Στο χωλ του διαμερίσματός μας, αριστερά, στέκει ένας
σιδερένιος, βαμμένος λευκός καλόγερος. Τον έφτιαξε ένας σιδηρουργός –λογοτέχνης
μαζί με τον γιο μου. Ο γιος μου εργάστηκε για ένα καλοκαίρι στον
σιδηρουργό-λογοτέχνη. Έτυχε να έχουν το ίδιο όνομα. Αρχίζει από Σ. Σ1 ο σιδηρουργός-λογοτέχνης και Σ2 ο γιος
μου. Αρίθμηση, βάσει ηλικίας. Τη χρονιά εκείνη, ο Σ2 κόντευε να τελειώσει το
Δημοτικό και ο Σ1 ετοιμαζόταν να τελειώσει τη δουλειά. Οι δύο Σ συνεργάστηκαν
πολύ αρμονικά και ως επισφράγιση της συνεργασίας τους ζήτησα να μου φτιάξουν
τον λευκό σιδερένιο καλόγερο που στέκει στο χωλ του διαμερίσματός μας.
Η χρονιά εκείνη ήταν η πρώτη χρονιά που οι γονείς του Σ2,
δηλαδή ο πατέρας του και εγώ ζήσαμε χώρια. Η χρονιά εκείνη ήταν η πιο δύσκολη
χρονιά για εμένα, για τον Σ2 και υποθέτω για την αδερφή του. Θα φαντάζεται κανείς
πως βρεθήκαμε οι τρεις μας σε μεγάλη οικονομική δυσχέρεια και υποχρεώθηκα «να
βάλω το παιδί», τον Σ1 «να μάθει τέχνη». Ομολογώ πως δεν υπήρχε κανένα τέτοιο
πρόβλημα. Υπήρχαν όμως άλλα προβλήματα, κυρίως συνειδήσεως. Θα έλεγα πως υπήρξε
μια οικογενειακή σύγχυση συνειδήσεως, καθρέφτης της μητρικής σύγχυσης
συνειδήσεως, δηλαδή της δικής μου.
Ο βαθμός δυσκολίας της οικογενειακής μας σύγχυσης, που
έμοιαζε με τραύμα ενός υποχρεωτικού χειρουργείου, μεγάλωνε εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων που ονομάζονται άνθρωποι.
Πολλοί, μικροί, μικροσκοπικοί άνθρωποι που πάντοτε εργάζονται πυρετωδώς και σε
συνέργεια ώστε να εμποδίζουν το τραύμα να κλείσει. Βεβαίως, το ότι το τραύμα
μεγάλωνε δεν οφειλόταν στην τακτική εκείνων, αλλά στη δική μου σύγχυση που τους
επέτρεπε να με αγγίζουν. Εκείνοι άλλωστε πάντα ασχολούνται με τα ξένα τραύματα, με όλων
των άλλων τα τραύματα, εκτός από τα δικά τους, τα ανίατα.
Είναι βέβαια γεγονός πως αποδείχθηκαν ιδιαίτερα χρήσιμοι
γιατί εξαιτίας τους έσπασα τη γυάλα μέσα από την οποία έβλεπα για τρεισήμισι
δεκαετίες το καλό και το κακό, με αποτέλεσμα να στέκομαι κάπως μακριά και από
τα δύο. Επίσης εξαιτίας τους διαπίστωσα ότι ο Καζαντζάκης, ο Τσέχωφ, ο
Ντοστογιέφσκι και άλλοι πολλοί έγραψαν τις
αλήθειες ενός κόσμου που δεν έχει εποχή, έχει ανθρώπους καλούς, ανθρώπους
σπουδαίους, ανθρώπους κλέφτες, ψεύτες, καθάρματα
και πόρνες.
Όταν έσπρωξα με τη σκούπα στο φαράσι και το τελευταίο θραύσμα
της προσωπικής, σπασμένης μου γυάλας και το πέταξα, είδα καθαρά πάρα πολλά
πράγματα και είδα ακόμη και το λόγο που όταν ο Σ2 ζήτησε να δουλεύει κάπου για
το καλοκαίρι, εγώ επέλεξα τον Σ1. Το σιδηρουργείο ήταν η πρόφαση. Ήθελα ο Σ2 να
γνωρίσει το κομμάτι του κόσμου που επιθυμούσα στο εξής να ανήκω και ο Σ1 θα
ήταν ένας καλός δάσκαλος. Και ήταν.
Στο χωλ του διαμερίσματός μας, αριστερά, στέκει ο σιδερένιος,
λευκός καλόγερος. Κάθε καλοκαίρι σηκώνει
τους σάκους της θάλασσας, τις πετσέτες και τα καπέλα μας. Κάθε χειμώνα βαραίνει
από σχολικές τσάντες, μπουφάν και ομπρέλες. Έχουν περάσει αρκετοί χειμώνες και
καλοκαίρια από τότε που φτιάχτηκε ο καλόγερος. Τον κοιτάω σαν κειμήλιο, μιας
περιόδου που με άλλαξε, μας άλλαξε. Που μας έμαθε να πατάμε μέσα στο κομμάτι
του κόσμου που εμείς διαλέγουμε. Και
μιας περιόδου που μας βεβαίωσε πως οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν θαυμάσια, έστω
και αν κάπου πάνω τους υπάρχει ένα τραύμα.