίσεις ή να τις κάψεις για πιο καλά αποτελέσματα. Αντίθετα είναι από εκείνες που έρχονται και σε τυραννούν σαν φαντάσματα ενοχλητικά κάθε λίγο που λένε με πείσμα «μη με ξεχάσεις». Όλο και περισσότερο πιστεύω ότι τις απελπισίες τις δημιουργούμε μόνοι μας. Εννοώ ότι αν δεν συμβαίνει κάτι αντικειμενικά θλιβερό, όλα τα άλλα είναι προσωπική απόφαση «είμαι καλά / δεν είμαι καλά», εσύ αποφασίζεις. Δεν είναι. Θα ήταν. Σε έναν κανονικό κόσμο, σε μια φυσιολογική, ισορροπημένη πραγματικότητα. Εκεί δηλαδή που ζεις σαν κανονικός άνθρωπος, εργάζεσαι, παράγεις, προσφέρεις, απολαμβάνεις, μοιράζεσαι, χαίρεσαι. Στον σημερινό όμως κόσμο, η αίσθηση του «είμαι καλά» ταυτίζεται απόλυτα με το έχω όλα τα καλά . Ποια καλά; Τα ατέλειωτα, αυτά που δεν σταματάς να χρειάζεσαι, αυτά που θέλεις κι άλλα, κι άλλα και ποτέ δε φτάνουν   και τελικά γίνεσαι ένας μαραθωνοδρ