Ήταν μια ιστορία βγαλμένη θαρρείς από
μυθιστόρημα, ή ίσως και να ήταν μια ιστορία πραγματική, που θα μπορούσε να
γίνει μυθιστόρημα. Γνωρίστηκαν εν μέσω της χειμερινής εξεταστικής. Της δικής
της. Εκείνος είχε από καιρό αφήσει πίσω του οριστικά τα θρανία. Φόντο ένα βράδυ
του Φλεβάρη που ο αέρας λυσσομανούσε, η βροχή έπεφτε με μανία πάνω στα τζάμια
και αστραπές έσκιζαν τον ουρανό. Υποβλητική ατμόσφαιρα, έτσι δεν προστάζει κάθε
ρομάντζο που σέβεται τον εαυτό του; Μαζί με τον θεό Έρωτα, που γιορτάζονταν
απανταχού της υφηλίου εκείνη τη μέρα (πόση μυθιστορηματική λεπτομέρεια αυτή η
ιστορία; Άντε μετά να πιστέψεις πως είναι αληθινή!), γεννήθηκε και ένας
πραγματικός. Ο δικός της. Εκείνος είχε από καιρό αφήσει πίσω του οριστικά τα
χτυποκάρδια. Προσκεκλημένοι και οι δυο στον ίδιο γάμο. Από την πλευρά του
γαμπρού εκείνος, από την πλευρά της νύφης εκείνη. Κλασικά εικονογραφημένα
δηλαδή και κλισέ απεριόριστα, μα ποιος είπε ότι ένας έρωτας για να είναι
μεγάλος πρέπει να είναι πρωτότυπος; Θα μπορούσαν να γεμίσουν σελίδες οι
περιγραφές των βλεμμάτων που αντάλλασσαν σαν να μην υπήρχε κανείς γύρω τους,
μαύρη τρύπα που κατάπινε το χρόνο η ματιά τους, τόσο δυνατή που μπορούσε να
ραγίσει ακόμη και καρδιές. Τη δική της. Εκείνος είχε αφήσει πίσω του οριστικά
το δόσιμο. Δεν της ζήτησε το τηλέφωνό της και εκείνη δεν θα έκανε ποτέ το πρώτο
βήμα και ας ήξερε καλά μέσα της πως είχε πάρει ένα δρόμο που δεν είχε
επιστροφή. Δεν θα γύριζε πίσω, ακόμη και αν το μπορούσε.
Εξαφανίστηκε όπως είχε εμφανιστεί, μα
αυτό δεν είχε καμία σημασία. Ο κόσμος είναι αποκτήσει όνομα και νόημα. Ο δικός
της. Εκείνος είχε από καιρό αφήσει πίσω του οριστικά τα αραξοβόλια.
Ξανασυναντήθηκαν μετά από εβδομάδες στο σπίτι του νιόπαντρου ζεύγους. Προσκεκλημένοι
σε δείπνο φίλων και οι δυο. Από την πλευρά του γαμπρού εκείνος, από την πλευρά
της νύφης εκείνη, επαναλαμβανόμενα τα στερεότυπα, τι κι αν πάντα ονειρευόταν
μια ζωή έξω από σχήματα; Το σημαντικό ήταν ότι τον είχε απέναντί της, σάρκα,
οστά, μυρωδιά, ανάσα, όλα εκεί, σε χρόνο ενεστώτα, όχι κομμάτια του ονείρου. Του
δικού της. Εκείνος είχε αφήσει πίσω του οριστικά τα παιχνίδια του μυαλού. Της
μιλούσε και εκείνη χανόταν στα μάτια του, που της τρυπούσαν, όμοιες βελόνες, τα
σωθικά. Θα ήθελε όσο τίποτα να σταματήσει το χρόνο. Εκεί. Να αιωρείται για
πάντα η στιγμή, να την κρατά αιχμάλωτη. Να την βλέπει ξανά και ξανά. Σαν
χιλιοπαιγμένη πολυαγαπημένη ταινία που ποτέ δεν χορταίνεις. Γέλασαν, ήπιαν,
έφαγαν, μίλησαν. Όταν εκείνη έκανε να φύγει, εκείνος σηκώθηκε μαζί της. Μπήκαν
στο ασανσέρ και τα γέλια τους αντηχούσαν ως την είσοδο της πολυκατοικίας. Για
δευτερόλεπτα μόνο. Μετά της έκλεισε το στόμα με ένα φιλί και έφυγε το γέλιο από
τα χείλη και πήγε στην καρδιά. Τη δική της. Εκείνος είχε αφήσει πίσω του
οριστικά τη χαρά. Την ανέβασε στη μηχανή του και της είπε να τον κρατάει σφιχτά.
Μα θα το έκανε έτσι και αλλιώς. Όχι από το φόβο μήπως γλιστρήσει η ίδια, μα από
το φόβο μήπως γλιστρήσει η ευτυχία και της φύγει μέσα από τα ακροδάχτυλα.
Διέσχισαν την πόλη αγκαλιά, ένας κόσμος οι δυο τους, ένα παλλόμενο βέλος στην
καρδιά της νύχτας. Είχε κολλήσει πάνω του, πεταλίδα σε βράχο, ρουφούσε
νυχτερινό αέρα και τη μυρωδιά του σώματός του.
Όταν ξύπνησε το πρωί την περίμενε ένα
σημείωμα στο κομοδίνο. Έλεγε μόνο «εις το επανιδείν». Συνέχισαν να βρίσκονται
σαν να μη ζούσαν στην εποχή των κοινωνικών δικτύων και της τεχνολογίας. Ούτε
τηλέφωνα, ούτε μηνύματα, ούτε εφαρμογές. Εκείνος εμφανιζόταν αναπάντεχα, της
χτυπούσε το κουδούνι μες τη νύχτα ή την περίμενε έξω από τη Σχολή. Βοηθούσαν
και οι νιόπαντροι, έδιναν και έπαιρναν οι μαζώξεις, τα σινεμά, τα εστιατόρια.
Δεν την ενδιέφερε που το παιχνίδι γίνονταν με τους δικούς του όρους. Όλα είχαν
γίνει ένα χαμόγελο. Το δικό της. Εκείνος είχε αφήσει πίσω του οριστικά τα
αληθινά αισθήματα. Της άφηνε πάντα το σημείωμα στο κομοδίνο. «Εις το επανιδείν»
με τα όμορφα, στρογγυλά γράμματά του, το έβλεπε σαν ξύπναγε και ήξερε πως θα
εμφανιστεί ξανά. Και αυτό ήταν το μόνο που ήθελε να ξέρει. Και έγιναν τα
σημειώματα ένας σωρός από στιγμές, φτιαγμένες από μπλε κλωστές, που ύφαιναν την
κουβέρτα που τη ζέσταινε το χρόνο της απουσίας και δεν κρύωνε δίχως του.
Το βράδυ που οι νιόπαντροι γιόρταζαν τη
χάρτινη επέτειό τους, εκείνος ανακοίνωσε περιχαρής στην ομήγυρη τη μεγάλη
ευκαιρία που είχε εμφανιστεί στην καριέρα του: θα έφευγε άμεσα για το Βερολίνο,
διευθυντική θέση, δικαίωση των κόπων πολλών χρόνων. Προσπάθησε και εκείνη να
χαρεί για χάρη του, μα είχε φύγει το χαρτί από την επέτειο του ζεύγους και είχε
γίνει το υλικό της ψυχής της, που την ένιωθε να σκίζεται σε κομματάκια. Την
επόμενη μέρα το σημείωμα στο κομοδίνο έγραφε «εις το επανιδείν;;;;;;» με τα
ίδια, όμορφα, στρογγυλά γράμματά του. Μα το ήξερε καλά. Εκείνα τα ερωτηματικά είχαν
ρουφήξει τις λέξεις του. Και δεν είχε σημασία πώς το ονόμαζε. Ήταν το ίδιο «εις
το επανιδείν» που είχε γίνει πια «αντίο»…..